Ο προγραμματιστής


­ Θα μου επιτρέψετε να μην είμαι πολύ ειδικός γύρω από τα θέματα που πρόκειται να συζητήσουμε. Η τεχνολογία, βλέπετε, είναι ένας κόσμος αχανής. Αλήθεια, πώς νιώθετε ζώντας μέσα σε αυτόν τον κόσμο;


«Δύσκολη ερώτηση».


­ Εύκολο όμως να την απαντήσει κάποιος που ζει εκεί;


«Ισως να έχετε δίκιο… Νομίζω ότι η τεχνολογία μάς οδηγεί σε κατευθύνσεις που μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων ­ όλοι αυτοί που ασχολούνται με την τεχνολογία ­ προσπαθεί να προσδιορίσει, αν και δεν πιστεύω ότι είναι κανείς σε θέση να το κάνει με απόλυτη ακρίβεια, να ελέγξει δηλαδή τον δρόμο που παίρνει η κουλτούρα της τεχνολογίας».


­ Εσείς πιστεύετε ότι κρύβονται παγίδες σε αυτόν τον δρόμο που παίρνει η τεχνολογία;


«Πιστεύω ότι ο τρόπος που εξελίσσεται η τεχνολογία περιπλέκει τα πράγματα στις ζωές όλων μας. Αυτό που πιθανόν να αποτελέσει το όριο είναι το πόσο μπορούν οι άνθρωποι να την αντέξουν αυτήν την περιπλοκότητα».


­ Πόση περιπλοκότητα λέτε ότι μπορεί να αντέξει κανείς στη ζωή του; Τι αντοχή αποδεικνύεται ότι έχουν οι άνθρωποι σήμερα;


«Είναι εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα προσαρμόζονται οι άνθρωποι στα καινούργια επιτεύγματα της τεχνολογίας. Κι αυτό είναι κάτι που το συναντάει κανείς εντονότερα στις εφημερίδες, στους μεγάλους εκδοτικούς οργανισμούς· οι αλλαγές που συντελούνται τα τελευταία χρόνια στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με τα αντικείμενα και τις φωτογραφίες των εφημερίδων είναι κάτι που με κάνει να νιώθω απορία».


­ Εσείς πώς βρεθήκατε να ασχολείστε με αυτό;


«Σπούδαζα μαθηματικά στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης. Η μουσική είναι κάτι που ανέκαθεν με ενδιέφερε και μπορώ να πω το ίδιο και για τα κομπιούτερ».


­ Και πώς καταλήξατε να ασχολείστε με αυτά;


«Είχα επιλέξει κάποια μαθήματα στο Εργαστήριο Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, παρ’ όλο που σπούδαζα μαθηματικά. Μέσα σε ένα χρόνο συνειδητοποίησα ότι περνούσα πολύ περισσότερο χρόνο δουλεύοντας με τα κομπιούτερ πάνω στην παραγωγή ήχων από ό,τι ασχολιόμουν με τα μαθηματικά».


­ Ποια είναι η σχέση της μουσικής με τα μαθηματικά;


«Σίγουρα υπάρχει από την εποχή του Πυθαγόρα, που είναι ο πρώτος ο οποίος διείδε αυτή τη σχέση».


­ Δηλαδή, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Μπαχ και ο Μπετόβεν ήταν καλοί μαθηματικοί;


«Να σας πω την αλήθεια, δεν γνωρίζω πολλά γύρω από τη ζωή των ευρωπαίων μεγάλων συνθετών των δύο προηγουμένων αιώνων. Μου έρχεται όμως στο μυαλό ένα σύγχρονο παράδειγμα, αυτό του Ιάνη Ξενάκη».


­ Τον έχετε γνωρίσει τον Ξενάκη;


«Μια φορά στο Παρίσι».


­ Τι εντύπωση σας είχε κάνει;


«Χμμ… Είναι δύσκολο να διαχωρίσω την εντύπωση που μου έκανε ως άνθρωπος από την εντύπωση που μου δημιουργεί η δουλειά του. Εχω ξοδέψει περισσότερες ώρες ακούγοντας τη μουσική του και διαβάζοντας αυτά που έχει γράψει κατά καιρούς παρά μιλώντας μαζί του σε προσωπικό επίπεδο. Σε επαγγελματικό επίπεδο, λοιπόν, θα έλεγα ότι είναι ένας από τους έξι πιο σημαντικούς ανθρώπους στον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής. Η επιρροή που άσκησε σε αυτόν τον χώρο είναι σίγουρα πολύ μεγάλη. Με άλλα λόγια, θα τον τοποθετούσα δίπλα στον Στοκχάουζεν, στον Μπουλέζ… Είναι ένας από αυτούς που έδωσαν σχήμα σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα «ηλεκτρονική μουσική». Από όλους τους ο Ξενάκης είναι ο πιο παράξενος και ο πιο μυστηριώδης. Από την ομάδα αυτή που σας ανέφερα είναι ο μόνος που δεν ξεκίνησε σπουδάζοντας μουσική. Για την ακρίβεια νομίζω ότι πρέπει να έχει σπουδάσει μηχανικός. Αργότερα στράφηκε στην αρχιτεκτονική αλλά έδειχνε παράλληλα ένα εντονότατο ενδιαφέρον και για τα μαθηματικά από ό,τι ξέρω σε όλη του τη ζωή. Τον θεωρώ έναν από τους μεγαλύτερους μουσικούς ηλεκτρονικής μουσικής της εποχής μας, για τον οποίο θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν είχε δώσει την εντύπωση ότι θα γινόταν συνθέτης. Περισσότερο θα του ταίριαζε ο χαρακτηρισμός του διανοητή ή του ανθρώπου που επινοεί τρόπους για να συνδέει μεταξύ τους διαφορετικά πεδία. Ετσι τουλάχιστον τον βλέπω εγώ. Είναι ο μόνος στην ιστορία της μουσικής που έγραψε μια σύνθεση και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την ίδια δομή για να σχεδιάσει ένα κτίριο, συγκεκριμένα το περίπτερο της Phillips. Είχε γίνει πάταγος, θυμάμαι… Ο Ξενάκης έγινε διάσημος από αυτήν την κατασκευή. Αυτό το κτίριο βέβαια δεν υπάρχει σήμερα. Ηταν μια προσωρινή κατασκευή, ειδικά γι’ αυτή την έκθεση, η οποία όμως βασίστηκε σε μαθηματικούς υπολογισμούς που είχαν χρησιμοποιηθεί, όπως σας είπα πριν, για να γραφτεί κι ένα μουσικό κομμάτι, το οποίο νομίζω ότι είχε ονομάσει «Metastas»».


­ Εσείς νιώθετε ότι είστε περισσότερο ένας συνθέτης ή ένας προγραμματιστής, δηλαδή ένας δημιουργός γλώσσας για τα κομπιούτερ;


«Ασχολούμαι αρκετά με τον σχεδιασμό προγραμμάτων, αλλά δεν θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου κατ’ εξοχήν προγραμματιστή. Περισσότερο, θα έλεγα, με απασχολεί η επίλυση βασικών προβλημάτων του πραγματικού χρόνου, η ανάλυση ήχων και η τεχνική παραγωγής νέων ήχων μέσω συνθεσάιζερ. Μέσα σε αυτόν τον χώρο ο ηλεκτρονικός υπολογιστής αποτελεί το εργαλείο, όχι το μέσον. Με άλλα λόγια, όλοι χρησιμοποιούμε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και αυτό επειδή υπάρχουν και μπορούν να διευκολύνουν την υλοποίηση κάποιων πραγμάτων που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν ίσως να πραγματοποιηθούν. Η εστίαση όμως γίνεται πάνω σε νέους τρόπους σκέψης που εξασφαλίζουν αυτή τη δυνατότητα της διευκόλυνσης».


­ Ενας συνθέτης χωρίς τον δικό σας ρόλο νιώθει λιγάκι ανάπηρος σε σχέση με το αντικείμενο της δουλειάς του; Πόσο, δηλαδή, επηρεάζει ο προγραμματιστής τον συνθέτη;


«Οσον αφορά το πρώτο σκέλος της ερώτησής σας, αν πάρει κανείς συνθέτες άνω των 40 ετών, νομίζω ότι πολύ λίγοι ανάμεσά τους είχαν τη δυνατότητα να μάθουν να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικούς υπολογιστές σε νεαρή ηλικία ­ τότε, δηλαδή, που είχαν αρκετό χρόνο να αφιερώσουν σε μια τέτοια εκμάθηση. Μια ειδική εξαίρεση νομίζω ότι αποτελούν ο Ξενάκης και ο Μίλερ Μπάμπετ στην Αμερική. Αρα στο πλαίσιο αυτών των ηλικιών οι περισσότεροι από αυτούς είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να εξαρτώνται από επιστήμονες και μηχανικούς που μπορούν να τους βοηθούν να πραγματοποιούν τις μουσικές τους ιδέες. Αυτό όμως δεν ισχύει στις μικρότερες ηλικίες, δηλαδή ως τα 30 ­ τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σχεδόν όλοι οι μαθητές μου, π.χ., ξέρουν ήδη να χειρίζονται τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές πάρα πολύ καλά. Μερικοί από αυτούς φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια στο να δημιουργούν περίπλοκα πράγματα μέσω των μηχανημάτων σε σχέση με κάποιους άλλους. Αυτό σίγουρα λειτουργεί σαν πλεονέκτημα. Σε γενικές γραμμές όμως σχεδόν κάθε 25χρονος φοιτητής της μουσικής έχει τουλάχιστον πειραματιστεί γύρω από το πώς μπορεί μέσω κομπιούτερ να χειριστεί και να αποθηκεύσει τον ήχο ­ να κάνει, δηλαδή, τα βασικά που ισχύουν στον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής. Σήμερα συναντάμε και το φαινόμενο σπουδαστές που στοχεύουν στη σύνθεση να γνωρίζουν περισσότερα από καθηγητές που διδάσκονται σύνθεση. Ετσι, λοιπόν, τα μουσικά τμήματα κάποιων πανεπιστημίων προσλαμβάνουν κατά καιρούς ειδικούς επιστήμονες, όπως εγώ, προκειμένου να δουλέψουν με τα παιδιά και να τα οδηγήσουν σε δρόμους που οι δάσκαλοι της σύνθεσης έχουν τη γνώση για να το κάνουν. Τώρα, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, μάλλον είναι και το πιο δύσκολο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, σε δουλειές δηλαδή στις οποίες είχα συνεργασθεί, νομίζω ότι ο ρόλος μου επηρέασε το τελικό αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν, δηλαδή, σημεία όπου ο συνθέτης έχει μια ιδέα, την οποία ο ειδικός επιστήμονας θα πάρει και θα αναπτύξει. Οταν συμβαίνει αυτό, μπορεί να πει κανείς ότι ο προγραμματιστής επηρεάζει τη σύνθεση αφού φυτεύει κι αυτός τον δικό του σπόρο που μέσω της σύνθεσης θα ανθήσει. Δύσκολα όμως θα βρείτε περιπτώσεις όπου ο προγραμματιστής θα επηρεάσει την επιλογή του συνθέτη σε σχέση με το υλικό ή τη δομή που θα χρησιμοποιήσει για τη μουσική του. Με άλλα λόγια, ποτέ δεν θα έλεγα σε ένα συνθέτη «στη μέση αυτού του κομματιού χρειάζεται να προσθέσουμε μια ενότητα» ή κάτι παρόμοιο. Αυτά είναι πράγματα αμιγούς δικαιοδοσίας του συνθέτη, αποφάσεις που καλείται να πάρει εκείνος, χωρίς καμία ανάμειξη της τεχνολογίας. Δυστυχώς δεν είναι απλό να απαντηθούν τέτοιου είδους ερωτήσεις». (γέλια)


­ Τι ήταν αυτό που σας έκανε να δημιουργήσετε μια γλώσσα προγραμματισμού;


«Θα προσπαθήσω να σας δώσω μια απλή απάντηση. Μόλις είχα ολοκληρώσει κάποτε τη συνεργασία μου με τον συνθέτη Φιλίπ Μενουρί πάνω σε μια σύνθεση που ονομάστηκε «Jupiter» (Ζευς) και παίχτηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1985. Ο Φιλίπ χρειάστηκε δύο χρόνια για να γράψει το έργο και άλλα δύο εγώ για να ολοκληρώσω την τεχνολογική έρευνα που θα έκανε εφικτή την υλοποίησή του. Γύρισα τώρα και διάλεξα αυτό το παράδειγμα γιατί είναι πραγματικά πολύ σπάνιο να βρεις συνθέτη διατεθειμένο να αφιερώσει ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα σε τεχνολογικά ζητήματα που έχουν σχέση με το έργο του. Αν, λοιπόν, το επίπεδο δυσκολίας στην υλοποίηση μιας ηλεκτρονικής μουσικής σύνθεσης επρόκειτο να είναι τόσο ψηλό, σκέφτηκα ότι ίσως θα έπρεπε να αλλάξουν τα «εργαλεία» κατά τέτοιον τρόπο ώστε να επιτρέπουν στον συνθέτη να κάνει περισσότερα πράγματα μόνος του όσον αφορά τη φόρμα που δίνεται σε μια σύνθεση μέσω της τεχνολογίας. Και να μπορεί επίσης να κάνει όλα αυτά πολύ πιο γρήγορα. Οι ερευνητές έτσι κι αλλιώς το γνώριζαν ότι είναι δύσκολο για τους συνθέτες να χρησιμοποιήσουν καινούργιες τεχνικές ηλεκτρονικών υπολογιστών αφού έλειπε μια γλώσσα προγραμματισμού που θα τους έδινε τη δυνατότητα να κάνουν χρήση αυτών των τεχνικών, να τις εισάγουν στη δουλειά τους. Αυτό, λοιπόν, δημιούργησε μια επιτακτική ανάγκη και κάθησα και σκέφτηκα πώς είναι δυνατόν να την καλύψουμε. Ετσι γεννήθηκε η max, περίπου ένα χρόνο μετά. Η πρώτη εκδοχή της max ήταν έτοιμη γύρω στα 1988, χωρίς όμως να δοθεί κατευθείαν στο εμπόριο. Αυτό έγινε το ’90. Η όλη διαδικασία, δηλαδή, κράτησε περίπου τρία χρόνια, εκμεταλλευόμενη την εμπειρία από το «Jupiter», και τη μετέτρεψε σε software με σκοπό να βοηθήσει παρόμοια προβλήματα να βρουν μια πιο γρήγορη και πιο γενική λύση».


­ Τελικά η μουσική πληροφορική είναι μια μορφή εξέλιξης μέσα στη μουσική ιστορία ή είναι ένα άλλο είδος μουσικής έκφρασης;


«Εγώ θα έλεγα ότι είναι περισσότερο ένα επιπλέον βήμα στον δρόμο της εξέλιξης, παίρνοντας όμως ως αφετηρία τη δυνατότητα ηχογράφησης, που κατακτήθηκε εδώ και περίπου έναν αιώνα. Τότε που για να ακούσεις μουσική έπρεπε ή να μπορείς να παίξεις μόνος σου ή να πας σε κάποιο κονσέρτο. Πριν από έναν αιώνα δεν υπήρχε η δυνατότητα να ακούσεις ηχογραφημένη μουσική. Μετά βρήκαν οι άνθρωποι τρόπο να αποθηκεύουν τους ήχους, στη συνέχεια να τους παράγουν, να τους «παντρεύουν», να κάνουν διάφορα πράγματα… Και τώρα ήρθαν οι κομπιούτερ για να προσθέσουν πολύ πιο ριζικές αλλαγές και τροποποιήσεις. Πρόκειται δηλαδή για μια συνεχιζόμενη εξέλιξη της τεχνολογίας, η οποία διαρκεί έναν αιώνα τώρα. Κατά την άποψή μου οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές αποτελούν το πιο πρόσφατο και το πιο πρόσφορο εργαλείο για να κάνεις αυτού του είδους τα πράγματα».


­ Βγάζοντας τα φυσικά όργανα πιστεύετε ότι υπάρχει κάτι από το αίσθημα του συνθέτη το οποίο χάνεται; Υπάρχει δηλαδή μια απώλεια λόγω της ηλεκτρονικής παραγωγής του ήχου;


«Προτού ακόμη να αρχίσουν να χρησιμοποιούνται οι κομπιούτερ στη μουσική, οι συνθέτες ήξεραν ότι πρέπει να γράψουν τη μουσική τους σε χαρτί ένα και δύο χρόνια προτού να την ακούσουν πρώτη φορά να παίζεται. Αρα ο καλός συνθέτης ξέρει με ποιον τρόπο πρέπει να κωδικοποιεί τη μουσική του διατηρώντας το αίσθημα που επένδυσε επάνω της ανέπαφο. Αυτό είναι ένα γεγονός το οποίο δεν αλλάζει με τη χρήση των κομπιούτερ. Οι κομπιούτερ προσφέρουν μεγαλύτερες δυνατότητες στο να γίνουν κάποια πράγματα τα οποία προηγουμένως ήταν δύσκολο να γίνουν. Αυτό ανοίγει καινούργιους ορίζοντες στον συνθέτη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να δεχθώ το αντίθετο, ότι βάζει δηλαδή συγχρόνως εμπόδια ή περιορισμούς».


­ Συγγνώμη που σας διακόπτω, αλλά νομίζω ότι παλιά ο συνθέτης είχε περισσότερο χρόνο για να δώσει ζωή στη σύνθεση. Ο αυτόματος τρόπος, η δυνατότητα που δίνει το κομπιούτερ σήμερα να παράγει εύκολα την έμπνευσή του, μήπως τελικά δημιουργεί ένα πιο τρωτό δημιούργημα; Είναι η ίδια άποψη που λέει ότι μέσα στην ταχύτητα με την οποία γίνονται πια τα πράγματα χάνεται κάτι από τη γεύση της ζωής.


«Το να δημιουργείς μουσική ήταν ανέκαθεν κάτι πολύ δύσκολο, τόσο στο να μάθεις να το κάνεις όσο και στο να το πραγματοποιείς. Αν κάτι δυσκόλεψε τη ζωή των συνθετών από τη χρήση των υπολογιστών αυτό είναι η γνώση και η δυσκολία που απαιτείται προκειμένου να δημιουργήσεις μια σύνθεση ηλεκτρονικής μουσικής σε σύγκριση με αυτά που απαιτούνταν παλιότερα για να γράψεις ένα κομμάτι για πιάνο ας πούμε. Αρα ήδη ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν μύθο όταν λέμε ότι τα κομπιούτερ αίρουν τις δυσκολίες και κάνουν πιο εύκολη την παραγωγή μουσικής. Ακριβώς επειδή τα κομπιούτερ εισάγουν καινούργιες δυσκολίες και θέτουν καινούργια εμπόδια, οι μουσικές δυνατότητες που προκύπτουν από αυτές τις δυσκολίες παρουσιάζουν και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Με άλλα λόγια θα έλεγα ότι εκείνο που πραγματικά χρειάζεται ένας συνθέτης για να εμπνευστεί και να δημιουργήσει είναι να έρχεται κάθε τόσο αντιμέτωπος με καινούργιες και απροσδόκητες δυσκολίες. Αν αυτό αληθεύει, τότε μάλλον τα κομπιούτερ είναι ό,τι χρειάζεται. Και δεν πιστεύω σε αυτά που λένε ότι εξαιτίας της χρήσης του κομπιούτερ μπορεί μια σύνθεση να μην έχει ψυχή. Το αίσθημα που κατοικεί μέσα στη μουσική, το μέρος εκείνο που μιλάει στην ψυχή, έχει να κάνει με τη σκληρή δουλειά που απαιτείται για να φτιαχτεί ένα μουσικό κομμάτι. Για να δημιουργήσεις μουσική δεν κάθεσαι να περιμένεις πότε θα σου έρθει η έμπνευση και μετά κάθεσαι και τη γράφεις. Αυτό που κάνει τη μουσική να έχει ενδιαφέρον είναι ότι παίρνεις κάποιες ιδέες και τις αναπτύσσεις με αποτέλεσμα να δημιουργείς κάτι που έχει συνοχή και βγάζει ένα νόημα. Δεν γίνεται δηλαδή ένας συνθέτης να εμπνευστεί με την πρώτη ολόκληρο ένα πεντάλεπτο μουσικό κομμάτι. Μπορεί ενώ δουλεύει να του έρθουν στο μυαλό κάποιες συγκεκριμένες ιδέες, αλλά από εκεί και πέρα πρέπει να ξοδέψει ώρες ολόκληρες είτε με μολύβι και χαρτί είτε μπροστά από τον υπολογιστή του ώστε οι ιδέες αυτές να μπορέσουν να βρουν διέξοδο. Δεν μπορείς δηλαδή απλώς να περιμένεις την έμπνευση αν δεν αφιερώσεις κάποιο χρόνο που ουσιαστικά αυτός θα επιτρέψει στην έμπνευση να σε επισκεφτεί».


­ Τι είναι η έμπνευση;


«Παρ’ όλο που εγώ δεν είμαι συνθέτης, νομίζω ότι η έμπνευση είναι μια ιδέα που σου έρχεται τη στιγμή που εσύ βασανίζεις το μυαλό σου για να βρεις λύση σε κάτι άλλο. Συχνά δηλαδή συμβαίνει να δουλεύεις πάνω σε κάτι και με κάποιο μυστηριώδη, ανεξήγητο λόγο να ανάβει στο μυαλό σου ένα φωτάκι που δίνει τη λύση σε ένα άλλο πρόβλημα, που τότε είχες ξεχάσει είτε προσπαθούσες να λύσεις νωρίτερα ή μπορεί και να το είχες παρατήσει τελείως».


­ Πιστεύετε στο ταλέντο;


«Βεβαίως και πιστεύω».


­ Τι είναι ταλέντο;


«Δεν νομίζω ότι υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός που θα μπορούσε κανείς να δώσει. Ισως να είναι… ίσως, δεν ξέρω… ίσως να είναι μια συγκεκριμένη ικανότητα του μυαλού να αφήνει διάφορες παράξενες ιδέες να το επισκέπτονται από μέρη που κανείς δεν θα περίμενε. Ισως πάλι ταλέντο να είναι η δυνατότητα να εντοπίζεις ομοιότητες ανάμεσα σε μια κατάσταση που ζεις εκείνη τη στιγμή και κάποια άλλη που μπορεί προηγουμένως να είχες την αδιόρατη υποψία ότι μπορεί πράγματι να έχει κάποια σχέση. Ετσι λοιπόν μόνο κατά τύχη δίνεις τη λύση σε προβλήματα που σε απασχολούν. Ισως αυτό να είναι το ταλέντο, αυτή η ικανότητα. Αλλά όπως και να έχει, σίγουρα είναι μόνο το μισό από ό,τι χρειάζεσαι για να γίνεις καλός μουσικός ή καλός μαθηματικός. Πρέπει εκτός από το ταλέντο να έχεις και χρόνο και τη διάθεση να επενδύσεις τον χρόνο αυτόν στην αναζήτηση λύσεων σε προβλήματα που το μυαλό σου έχει την ικανότητα να θέτει».


­ Γιατί δεν γίνατε συνθέτης και γίνατε προγραμματιστής;


«Είναι αποκλειστικά και μόνο θέμα εκπαίδευσης. Εγώ δηλαδή δεν είχα κάνει από νωρίς τις σπουδές που θα μου επέτρεπαν να γίνω καλός μουσικός. Δεν θα έλεγα ότι είμαι ιδιαίτερα καλός στο να γράφω και να διαβάζω νότες ούτε στη θεωρία της μουσικής. Ακόμη λοιπόν και αν το ήθελα, δεν είχα τη δυνατότητα να γίνω συνθέτης. Από την άλλη ανακάλυψα σχετικά νωρίς ότι υπήρχαν άλλοι άνθρωποι που δημιουργούσαν συνθέσεις πολύ πολύ καλύτερες από αυτές που θα μπορούσα να δημιουργήσω εγώ. Αυτό μου έδωσε να καταλάβω ότι το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να βρω τους καλύτερους συνθέτες που μπορούσα και να συνεργαστώ μαζί τους προσφέροντας ό,τι καλύτερο μπορούσα εγώ να δώσω σε μια τέτοια συνεργασία. Αυτό και έκανα στην ως τώρα καριέρα μου και μάλλον αυτό θα συνεχίσω να κάνω».


­ Οταν λέμε «καλός συνθέτης» τι εννοούμε;


«Ο μόνος ορισμός που θα μπορούσα να δώσω είναι να σας παραπέμψω στη μουσική τους για να δείτε αν θα τη χαρακτηρίζατε καλή» (γέλια).


­ Υπάρχει ένας τρόπος χρήσης της τεχνολογίας που θα μπορούσε να θεωρηθεί υβριστικός απέναντι στην ιστορία της μουσικής ή για τη μουσική την ίδια;


«Προσωπικά θα έλεγα ναι. Από ανθρώπους που πιστεύουν ότι κάποια μέρα τα κομπιούτερ θα είναι σε θέση να γράφουν μουσική μόνα τους όπως και ο άνθρωπος ή ότι θα μπορούν να παίζουν μουσική όπως και ο άνθρωπος. Αυτοί ή τον εαυτό τους κοροϊδεύουν ή προσβάλλουν κάποιον που είναι συνθέτης ή μουσικός. Διότι αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι τα κομπιούτερ δεν διαθέτουν από μόνα τους κανενός είδους μουσική ευφυΐα. Το να προσπαθούμε λοιπόν να τους εξομοιώσουμε σ’ αυτό το επίπεδο με ανθρώπινα όντα είναι σίγουρα προσβλητικό, αν μη τι άλλο, για έναν άνθρωπο που γράφει μουσική. Αν και νομίζω ότι τέτοιου είδους παραλληλισμούς μόνο ένας αδαής θα μπορούσε να κάνει. Κανένας άνθρωπος που έχει ασχοληθεί και γνωρίζει τη λειτουργία των κομπιούτερ δεν θα τολμούσε να πει ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές επέδειξαν ποτέ στοιχεία ανθρώπινης ευφυΐας».


­ Πιστεύετε ότι τελικά όλη αυτή η ενασχόληση με τη μουσική πληροφορική είναι ένα είδος τέχνης; Συνεχίζεται δηλαδή η ιστορία της τέχνης μέσα από αυτό;


«Ερώτηση δύσκολη να απαντηθεί διότι η απάντηση βρίσκεται στο μέλλον. Δεν έχει περάσει ακόμη στον χώρο της ιστορίας αυτό που συμβαίνει. Συμβαίνει τώρα και άρα αποτελεί το παρόν. Εμείς ελπίζουμε, πιστεύουμε αφενός ότι αυτό που κάνουμε τώρα σε σχέση με την ηλεκτρονική μουσική αποτελεί συνέχεια της μουσικής που προηγήθηκε, αφετέρου ότι θα το παραλάβουν κάποιοι άνθρωποι μετά από μας και θα το εξελίξουν. Είναι όμως κάτι το οποίο δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ακόμη. Κανένας δεν μπορεί να εκτιμήσει την πραγματική αξία μιας μορφής τέχνης σε κάποια δεδομένη χρονική περίοδο, παρά μόνο αφού η περίοδος αυτή παρέλθει και περάσει στην ιστορία».


­ Σας ευχαριστώ


«Κι εγώ».