Οδός Πεσμαζόγλου, αριθμός 1. Ενα από τα κρυμμένα μυστικά της Αθήνας βρίσκεται εδώ, πίσω από μια μεγάλη σιδερένια πόρτα – κήπου, θα έλεγε κανείς -, που όμως οδηγεί μέσω μιας μικρής στοάς σε ένα πανέμορφο και παντελώς αόρατο για τους περαστικούς του πολύβοου δρόμου κτίριο του 19ου αιώνα. Ενα νεοκλασικό οικοδόμημα με μνημειακό χαρακτήρα, με εντυπωσιακή διακόσμηση στο εξωτερικό αλλά κυρίως στο εσωτερικό του – στοιχεία που το κατατάσσουν άφοβα στην κατηγορία του εκλεκτικισμού, με αρκετά αναγεννησιακά χαρακτηριστικά – και με κάτι ακόμη: σημαντική ιστορία, αφού συνδέθηκε με την εποχή της οικονομικής αναγέννησης του νεότερου ελληνικού κράτους κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Τρικούπη. Γιατί το κτίριο του Παλαιού Χρηματιστηρίου, όπως και σήμερα ακόμη λέγεται, μπορεί να χρησιμοποιήθηκε για σχετικά μικρό διάστημα από το 1891 ως το 1926, αφού γρήγορα οι απαιτήσεις της εποχής επέβαλλαν την αναζήτηση νέας στέγης, μπορεί στη συνέχεια οι ασύμβατες με τον χαρακτήρα του χρήσεις – κυρίως λόγω της μετατροπής του σε σουπερμάρκετ – να επέφεραν μεγάλες καταστροφές, ιδιαίτερα στον γύψινο και ζωγραφικό του διάκοσμο, σήμερα όμως μπορεί και πάλι να ατενίζει το μέλλον, έστω και από τα βάθη μιας αυλής, με την αισιοδοξία που του έδωσε η πλήρης αποκατάστασή του, κόστους 1,1 εκατ. ευρώ. Το Παλαιό Χρηματιστήριο ξαναζεί και, όπως διαβεβαιώνει ο πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Αθηνών, στην κυριότητα του οποίου βρίσκεται, κ. Παναγιώτης Αλεξάκης, η χρήση του δεν μπορεί πλέον παρά να είναι πολιτιστική. Αν και δεν έχει οριστικοποιηθεί πάντως ακόμη ο ακριβής ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει στη ζωή της πρωτεύουσας, τα εγκαίνια που θα γίνουν τον Σεπτέμβριο ίσως δώσουν το έναυσμα στους ενδιαφερομένους σχετικά με τη νέα χρήση του.
H επίσκεψη στο κτίριο είναι μια εμπειρία. Και όχι μόνο για την αποκάλυψη ενός άγνωστου αρχιτεκτονικού μνημείου στην καρδιά της Αθήνας αλλά και για την εξαιρετική σημερινή εικόνα του, αποτέλεσμα των δεκαεπτάμηνων εντατικών εργασιών που έγιναν από ειδικευμένους τεχνίτες επάνω στη μελέτη του καθηγητή του Πολυτεχνείου, αρχιτέκτονα κ. Ιωάννη Κίζη. Για την πρόσβαση η μόνη επί του παρόντος επισήμανση από την Πεσμαζόγλου είναι παραπλανητική. «Τράπεζα Κοσμαδοπούλου» αναγράφει η επιγραφή στο οικοδόμημα το οποίο υπέρκειται της στοάς. Μετά την είσοδο όμως αυτή η άριστα αποκατεστημένη στοά, με τα αρ ντεκό στοιχεία της σε πλήρη ανάδειξη, αλλάζει αμέσως τις εντυπώσεις. Ακολουθεί μια τριγωνική, κλειστή αυλή με προσκτίσματα αριστερά και δεξιά, ήδη αποκατεστημένα και αυτά, και στο βάθος το Παλαιό Χρηματιστήριο σε όλη του τη λάμψη.
Κτίριο κηρυγμένο διατηρητέο από την 1η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, χτισμένο κατά πάσα πιθανότητα το 1884, χαρακτηρίζεται, όπως λέει ο κ. Κίζης, για «τη μοναδική αρχιτεκτονική παρουσία του, τη σπάνια ποιότητα του διακόσμου του και την ωραιότητα του μεγάλου, θεατρικού και επιβλητικού εσωτερικού χώρου του». Πρόκειται, δηλαδή, για ένα κόσμημα.
H αίθουσα συνεδριάσεων
Πέτρινο, με σχήμα πεταλόμορφο – οι τρεις τοίχοι του διατάσσονται σε σχήμα Π ενώ ο τέταρτος είναι καμπύλος -, σε σχέδιο τυποποιημένο και μάλλον φερμένο από το εξωτερικό, όπως εξηγεί ο αρχιτέκτονας, διαθέτει παραστάδες και ανοίγματα διαφόρων τύπων (θύρες, παράθυρα και φεγγίτες), από τα οποία άλλα είναι ανοιχτά και άλλα τυφλά ή μετασκευασμένα, και ακόμη δίριχτη κεραμοσκεπή στέγη. H μεγάλη αποκάλυψη όμως είναι το εσωτερικό του. H αίθουσα συνεδριάσεων του Παλαιού Χρηματιστηρίου (διαστάσεων 17,50X15,50 μ.) είναι κατάφορτη από διακοσμητικά στοιχεία. Παραστάδες και ανοίγματα, βαθμιδωτά και ιεραρχημένα, ιωνικά επίκρανα στο κάτω μέρος της αίθουσας και κορινθιακά στο άνω, διακοσμητικά αετώματα με ανθέμια, μετάλλια στα οποία αποτυπώνεται νόμισμα της εποχής με τη μορφή του Γεωργίου A’ περιστοιχιζόμενα από Ερωτες. Και φυσικά τις Καρυάτιδες να επιθεωρούν ανά ζεύγη και από ψηλά τον χώρο. Οπως έπραττε κάποτε και ο επόπτης, ο οποίος παρακολουθούσε την εύρυθμη λειτουργία των συνεδριάσεων από τον εξώστη, που βρίσκεται σε ύψος περίπου πέντε μέτρων από το δάπεδο, στο κέντρο της καμπύλης πλευράς της αίθουσας.
H παράσταση του Κερδώου Ερμή, πανταχού παρούσα, δηλώνει σαφώς ότι οι σκοποί που υπηρετούνταν στον ναό αυτόν του χρήματος είχαν από αρχαιοτάτων χρόνων την υψηλή, θεϊκή προστασία. Από το ομφάλιο της ζωγραφισμένης οροφής έτσι ο Ερμής παρακολουθεί τα τεκταινόμενα, ενώ το σύμβολό του, το ραβδί, επαναλαμβάνεται στην περιμετρική διακόσμηση. Το ωραιότατο, ορειχάλκινο άγαλμά του, όμως, που κάποτε ήταν τοποθετημένο επάνω από την έδρα του κυβερνητικού επόπτη, κοσμεί σήμερα, ως σύμβολο του χρηματιστηριακού θεσμού, τον προθάλαμο των γραφείων διοίκησης του Χρηματιστηρίου στην οδό Σοφοκλέους.
H Αθήνα αλλάζει
Τρεις είναι οι βασικές φάσεις του κτιρίου, του οποίου πάντως ο αρχιτέκτονας παραμένει άγνωστος, όπως τις διακρίνει σήμερα ο κ. Κίζης. H πρώτη με την οικοδόμησή του σε μια λιτή μορφή, η δεύτερη, περίπου πέντε χρόνια αργότερα, όταν ένα δεύτερο χέρι τα άλλαξε όλα προσθέτοντας πλήθος στολίδια και έναν βαρύ, ζωγραφικό διάκοσμο που έδωσαν μια μπαρόκ αισθητική στον χώρο – άλλος καλλιτέχνης έκανε τις τοιχογραφίες και άλλος την οροφογραφία, διευκρινίζει πάντως ο αρχιτέκτονας -, ενώ σε μια τρίτη φάση έγινε η διαμόρφωση της στοάς. Εν τω μεταξύ όμως είχε συντελεσθεί ήδη από τον 19ο αιώνα η μεγάλη αλλαγή της περιοχής, όταν διαμορφώθηκε ο ρυμοτομικός ιστός του κέντρου της Αθήνας και ολοκληρώθηκε η οικοδομική γραμμή της οδού Σοφοκλέους. Γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί το κτίριο μέσα σε μια αυλή έχοντας χάσει τον αρχικό προσανατολισμό του προς τη Σοφοκλέους και με την ανάγκη πλέον μιας νέας εισόδου προς την Πεσμαζόγλου. Φυσικά όμως υπάρχει και μια τέταρτη φάση, αυτή στην οποία περιέπεσε το κτίριο με την αλλαγή της χρήσης του.
Φέτα και γραβιέρα στο ισόγειο και τόπια υφασμάτων στο πατάρι που εν τω μεταξύ είχε δημιουργηθεί στο κτίριο το είχαν μεταβάλει από τη δεκαετία του 1950 σε σουπερμάρκετ το οποίο εξυπηρετούσε τον συνεταιρισμό των υπαλλήλων των τραπεζών Εθνική και Κτηματική. Ενα νεότερο κτίσμα όπου στεγαζόταν το μικροβιολογικό εργαστήριο της Εθνικής είχε προσαρτηθεί εξωτερικά στο κτίριο, η στοά είχε χάσει κάθε αρχιτεκτονικό στοιχείο της και αντίθετα είχε αποκτήσει ένα δάσος καλωδίων της ΔΕΗ και του ΟΤΕ, ενώ οι πίσω όψεις των γύρω πολυκατοικιών είχαν πλησιάσει απειλητικά. (Ενα τεράστιο, ζωγραφισμένο πανό καλύπτει σήμερα το πλέον αντιαισθητικό τμήμα αυτών των όψεων.)
Βλάβες και καταστροφές
Οι δύο κατακόρυφες ρωγμές λοιπόν στους τοίχους, κάποιες μικροκαθιζήσεις στα δάπεδα και οι φθορές της στέγης δεν ήταν τίποτε μπροστά στην ουσιαστική, «ανθρωπογόνο» βλάβη, όπως τη χαρακτηρίζει ο κ. Κίζης. Με τον συνεργάτη του, αρχιτέκτονα κ. Μανώλη Βουρνούς, παρουσιάζουν την κατάσταση στην οποία παρέλαβαν το κτίριο τον Δεκέμβριο του 1996 προκειμένου να συντάξουν τη μελέτη αποκατάστασής του: τα εξωτερικά επιχρίσματα ετοιμόρροπα και ο γύψινος διάκοσμος διαβρωμένος, ολόκληρο το εσωτερικό επιχρωματισμένο με υδρόχρωμα που είχε καλύψει τον ζωγραφικό διάκοσμο και σε πολλά σημεία τον είχε καταστρέψει, η τοποθέτηση του παταριού είχε προκαλέσει φθορές στους τοίχους, τα δάπεδα ήταν κατεστραμμένα, η ξύλινη εσωτερική σκάλα παρουσίαζε σήψη και η υγρασία είχε πλήξει την οροφή αφού γινόταν εισροή νερού εξαιτίας των σπασμένων κεραμιδιών. Σε ιδιαίτερα κακή κατάσταση ήταν και τα δύο προσκτίσματα στα ανατολικά της κύριας αίθουσας αλλά και η στοά πρόσβασης.
H ιστορία ενός κτιρίου
Την 1η Νοεμβρίου 1891 λειτούργησε για πρώτη φορά ως Χρηματιστήριο το κτίριο της οδού Πεσμαζόγλου βρίσκοντας εκεί την τέταρτη κατά σειρά στέγη από την ίδρυσή του, στις 30 Σεπτεμβρίου 1876. Ιδιοκτήτης του ήταν αρχικά ο Κωνσταντίνος Βούλτσος, από τον οποίο θέλησε να το αγοράσει το 1904 η Επιτροπή του Χρηματιστηρίου – συμφώνησε μάλιστα μαζί του το ποσόν της αγοράς σε 55.000 δρχ. -, κάτι ωστόσο που δεν έγινε λόγω της αδυναμίας του να προσκομίσει τίτλους ιδιοκτησίας. Το καλοκαίρι του 1905 το κτίριο περιήλθε στην κυριότητα του Αλεξάνδρου Σούτσου, στον οποίο το Χρηματιστήριο κατέβαλλε μηνιαίο μίσθωμα ύψους 550 δρχ. Νέες προσπάθειες αγοράς του το 1908 απέβησαν άκαρπες εξαιτίας του υψηλού ποσού που απαιτούσε ο ιδιοκτήτης (100.000 δρχ.) και εν τέλει το κτίριο πέρασε το φθινόπωρο του 1918 στην ασφαλιστική εταιρεία Πρόνοια.
Με την πάροδο των ετών όμως και λόγω της αύξησης των μελών του Χρηματιστηρίου, που συνωστίζονταν ασφυκτικά στον χώρο, το κτίριο θεωρήθηκε ακατάλληλο. Από το 1920 έτσι άρχισε να μεθοδεύεται η ανέγερση ιδιόκτητου κτιρίου στη Σοφοκλέους 10, όπου και μεταφέρθηκαν οι εργασίες του Χρηματιστηρίου από τις 19 Δεκεμβρίου 1934. Εκτοτε αρχίζει και η απαξίωση του παλαιού κτιρίου με μετασκευές που επέφεραν σοβαρές βλάβες κυρίως στον διάκοσμό του. Αποκορύφωση ήταν η μετατροπή του σε χώρο πώλησης τροφίμων του συνεταιρισμού των υπαλλήλων της Εθνικής και της Κτηματικής (δεκαετία του ’50), λειτουργία που καταργήθηκε το 1977, όταν ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις με την Εθνική Τράπεζα περιήλθε στην κυριότητα του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, αν και τελικώς η παραλαβή του έγινε τον Αύγουστο του 2000.
Το χρονικό της επέμβασης
«Στόχος μας ήταν η αποκατάσταση της αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας αυτού του μνημειακού κτιρίου και η απόδοσή του σε σύγχρονη χρήση» λέει ο κ. Κίζης, ο οποίος σεβάστηκε όλες τις φάσεις της κατασκευής του. Για τις εργασίες λοιπόν στο μνημείο χρησιμοποιήθηκε κυρίως το αυθεντικό υλικό ή όπου αυτό ήταν αδύνατον πιστά αντίγραφά του, επισκευάστηκε η ιδιάζουσα ξύλινη στέγη και ανακαινίστηκαν τα εξωτερικά επιχρίσματα, συντηρήθηκε και αποκαταστάθηκε ο εσωτερικός πλαστικός και ζωγραφικός διάκοσμος, ενώ η επιβλητική πόρτα του παρέμεινε η ίδια αφού συντηρήθηκε. Πέραν αυτών εντάχθηκαν στο κτίριο και οι απαραίτητες για τη λειτουργία του σύγχρονες ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις, ενώ οι επεμβάσεις περιέλαβαν την αυλή με τα προσκτίσματα και τη στοά. Μια νέα είσοδος σχεδιάστηκε εξάλλου για το κτίριο μέσω των προσκτισμάτων του ώστε ο επισκέπτης να διέρχεται πρώτα από τους χώρους ελέγχου και βεστιαρίων.
Με τη συνοδεία του προϊσταμένου του Τμήματος Υποστήριξης Τεχνικών Εγκαταστάσεων του Χρηματιστηρίου κ. Παναγιώτη Κουρμούλη και της υπεύθυνης μάρκετινγκ κυρίας Παναγιώτας Μπαβέλη η επίσκεψη στο κτίριο επεκτείνεται στο υπόγειό του, όπου ένα από τα πολλά πηγάδια του κέντρου της Αθήνας – πολύτιμο κάποτε – έχει ακόμη και τώρα εξίμισι μέτρα νερό, αλλά και στην καταπακτή, που κατά τη διάρκεια της Κατοχής οδηγούσε από τον δρόμο στο εσωτερικό του κτιρίου στο οποίο λειτουργούσε παράνομο τυπογραφείο της Αντίστασης. Ενας παλιός ασύρματος αυτής της εποχής αλλά και ένα δέμα με φύλλα του «Ριζοσπάστη» των αρχών του 20ού αιώνα βρέθηκαν εξάλλου κατά τις εργασίες αποκατάστασης του κτιρίου. H ιστορία δηλώνει την παρουσία της σε κάθε στιγμή.