Στο πεδίο της ερωτικής μάχης
«Αναγιγνώσκων και μελετών δε πολλάς ημέρας την αρχαίαν ιστορίαν των Ελλήνων, ενόμισα κατάλληλον διά μελόδραμα την εποχήν την εγκλείουσαν δύο εκ των περιφανεστάτων κατορθωμάτων και δηλαδή τις δύο ιστορικοτάτας μάχας και νίκας των Ελλήνων εν Μαραθώνι και Σαλαμίνι. Ως εκ τούτου και εισάγων μύθον τινά ερωτικού περιεχομένου, και έχων επίσης υπ’ όψιν το ρυθμικόν και κανονικόν του συνόλου, ως απαιτεί αυτό το είδος, πάσι αυτού τοις τύποις, συνέταξα όλον εν γένει τον σκελετόν του αντικειμένου σκηνήν προς σκηνήν, και πράξιν προς πράξιν και τη 14η Δεκεμβρίου 1886 το ανέγνωσα και το παρέδωσα τω φίλω Μαρτζώκη όπως αρχίση την ποίησίν του».
Με τις παραπάνω φράσεις διατύπωνε ο Παύλος Καρρέρ στα «Απομνημονεύματά» του το πλαίσιο της δημιουργίας της τελευταίας του όπερας με τίτλο «Μαραθών – Σαλαμίς». Το «τελειότερο των έργων» του, σύμφωνα με την άποψη τόσο του ίδιου του ζακύνθιου συνθέτη όσο και της κριτικής της εποχής, ολοκληρώθηκε το 1888 και ωστόσο ουδέποτε παρουσιάστηκε στη σκηνή. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν η επικείμενη παγκόσμια πρεμιέρα του, μια «από τις πιο αργοπορημένες της ελληνικής όπερας» σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα γύρω από το έργο του συνθέτη, αποτελεί την κορυφαία ίσως στιγμή της εφετινής περιόδου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Η πλοκή του έργου
Οπως και ο ίδιος ο Καρρέρ εξηγεί, πρόκειται για ένα ερωτικό δράμα τοποθετημένο σε ιστορικό πλαίσιο. Οι ελληνικές νίκες στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα είναι τα δύο πραγματικά γεγονότα που ορίζουν τον δραματουργικό άξονα πάνω στον οποίο αναπτύσσεται το κεντρικό θέμα της όπερας, ενώ παράλληλα λειτουργούν ως αφορμή για να αναβιώσουν επί σκηνής την αίγλη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Το λιμπρέτο γράφτηκε από τον επτανήσιο ποιητή Αγαμέμνονα Μαρτζώκη στην ιταλική αρχικά γλώσσα – στην οποία και θα το ακούσουμε στις παραστάσεις της Λυρικής – ενώ αργότερα, προκειμένου να παρασταθεί, μεταφράστηκε και στα γαλλικά.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν η υπόθεση της όπερας τοποθετείται μετά τη νίκη των Ελλήνων επί των Περσών στον Μαραθώνα και πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ενας μακεδόνας στρατηγός, ο Αλέξανδρος, που πολεμά με το μέρος των Περσών, έρχεται ως απεσταλμένος τους στην Αθήνα. Μαζί του είναι ερωτευμένες δύο αλλόφυλες γυναίκες, η κόρη τού Θεμιστοκλή Μύρτη και η Ασιάτισσα Φεδίμη. Η τελευταία, εγκαταλελειμμένη με ένα παιδί από τον Αλέξανδρο, δέχεται να εμπλακεί σε ένα κόλπο εναντίον της ίδιας της της πατρίδας και του βασιλιά της, του Ξέρξη. Η όπερα τελειώνει με τη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα.
Οι περιπέτειες της παρουσίασης
Η ιστορία της παρουσίασης – ή, καλύτερα, της μη παρουσίασης – του έργου «Μαραθών – Σαλαμίς» ωστόσο θυμίζει πραγματική σειρά περιπέτειας. Ο Καρρέρ καταπιάστηκε με τη σύνθεση της εν λόγω όπερας φιλοδοξώντας το ανέβασμά της στα εγκαίνια του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών, το οποίο θα χρηματοδοτούσε ο Ανδρέας Συγγρός. «Επί τη περιστάσει της εγκαθιδρύσεως αυτού του θεάτρου, εσκέφθην όπως, ει δυνατόν, έχω μέχρις εκείνης της εποχής έτοιμο κανέν νέον μελοδραματικόν έργον μου» έγραφε ο ίδιος στα «Απομνημονεύματά» του. Παρά τις ενέργειες του ίδιου του συνθέτη όμως, αλλά και την υποστήριξη του αιτήματος από τον Τύπο της εποχής, αυτή η προοπτική δεν ευοδώθηκε. Το θέατρο εγκαινιάστηκε το 1888 με την όπερα «Mignon» του Τομά. Εναν χρόνο αργότερα, ο Καρρέρ γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στις ελληνικές παροικίες της Αιγύπτου με τα έργα του «Μάρκος Μπότσαρης» και «Κυρα-Φροσύνη», η οποία ωστόσο δεν στάθηκε ικανή να του εξασφαλίσει το ανέβασμα του «Μαραθών – Σαλαμίς» είτε στην Αθήνα είτε στο εξωτερικό. Η τελευταία πράξη της ατυχίας που συνόδευε την όπερα αλλά και τον ίδιο τον Καρρέρ παίχθηκε λίγο προτού πεθάνει ο συνθέτης, το 1896, όταν κατέβαλε την ύστατη, και για μία ακόμη φορά μάταιη, προσπάθεια να επιτύχει το ανέβασμά της κατά τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Η παράσταση της Λυρικής
Τη δυσκολία της μετατροπής μιας παρτιτούρας σε σκηνικό θέαμα επισημαίνει ο σκηνοθέτης της παράστασης της Λυρικής Ισίδωρος Σιδέρης. Εχοντας συνεργαστεί επί χρόνια ως χορογράφος με την ΕΛΣ, επιχειρεί το ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία όπερας βουτώντας «σε βαθιά νερά». «Το γεγονός ότι δεν υπάρχει προηγούμενο σαφώς δυσκολεύει τα πράγματα. Ειδικά με αυτή την όπερα, την οποία και ο ίδιος ο συνθέτης της την ονομάζει «μεγάλο θέαμα». Αυτό ήταν και το μεγάλο μας ζητούμενο: να παντρέψουμε τους πρωταγωνιστές, τη χορωδία και το μπαλέτο. Αρχίσαμε από το μηδέν, ανοίγοντας μια παρτιτούρα χωρίς να καταλαβαίνουμε τον ήχο. Στη συνέχεια φτιάξαμε μια κασέτα όπου τραγουδούσε ο πιανίστας. Ομολογώ ότι ακούγοντάς το η πρώτη μου αίσθηση ήταν ότι έχει ένα ενδιαφέρον, πανέμορφες μελωδίες, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τη δυναμική του σε όλη της την έκταση. Μέσα από τη διαδικασία των προβών μού ανοίχτηκαν δρόμοι που δεν περίμενα».
Αναφερόμενος σε αυτό καθαυτό το σκηνοθετικό μέρος ο Ισίδωρος Σιδέρης κάνει λόγο για συνδυασμό δύο εποχών: αυτής κατά την οποία διαδραματίζεται με την εποχή όπου γράφτηκε. «Και όλα αυτά μέσα σε ένα αφαιρετικό σκηνικό το οποίο επιβάλλει κατά κάποιον τρόπο η μικρή σκηνή της Λυρικής» καταλήγει ο σκηνοθέτης.
Η όπερα του Παύλου Καρρέρ «Μαραθών – Σαλαμίς» κάνει πρεμιέρα στις 9/2 στο θέατρο Ολύμπια (Ακαδημίας 59, τηλ. 210 3612.461). Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Ισίδωρος Σιδέρης. Μουσική διεύθυνση: Βύρων Φιδετζής. Σκηνικά-κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ. Ερμηνεύουν: Μάρθα Αράπη (Φεδίμη), Γιάννης Χριστόπουλος (Αλέξανδρος), Βικτόρια Μαϊφάτοβα (Μύρτη), Ανδρέας Κουλουμπής (Θεμιστοκλής). Παραστάσεις θα δοθούν επίσης στις 12, 14 και 16/2.