Ο άνθρωπος που σχεδίασε μια άλλη Αθήνα



Ηταν ο αυταρχικός μυστικοσύμβουλος του παλατιού, ο διπλωμάτης και αυλικός που ήρθε στην Ελλάδα με μια συγκεκριμένη αποστολή: να αναμορφώσει τα πολεοδομικά σχέδια της νέας Αθήνας και να χτίσει τα ανάκτορα του βασιλιά υπακούοντας στις απολυταρχικές αντιλήψεις της παιδείας και της εποχής του; ή μήπως υπήρξε ο πραγματιστής πολιτικός, ματαιόδοξος μεν και υπερόπτης, φιλέλλην όμως και πρωτοπόρος της ελληνικής αρχαιολογίας;


Ενάμιση και πλέον αιώνα μετά το ένα και μοναδικό ταξίδι τού Λέο φον Κλέντσε το καλοκαίρι του 1834 στην Ελλάδα, όπου έφθασε ως απεσταλμένος του βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’ με την υψηλή αποστολή του συμβούλου του νεαρού Οθωνα, οι απόψεις για την προσωπικότητα του ισχυρού ανδρός της βαυαρικής αυλής, ενός αρχιτέκτονα που άφησε έντονη τη σφραγίδα του στην κεντροευρωπαϊκή αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των πόλεων του 19ου αιώνα, ακόμη διίστανται.


Το ταξίδι στην Ελλάδα


«Ο Λέο φον Κλέντσε ήρθε στην Ελλάδα θεωρώντας τον εαυτό του τον αδιαμφισβήτητο από μηχανής θεό ο οποίος με τη δεξιότητα, τις ειδικές γνώσεις και την αυθεντία του θα έλυνε τον γόρδιο δεσμό τόσο των πολιτικών δολοπλοκιών όσο και των καλλιτεχνικών προβλημάτων. Απεδείχθη όμως πέραν αυτών ένας φιλέλληνας με ήθος και όραμα που συνδέθηκε με την πατρίδα μας όχι μόνο ιδεατά αλλά και έμπρακτα» λέει σήμερα ο αρχιτέκτων και πολεοδόμος καθηγητής κ. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς μιλώντας γι’ αυτή την αμφιλεγόμενη για τους Ελληνες προσωπικότητα. Και αυτή η επανατοποθέτηση απέναντι σε έναν εμπνευσμένο δημιουργό «όχι μονοσήμαντα δοξαστική ή καταδικαστική», όπως αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του «Ο Leo von Klenze στην Ελλάδα» (εκδόσεις Οδυσσέας) που μόλις εκδόθηκε, αποτελεί μια σύγχρονη κατάθεση, ελευθερωμένη από προκαταλήψεις. Είναι η ίδια άποψη την οποία υποστήριξε άλλωστε ο καθηγητής στη διάλεξή του που δόθηκε μπροστά στο αθηναϊκό κοινό την περασμένη Τρίτη στο Ινστιτούτο Γκαίτε, κλείνοντας τον κύκλο των εκδηλώσεων για τα 125 χρόνια του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα.


Ποιος ήταν λοιπόν ο Λέο φον Κλέντσε; Αρχιτέκτων και ζωγράφος, διανοητής του κλασικισμού, ο Λέο φον Κλέντσε (1784-1864) έφθασε στην Ελλάδα όταν ακόμη η πρωτεύουσά της βρισκόταν στο Ναύπλιο. Ο χαρακτήρας των υπηρεσιακών καθηκόντων του διττός: πολιτικός και καλλιτεχνικός.


Είχε εντολή να επεξεργασθεί το σχέδιο ανέγερσης των ανακτόρων «πλησίον των αρχαίων Αθηνών», ενώ ταυτόχρονα μετέφερε το μήνυμα του Λουδοβίκου προς τους Μάουρερ και Φον Αμπελ για ανάκληση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί στο πλαίσιο της Αντιβασιλείας.


Το ταξίδι του Φον Κλέντσε στην Ελλάδα διήρκεσε τρεις μήνες αλλά στην Αθήνα παρέμεινε μόνο έναν μήνα, από τις 14 Αυγούστου ως τις 15 Σεπτεμβρίου. Σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα όμως κατόρθωσε να εκμεταλλευθεί τον χρόνο του όσο καλύτερα μπορούσε, όπως επισημαίνει ο κ. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς: «Επισκέπτεται αρχαιολογικούς και ιστορικούς τόπους, συναντά υψηλούς αξιωματούχους και απλούς ανθρώπους του λαού, προσπαθεί να οργανώσει την κρατική μέριμνα για τα μνημεία, καταγράφει σχεδιαστικά τις οπτικές του εντυπώσεις και τον απασχολούν θεωρητικά ζητήματα σχετικά με την αρχαία τέχνη».


Η θέση των ανακτόρων


Το σχέδιο της νέας πόλης των Αθηνών, δημιούργημα των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, εγκεκριμένο ήδη πριν από έναν χρόνο, θα δεσμεύσει ωστόσο τον Φον Κλέντσε καθώς γνωρίζει εκ πείρας ότι κάθε απόπειρα σύνταξης νέου πολεοδομικού σχεδίου είναι πλέον αδύνατη. Εκεί όμως όπου δεν επιδέχεται αντίρρηση είναι σαφώς το ζήτημα των ανακτόρων. Και εδώ οι δύο νεαροί αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ έχουν προηγηθεί χωροθετώντας τα από το 1833 στην πλατεία Ομονοίας με θέα προς την Ακρόπολη. Παράλληλα έχει υπάρξει και το εντελώς ανεδαφικό σχέδιο ενός άλλου διάσημου αρχιτέκτονα της εποχής, του Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ, ο οποίος οραματίστηκε τα ανάκτορα πάνω στην Ακρόπολη, χωρίς να την έχει δει ποτέ από κοντά.


Ο Λέο φον Κλέντσε θα θεωρήσει το σχέδιο του Σίνκελ ένα «γοητευτικό όνειρο θερινής νυκτός ενός μεγάλου αρχιτέκτονα», τοποθετείται όμως αρνητικά και απέναντι στα σχέδια των δύο αρχιτεκτόνων. «Ο Κλεάνθης και ο Σάουμπερτ προτείνουν μια διαλεκτική σχέση των ανακτόρων με την Ακρόπολη, ο Φον Κλέντσε όμως θέλει να πάρει τον βασιλιά από το κέντρο της πόλης και να τον πάει στην ωραία θέση του Λόφου των Νυμφών με την ανοιχτή θέα προς τη θάλασσα, αλλά και σε απόσταση από τον λαό, εκφράζοντας έτσι τις απολυταρχικές ιδέες της εποχής του» λέει ο κ. Παπαγεωργίου-Βενετάς.


Πρόκειται ωστόσο για ένα σχέδιο που επίσης δεν θα πραγματοποιηθεί. Το κόστος του άλλωστε ήταν τεράστιο αφού θα απαιτούσε περί τα 20 εκατ. χρυσές δραχμές ­ σχεδόν 20 δισ. δρχ. σήμερα ­, δηλαδή το 1/3 του δανείου των Μεγάλων Δυνάμεων προς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ετσι, όταν το 1935 ο Λουδοβίκος φθάνει στην Αθήνα, αναθέτει στον Γκέρτνερ να δώσει τη λύση και εκείνος τοποθετεί τα ανάκτορα στη θέση όπου τελικώς χτίστηκαν. Παρ’ όλα αυτά, η περίπτωση του Λέο φον Κλέντσε υπήρξε μοναδική αφού ήταν η πρώτη φορά που λόγω βασιλικής εύνοιας ο σχεδιασμός μιας ολόκληρης πόλης ανατέθηκε σε έναν άνθρωπο. Κάτι ωστόσο που ο Κλέντσε δεν εκμεταλλεύτηκε απογοητεύοντας τους μελετητές του.


Ο χαρακτήρας της πόλης


Η πρόταση έτσι που τελικώς εξέφρασε ο Φον Κλέντσε για την πρωτεύουσα της Ελλάδας ήταν μια λύση καθαρά συμβιβαστική, όπως επισημαίνει ο κ. Παπαγεωργίου-Βενετάς. «Αποτελεί στην ουσία μια απόπειρα προσαρμογής του σχεδίου των Κλεάνθη και Σάουμπερτ στην πολιτική και οικονομική πραγματικότητα του νέου κράτους» λέει. «Γιατί ο Κλέντσε υιοθετεί μεν τις βασικές κατευθύνσεις του σχεδίου τους, μειώνει όμως την έκταση των δημόσιων χώρων καθώς και ολόκληρη την περιοχή επέκτασης της πόλης, ενώ αλλάζει την πυκνότητα και το σύστημα δόμησης προτείνοντας τη συνεχή δόμηση που κατά τη γνώμη του ανταποκρίνεται στον χαρακτήρα της μεσογειακής πόλης».


Με σημαντικό αρχιτεκτονικό έργο στην Ελλάδα και στη Γερμανία, όπου έζησε για πολλά χρόνια, διδάκτωρ άλλωστε του Πανεπιστημίου του Βερολίνου από το 1970, ο κ. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς είναι αντεπιστέλλον μέλος της Γερμανικής Ακαδημίας Πολεοδομίας και Χωροταξίας από το 1987 και επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1998. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μελέτη της νεότερης πολεοδομικής και πολιτιστικής ιστορίας της Αθήνας ερευνώντας το ανέκδοτο αρχειακό υλικό που βρίσκεται κυρίως στο Μόναχο και αναφέρεται στην ίδρυση της νέας πόλης. Αποτέλεσμα, μια σειρά βιβλίων, όπως η μονογραφία για τον Εδουάρδο Σάουμπερτ και η πρώτη στην Ελλάδα πραγματεία για τον Φον Κλέντσε, τα οποία συμβάλλουν αποφασιστικά στη γνώση των σχεδίων για την ανασύσταση της Αθήνας μέσα από τους σωρούς των ερειπίων.


Η προστασία των αρχαιοτήτων


Ο Λέο φον Κλέντσε δεν είδε τελικώς τα ανάκτορα χτισμένα στον Λόφο των Νυμφών ­ και πάνω στις αρχαιότητες του Κεραμεικού φυσικά ­ και επίσης δεν κατόρθωσε να χτίσει το Παντεχνείον, που θα ήταν μουσείο και Σχολή Καλών Τεχνών ταυτοχρόνως ούτε και το Μουσείο της Ακρόπολης. Από τις προτάσεις του κρατήθηκε μόνο εκείνη των τριών κτιρίων, της Ακαδημίας, του Πανεπιστημίου και της Βιβλιοθήκης, αν και όχι σε σχήμα Π, όπως αυτός πρότεινε, αλλά σε μετωπική παράθεση, ενώ σε δικά του σχέδια ανεγέρθηκε τελικώς ένα μόνο κτίριο, ο ναός του Αγίου Διονυσίου των Καθολικών στην Πανεπιστημίου, και αυτός με αρκετές εκπτώσεις, κυρίως στον διάκοσμο και χωρίς το καμπαναριό που είχε αρχικά σχεδιαστεί. Η συμβολή του όμως στην προστασία των αρχαιοτήτων υπήρξε η πλέον σημαντική καθώς με την επέμβασή του εξασφαλίζονται οι αναγκαίες πιστώσεις για την έναρξη των αναστηλωτικών εργασιών στην Ακρόπολη, ενώ χάρη σε αυτόν αλλά και στον Λούντβιχ Ρος εγκρίνεται η αποστρατοποίηση της Ακρόπολης με τη διαβεβαίωση ότι ποτέ πια δεν θα χρησιμοποιηθεί ως φρούριο.


Η Αθήνα βεβαίως δεν ακολούθησε απολύτως κανένα από τα σχέδια που εκπόνησαν οι προς τούτο κληθέντες ειδικοί. Ο κ. Παπαγεωργίου-Βενετάς ωστόσο δεν είναι απαισιόδοξος σήμερα για το μέλλον της. «Ισως γιατί δεν έχει περιθώρια να μεγαλώσει πλέον άλλο» λέει θεωρώντας παράλληλα θετικό το έργο της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων, με το οποίο και ο ίδιος ασχολείται ως σύμβουλος της ομάδας πεζοδρόμησης της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. «Ενοποιείται η καρδιά του αρχαιολογικού χώρου και αυτό είναι το σημαντικό» λέει. «Τα υπόλοιπα θα έρθουν σιγά σιγά. Γιατί απαιτείται χρόνος προκειμένου να αφομοιώσει τόσες αλλαγές μια κοινωνία τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων».