Δεν θεωρώ τον Τσιτσάνη άλφα άλφα
Ο Κώστας Βίρβος θα μπορούσε να είναι ένας ήρωας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Γιατί είναι «ο άνθρωπος όστις κατόρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμή έν όνειρον…». Το όνειρο που συνέλαβε από παιδί με τα δυο του χέρια ο Κώστας Βίρβος ήταν η στιχουργική. Μια στιχουργική παράξενη, άλλοτε ακραιφνώς λαϊκή, άλλοτε έντεχνη, άλλοτε σατιρική, μα πάντοτε ανθρώπινη. Μερικές φορές οι στίχοι του, όπως στην «Καταχνιά», μας συγκινούν μέχρι δακρύων. Και «επειδή τα δάκρυα είναι και αυτά πατρίδα που δεν χάνεται» λογαριάζω τον Κώστα Βίρβο ως έναν αληθινό πατριώτη. Τι παράξενο! Αυτός ο άνθρωπος υπήρξε για 35 ολόκληρα χρόνια υπάλληλος στα κρατικά λαχεία. Στη ζωή του όμως τίποτε δεν υπήρξε τυχαίο… Εχοντας θαυμάσει το αριστουργηματικό έργο του Γιάννη Μαρκόπουλου «Θεσσαλικός κύκλος», όπου λάμπουν οι εξαίρετες φωνές της Βίκυς Μοσχολιού, του Λάκη Χαλκιά, της Λιζέτας Νικολάου και του αξέχαστου πρίγκιπα της ελληνικής ροκ Παύλου Σιδηρόπουλου, λογαριάζω και δεν πέφτω έξω ότι το αληθινό επάγγελμα του Κώστα Βίρβου είναι παραμυθάς! Ενας άνθρωπος που φτιάχνει και διηγείται όμορφα παραμύθια.
Με τον Κώστα Βίρβο «πάλεψαν» σημαντικοί συνθέτες. Ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος, ο Λεοντής, ο Πλέσσας, ο Καλδάρας και πόσοι άλλοι. Κυριάρχησε η συνεργασία του με τον Βασίλη Τσιτσάνη που σφράγισε και μια φιλία πάνω από τρεις δεκαετίες. Ο Βίρβος σαν άνθρωπος έζησε όλα τα μεγάλα γεγονότα από την Κατοχή ως τη χούντα και τη Μεταπολίτευση. Ο Θεοδωράκης τον θεωρεί έντεχνο και ως απόδειξη φέρνει το νανούρισμα «Κοιμήσου, αγγελούδι μου» που βρίσκεται στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού». Στα όρια του έντεχνου και του λαϊκού είναι και η περίφημη «Καταχνιά» που μελοποίησε ο Χρήστος Λεοντής, μια μικρή εποποιία για την Κατοχή, την Αντίσταση και την Απελευθέρωση με ερμηνείες υψηλού επιπέδου από τον Στέλιο Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα. Ο Κώστας Βίρβος, που γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1926 στα Τρίκαλα, ζει σήμερα με τη μόνη της ζωής του συντρόφισσα σε ένα όμορφο ρετιρέ στο Παλαιό Φάληρο ανάμεσα σε χρυσούς και πλατινένιους δίσκους ων ουκ έστιν αριθμός.
Ποιος είναι ο γεννήτορας του ρεμπέτικου τραγουδιού;
«Κατ’ αρχήν, είναι λάθος το ρεμπέτικο να το μπερδεύουμε με το μάγκικο. Είναι μεγάλη η διαφορά του μάγκικου από το ρεμπέτικο τραγούδι. Το μάγκικο είναι αργκό».
Ποιοι έγραψαν μάγκικο;
«Υπήρξαν πλείστα όσα παραδείγματα τραγουδιών που έγραψαν ο Μάρκος, ο Μπάτης και άλλοι. Αυτοί έγραψαν μάγκικο ως επί το πλείστον. Διότι δεν μπορώ να χαρακτηρίσω αλλιώς ένα τραγούδι της φυλακής… Και ο «Σακαφλιάς» ακόμη. Ολ’ αυτά είναι μάγκικα τραγούδια».
Τα ρεμπέτικα ποια είναι;
«Τα ρεμπέτικα αρχίζουν και παίρνουν άλλη μορφή. Αποβάλλουν σιγά σιγά τις μάγκικες λέξεις, πρώτα διά του Τσιτσάνη και του Μάρκου, σε πολλά τραγούδια γλυκαίνουν τη μουσική, χωρίς να μπορώ να πω ότι την εξευρωπαΐζουν. Η «Αχάριστη», το «Δεν σε ξεχνώ», το «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου» του Μπαγιαντέρα και άλλα τρία τέσσερα τραγούδια, το «Χατζηκυριάκειο», η «Φραγκοσυριανή»… Αυτά είναι ρεμπέτικα τραγούδια, δεν είναι μάγκικα».
Και ποιους θεωρείτε γεννήτορες του ρεμπέτικου τραγουδιού αυτής της εποχής; Ποιος ή ποιοι δημιουργοί θεωρείται ότι το στήριξαν στο ξεκίνημά του;
«Δεν υπάρχει κάποιος που να θεωρείται κυρίαρχος».
Ο Βαμβακάρης δεν ήταν κυρίαρχος;
«Αργότερα, το 1930… Μην τα μπερδεύουμε».
Εσείς από τους τρεις δημιουργούς Μπάτη, Μάρκο και Αρτέμη ποιον θεωρείτε τον πιο σημαντικό;
«Ε… τον Μάρκο».
Γιατί;
«Γιατί είναι αυτός που αλλάζει πράγματα στο ρεμπέτικο. Ή μάλλον στο μάγκικο. Παίρνει το μάγκικο και το αλλάζει. Το κάνει μάγκικο-ρεμπέτικο, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Του βάζει στοιχεία και το κάνει πιο πλούσιο, σε στίχο και σε μουσική. Εγραφε ο ίδιος και τους στίχους και τις μουσικές. Μπορώ να σας πω ότι ανέτρεχε στα στιχάκια που υπήρχαν παλιά γραμμένα πίσω από τα ημερολόγια. «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου» ήταν γραμμένο στο πίσω μέρος από ένα χαρτάκι στο ημερολόγιο».
Εσείς πιστεύετε ότι ο Μάρκος ήταν καλός στιχουργός;
«Ναι. Ηταν και αξιόλογος σατιρικός».
Νομίζω ότι και εσείς έχετε τέτοια φλέβα.
«Συ είπας…». (γέλια)
Ναι, το πιστεύω. Και από τους νεότερους την έχει ο Μαχαιρίτσας.
«Το πιστεύω και εγώ ότι έχω μεγάλη φλέβα σατιρική. Εχω γράψει τραγούδια που μιλούν για θέματα όπως η γραφειοκρατία και άλλα… πολλά».
Πέρα από την επικαιρική καταγραφή και την ανάγκη να εκφραστούν, έχει κανείς από αυτούς τους ανθρώπους που περιγράφετε την αίσθηση ενός ιστορικού χρέους;
«Οχι. Νομίζω ότι ο πρώτος που εμφανίζεται να έχει την αίσθηση ενός ιστορικού χρέους είναι ο Βασίλης».
Ποιες πιστεύετε ότι υπήρξαν οι πρώτες μουσικές καταβολές του Τσιτσάνη;
«Κοιτάξτε να δείτε, όλα αυτά τα αναφέρω μέσα στο βιβλίο. Είναι έτοιμο το βιβλίο».
Και γιατί δεν το παραδίδετε;
«Γιατί πρέπει πρώτα να εξαντληθούν τα άλλα που έχουνε βγει».
Εγώ νομίζω ότι ανάμεσα σε όλα που κυκλοφορούν θα ξεχωρίσει αμέσως το δικό σας.
«Θα ξεχωρίσει, αλλά είμαι και λίγο σκληρός σε ορισμένα πράγματα. Ας πούμε εγώ τον Τσιτσάνη, δεν τον θεωρώ τον άλφα άλφα στιχουργό. Γιατί και αυτός και η οικογένειά του, που κληρονόμησε τα δικαιώματα από τη δουλειά του, τον θέλουνε σώνει και καλά να είναι ο πρώτος. Δεν είναι, πώς να το κάνουμε; Είναι κακό πράγμα η αγιοποίηση».
Εσείς ποιον θεωρείτε τον άλφα άλφα στιχουργό στον χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού;
«Νομίζω τον Τσάντα, παρ’ όλο που ο Τσάντας είναι παραγνωρισμένος. Τσάντας ο «Λόγιας», έτσι ήταν το παρατσούκλι του. Ο άνθρωπος αυτός είχε μια τσάντα και είχε μέσα εκεί καμιά τρακοσαριά τραγούδια. Οπου καθόταν, στο καφενείο, είχε μονίμως ένα τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη του και έγραφε τραγούδια. Και μετά… παπ, τα ‘βαζε στην τσάντα. Προτού εμφανιστούμε εμείς, οι άλλοι τρεις η Παπαγιαννοπούλου, εγώ και ο Κολοκοτρώνης. Η ιστορία των επαγγελματιών στιχουργών στην Ελλάδα έχει ως εξής: πρώτος ο Νίκος Μάθεσης ή αλλιώς «Τρελάκιας»».
Και ύστερα από εσάς; Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος;
«Αξιολογότατος. Εμφανίστηκαν και κάποιοι άλλοι… Αλλά εγώ με τον Λευτέρη που τον αγαπώ έχουμε τσακωθεί τώρα, γιατί ο ίδιος έχει τη μανία να θεωρεί τον εαυτό του λαϊκότερο των λαϊκών. Δεν είναι όμως…».
Εσείς πώς θα τον χαρακτηρίζατε;
«Εντεχνο».
Να ξαναγυρίσουμε όμως λιγάκι στην αρχή. Ως έναν βαθμό με ξαφνιάζετε λέγοντας ότι ο Τσιτσάνης δεν είναι άλφα άλφα στιχουργός. Το ξέρετε όμως και εσείς πολύ καλά ότι έχει γράψει καταπληκτικά τραγούδια.
«Αν είναι δικά του…».
Μα είναι δυνατόν όλ’ αυτά να μην είναι δικά του;
«Οταν λέτε «έχει γράψει πολύ ωραία τραγούδια» το γενικεύετε. Αν λέγατε «και πολύ ωραία τραγούδια» θα συμφωνούσα μαζί σας».
Αν έχει γράψει εξακόσια με επτακόσια τραγούδια, όπως υποστηρίζει η οικογένειά του…
«Η οικογένεια λέει πεντακόσια. Εγώ λέω ότι είναι οχτακόσια όλα όλα».
Απ’ αυτά εσείς πόσα θα θεωρούσατε δικά του;
«Της πρώτης περιόδου τα τραγούδια, ως το 1940, όλα…».
Από πότε και μετά πιστεύετε ότι αρχίζει να παίρνει άλλα τραγούδια; Και γιατί να το κάνει; Τι κίνητρο είχε να παίρνει άλλα τραγούδια αφού μπορούσε να γράφει ο ίδιος;
«Γιατί ο Τσιτσάνης ήξερε να κρίνει ποιο τραγούδι είναι καλό και ποιο δεν είναι, ποιο είχε προοπτική και ποιο δεν είχε… Και όταν έβλεπε ένα τέτοιο τραγούδι, το άρπαζε γραμμή».
Υποθέτετε, δηλαδή, ότι μερικά από τα αριστουργήματά του δεν είναι δικά του;
«Δεν είναι».
Μπορεί, δηλαδή, να είναι και αγνώστων, οι οποίοι ποτέ δεν τα διεκδίκησαν, ή ξέρουμε ποιοι τα έχουν γράψει;
«Οχι, ξέρουμε».
Αυτό εσείς έχετε σκοπό να το αποκαταστήσετε ιστορικά;
«Ε, μερικά θα τα γράψω. Δεν πρέπει να αφήσω τον Τσάκαλο εγώ να τον πετάξουν πέρα…».
Μπορείτε να μου πείτε ενδεικτικά ένα τραγούδι, το οποίο να ανήκει σε άλλον και να θεωρείται του Τσιτσάνη;
«Το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα»».
Αυτό όντως είναι σημαντικό τραγούδι και θεωρείται του Τσιτσάνη. Εσείς σε ποιον λέτε ότι ανήκουν οι στίχοι;
«Το τραγούδι αυτό είναι του Τσάκαλου».
Τι εστί Τσάκαλος;
«Γιώργος Τσάκαλος, θεατρικός συγγραφέας, σεμνός, αθόρυβος και παράμερος. Αξιόλογος άνθρωπος».
Είχε δώσει κι άλλα τραγούδια στον Τσιτσάνη;
«Πολλά. Εκατό, από τα οποία γύρω στα τριάντα πέντε είναι γραμμένα στις καρτέλες της ΑΕΠΙ. Και του τα ‘δωσε. Και εμφανίζονται αυτά με την υπογραφή του Τσιτσάνη. Αυτό ήταν και το μόνο τρωτό σημείο του Βασίλη».
Γιατί όμως; Ηταν παραδόπιστος;
«Οχι. Ισα ίσα».
Ο Τσάκαλος ζει;
«Ζει. Είναι μικρότερος από μένα. Μου λέει: «Δεν μπορώ, Κώστα μου… Ο Τσιτσάνης ήταν ο μόνος άνθρωπος που ήρθε στο νοσοκομείο να με δει όταν ήμουν βαριά άρρωστος και με ενίσχυσε και οικονομικά…». Αυτά μου τα ‘χε πει εμένα προσωπικά. Αμφιβάλλω αν τα ‘χει πει σε άλλους».
Κατά τη γνώμη σας μειώνει το έργο του Τσιτσάνη το γεγονός ότι μπορεί μερικά μεγάλα τραγούδια να μην του ανήκουν;
«Οχι δα. Ισα ίσα που εγώ πιστεύω ότι ενισχύεται το έργο του, γίνεται πιο προοδευτικό. Δεν μπορείς όμως να τα ‘χεις όλα… Για στάσου… Δεν είναι και φυσιολογικό, δηλαδή».
Ως μουσικό πώς τον κρίνετε;
«Δεν υπάρχει δεύτερος στον κόσμο».
Δηλαδή, στο λεγόμενο «λαϊκό» τραγούδι των τελευταίων 100 χρόνων πιστεύετε ότι ο Τσιτσάνης διεκδικεί αδιαφιλονίκητα την κορυφή;
«Από το 1936 και μετά που εμφανίστηκε, ναι. Είναι κορυφή. Είναι βέβαια και εκείνος ο Νικολόπουλος, αλλά δεν έχει την ευστροφία του Τσιτσάνη…».
Τόσο καλός είναι ο Νικολόπουλος;
«Για μένα είναι, αλλά δεν έχει την ευστροφία του Τσιτσάνη, δεν έχει προοπτικές, δεν βλέπει μακρύτερα».
Τι είναι αυτό που έκανε ο Τσιτσάνης και πήρε το τραγούδι και από μάγκικο το μετέτρεπε σ’ αυτό που ονομάζουμε σήμερα λαϊκό τραγούδι;
«Στην αρχή άρχισε με καντάδες, την «Αρχόντισσα», την «Αχάριστη» και άλλα τραγούδια που άρεσαν πολύ στον κόσμο. Μετά την Κατοχή τον βοήθησε πολύ ο Χατζιδάκις, ο οποίος τον λάτρευε. Ο Τσιτσάνης σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής έγραφε. Ο Χατζιδάκις λοιπόν τον εισήγαγε, διά της Σπανούδη, στην αριστοκρατία. Η αριστοκρατία αγάπησε τα τραγούδια του Τσιτσάνη και αυτό βοήθησε στο «άπλωμά» του».
Τι άλλες μουσικές επιρροές μπορεί να είχε σε εκείνη την ηλικία ζώντας στα Τρίκαλα;
«Εχω ολόκληρο κεφάλαιο γι’ αυτά, κύριε Λιάνη, στο βιβλίο. Μόλις το τελειώσω θα ασχοληθώ με την «Αρχόντισσα». Είχα διαφωνήσει με τον Τσιτσάνη για την «Αρχόντισσα». Για μένα η «Αρχόντισσα» είναι άλλη».
Υπαρκτό πρόσωπο;
«Υπαρκτό».
Και τι τον οδήγησε τον Τσιτσάνη να γράψει όλο αυτό το θρίλερ περί της «Αρχόντισσας»;
«Θα σας πω. Ο Τσιτσάνης ήξερε καλά πώς να διαφημίζεται. Μεταξύ των άλλων, αν έβγαινε μια φήμη… Πάντως, ούτως ή άλλως, το τραγούδι αυτό είναι ένα αληθινό αριστούργημα».
Κάτι άλλο τώρα: εγώ θεωρώ ότι ο Τσιτσάνης ήταν φύσει προοδευτικός άνθρωπος. Δεν έβλεπα όμως να έχει καημό να υπερασπιστεί τέτοιας μορφής ιδέες.
«Είναι ακριβώς όπως το είπατε».
Αυτό οφειλόταν σε μια έμφυτη δειλία ή σε μια αποστασιοποίηση, η οποία είχε να κάνει με το έργο του;
«Και τα δύο. Ο Τσιτσάνης ήταν φοβητσιάρης ως εκεί που δεν έπαιρνε».
Πάντως ήταν προοδευτικός άνθρωπος, έτσι δεν είναι; Δεν υπήρξε ποτέ ταγμένος από την άλλη πλευρά…
«Οχι, αλλά τους είχε όλους φίλους…».
Με τη δημιουργία του Μουσείου Βασίλη Τσιτσάνη εσείς συμφωνείτε;
«Κοιτάξτε, συμφωνώ με τη δημιουργία του μουσείου, συμφωνώ να είναι μόνος του ο Τσιτσάνης διότι δεν είναι μουσείο εκείνο στα Τρίκαλα, όπως λέτε και εσείς και όπως το έχω πει και εγώ στις δημοτικές αρχές αλλά δεν συμφωνώ με την ιδέα να φτιαχτεί στην Αθήνα».
Για ποιον λόγο;
«Διότι όλα τα μουσεία που δημιουργούνται εις μνήμην μεγάλων ανδρών φτιάχνονται στην πατρίδα τους».
Από τους ερμηνευτές του ποιους θεωρείτε τους πιο σημαντικούς και γιατί;
«Τη Σωτηρία Μπέλλου. Νο. 1.»
Πιο πάνω και από τη Νίνου;
«Η Νίνου ήταν θεατρίνα».
Και παρ’ ότι η Μπέλλου δεν είχε και τόσο καλές σχέσεις με τον Τσιτσάνη προς το τέλος;
«Γιατί, είχε με τη Νίνου καλές σχέσεις;».
Με τη Νίνου είχε και έρωτα σφοδρό…
«Γιατί με την Μπέλλου δεν είχε;».
Είχε και έρωτα με την Μπέλλου; Αυτό είναι κάτι παντελώς άγνωστο σ’ εμένα.
«Σ’ εσάς…».
Σ’ εσάς ήταν γνωστό;
«Τέλος πάντων… ναι».
Το σλόγκαν «θα κάνω ντου, βρε πονηρή» από πού βγήκε;
«Το 1942 βάδιζα στην οδό Αθηνάς και βλέπω ένα μηχανάκι να ακολουθεί ένα γερμανικό αυτοκίνητο, το οποίο είχε κουραμάνες, ψωμάκια. Αυτός ήταν ο σαλταδόρος. Από δίπλα οι τσιλιαδόροι και μόλις έφθασε η κατάλληλη στιγμή του φωνάζουν: «Ντουουου…». Με το «ντου» αρπάζει ο άλλος τη μοτοσικλέτα, ο πεζός, και πέταγε ψωμιά. Κάποια στιγμή άδειασε το αυτοκίνητο και εξαφανίζονται και ο τρεις. Από ‘κεί το άκουσα εγώ το «ντου» εφορμώ, δηλαδή, σαν ταύρος».
Τι τίτλο θα έχει το βιβλίο σας για τον Τσιτσάνη;
«Μάλλον «Ο άγνωστος Τσιτσάνης»».
Τι έγραψε ο Κώστας Βίρβος για την οδό Ελπίδος στην Κατοχή
«Οταν κατέβηκα το 1943 από τα Τρίκαλα στην Αθήνα για να δώσω εξετάσεις σε μια ανωτάτη θεωρητική σχολή, αποφάσισα να δώσω στη Νομική, αλλά δεν ήξερα λέξη λατινικά, και έτσι έδωσα στην Πάντειο και ήρθα έκτος. Εκείνη την περίοδο στα Τρίκαλα είχα ενταχθεί στην ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων). Πήρα λοιπόν μεταγραφή από την ΕΠΟΝ Τρικάλων στην ΕΠΟΝ των Αθηνών. Από εκεί εντάχθηκα στο ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ Σπουδαστών επειδή ήδη φοιτούσα στην Πάντειο. Η ΕΠΟΝ βοηθούσε το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και όλες τις συγγενείς οργανώσεις. Μεταφέραμε προκηρύξεις με καροτσάκια. Από κάτω όπλα και προκηρύξεις και από πάνω λαχανικά…
Τα βράδια γράφαμε συνθήματα στους τοίχους. Σκορπιζόμασταν σε διάφορα σημεία της πόλης, γράφαμε και συναντιόμασταν ξανά στο σημείο που είχαμε ορίσει… Μια βραδιά, γράφοντας στη συμβολή των οδών Αριστομένους και Αγορακρίτου, στην πλατεία Αττικής, με πιάσανε οι χαφιέδες της Ειδικής Αστυνομίας δημιούργημα του Μεταξά που το κράτησαν και οι Γερμανοί.
Με οδήγησαν στον τόπο των βασανιστηρίων που ήταν στην οδό… Ελπίδος, κοντά στο σημείο που με συλλάβανε. Αμέσως μετά με οδήγησαν σε ένα επιταγμένο ξενοδοχείο που το έλεγαν «Κρυστάλ». Τα βασανιστήρια που υπέστην εκεί μέσα δεν περιγράφονται και, φανταστείτε, ήμουν μόλις δεκαέξι και μισό χρονώ. Αφού έφαγα το ξύλο της χρονιάς, άρχισαν ειδικές μεθόδους βασανιστηρίων με φάλαγγα και με έναν βούρδουλα που στις άκρες είχε σφαιρίδια. Ενα χτύπημα με βρήκε στο κεφάλι και έχω ακόμη το σημάδι αυτό, παρόλο που πέρασαν 50 χρόνια. Αρχισα να αιμορραγώ ακατάσχετα. Θυμάμαι ότι επικεφαλής αυτής της βάναυσης ιστορίας ήταν ένας αγιογράφος(!), ο Ευσέβιος Παρθενίου, και ένας άλλος, ο Παναγιωτόπουλος. Οταν με κατέβασαν από τη σκάλα, ο θυρωρός με είδε στα μαύρα χάλια που είχα και τηλεφώνησε στο Πρώτων Βοηθειών. Οπως κατάλαβα εκ των υστέρων, το έκανε για να με προφυλάξει, αφενός, για να περιποιηθούν το τραύμα μου που ήταν μεγάλο και, αφετέρου, για να με καταγράψουν στα βιβλία των ανθρώπων που δέχθηκαν βοήθεια εκείνο το βράδυ… Ηθελε να φανεί ότι ζούσα για να μη με φάνε τη νύχτα, κάτι που κάνανε 15 ημέρες αργότερα σε κάποιον άλλον… Ενθυμούμαι τον γιατρό να μου κόβει τα μαλλιά για να περιποιηθεί το τραύμα μου και εγώ, αστόχαστος νέος, να καμαρώνω και να του λέω: «Γιατρέ, πρόσεξε μη μου χαλάσεις τη χωρίστρα!..». Από αυτά τα μπουντρούμια που σας ανέφερα πέρασαν πολλοί άνθρωποι, αρκετοί εξ αυτών αξιόλογοι και γνωστοί. Ημουν μαζί με έναν συνομήλικό μου και μας όρισαν να κουβαλάμε τα πιάτα του φαγητού που έφερνα κάθε μεσημέρι οι συγγενείς των κρατουμένων. Διαδικασία που εξυπηρετούσε τόσο τους κρατούμενους όσο και το κίνημα, γιατί μέσα στα φαγητά έβαζαν σημειώματα και επικοινωνούσαν…
Στο έργο μου «Καταχνιά» γράφω χαρακτηριστικά: «Μικρά παιδιά μεταφέρουν μεγάλα μυστικά». Εφθασε η παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1944. Μας έβγαλαν την προκαθορισμένη ώρα που ξεκλείδωναν τα κελιά, διασχίζαμε την αυλή και πηγαίναμε να πάρουμε τα φαγητά. Εκείνη την ημέρα είδαμε ασυνήθιστα πολλούς φυλακισμένους στην είσοδο, τους οποίους φύλαγαν Γερμανοί και χαφιέδες… Κάτω στην αυλή είχε κατεβεί ένας γερμανομαθής χαφιές που κοίταζε τους φυλακισμένους με ένα βλέμμα ειρωνικό και πολλά υποσχόμενο… Από ό,τι έμαθα αργότερα, έπρεπε να μαζευτούν εκεί 200 νοματαίοι γιατί τόσους ήθελαν να τουφεκίσουν και αν δεν έφθαναν αυτόν τον αριθμό τότε θα συμπλήρωναν από εμάς…
Κάποια στιγμή ο χαφιές γυρίζει και λέει στους φυλακισμένους: «Μην ανησυχείτε, θα σας πάμε κάπου καλύτερα…». Μέσα από το πλήθος των συγκεντρωμένων αιχμαλώτων ένας λεβέντης από το Αργός που έμαθα αργότερα το όνομά του Λάμπρου τον έλεγαν του αντιμίλησε: «Φτου σου, ψευτοέλληνα, ντροπή σου να ειρωνεύεσαι μελλοθανάτους!». Γιατί οι αιχμάλωτοι είχαν καταλάβει πού θα πήγαιναν. Τους χρωστάω, ίσως, τη δική μου ζωή. Οι δικοί μου προσπαθούσαν, τρέχοντας από ‘δώ και από ‘κεί, παζαρεύανε να με βγάλουνε… Συμφωνήσανε στις 800 λίρες. Τόσα θα έπαιρνε η Πρωτοβάθμια Επιτροπή αν με αθώωνε. Οπερ και εγένετο. Την επομένη με άφησαν ελεύθερο παρά τις αντιδράσεις του γερμανού συνδέσμου που τους έλεγε: «Αυτός μόλις βγει θα πάει στα βουνά και θα σκοτώνει». Εφυγα από την Αθήνα με ένα ταχυδρομικό βαγόνι της γραμμής Αθηνών – Θεσσαλονίκης, χωρίς την ειδική άδεια. Το βαγόνι ήταν κλειδωμένο γιατί μέσα ήταν ΕΑΜίτες ταχυδρομικοί που κουβαλούσαν όπλα και άλλα πράγματα. Εφθασα στα Τρίκαλα και από εκεί στα κοντινά βουνά, οπότε με τοποθέτησαν διαφημιστή του Επαρχιακού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ. Ωσπου να τελειώσει ο πόλεμος άρπαξα μια κακοήθη ελονοσία και όλα όσα άρπαξαν κι οι άλλοι πατριώτες αγωνιστές… Αυτή είναι η ιστορία της αυλής της… Ελπίδος».