Πολλοί πιστεύουν, όχι αδικαιολόγητα, ότι τα μεγάλα μουσεία, με το να εξακολουθούν να αγοράζουν αρχαία «σκοτεινής» προέλευσης, ενθαρρύνουν τους αρχαιοκάπηλους οι οποίοι, με τη σειρά τους, παροτρύνουν τους τυμβωρύχους να συνεχίζουν τις παράνομες ανασκαφές και τη λεηλασία, καταστρέφοντας έτσι και το ιστορικό των έργων που βγαίνουν με αυτόν τον τρόπο στην αγορά, αλλά και την αρχαιολογική έρευνα. Πολλοί αρχαιολόγοι (π.χ., λόρδος Renfrew και ομάδα του Κέιμπριτζ) θεωρούν αυτές τις δοσοληψίες τον μεγαλύτερο εχθρό της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Από την άλλη μεριά, μια άλλη άποψη λέει ότι υπάρχουν και άλλοι επίδοξοι αγοραστές για λεηλατημένα αρχαία. Τα Εμιράτα ξοδεύουν μυθώδη ποσά στην αγορά αρχαίων, ενώ άγνωστοι συλλέκτες πληρώνουν αδρά για έργα που κρύβουν για μεγάλα διαστήματα και άντε μετά να τα βρεις… H Συνθήκη της UNESCO, όπως και πρόσφατοι νόμοι που ποινικοποιούν την αρχαιοκαπηλία σε χώρες με αρχαία, δεν έχουν καταφέρει να εξαλείψουν αυτή την πληγή, που δεν είναι άλλωστε νέα. Οι ιερείς της αρχαίας Αιγύπτου έκοβαν τα χέρια και τα πόδια των τυμβωρύχων αλλά οι τάφοι της Κοιλάδας των Βασιλέων άδειασαν. Τεράστια ποσά παίζονται στην παρανομία και πολλοί είναι έτοιμοι να ρισκάρουν για να κερδίσουν.
ΓΕΝΕΥΗ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ.
Στους αιώνες που πέρασαν στα λάφυρα του πολέμου υπήρχαν και αρχαία και άλλα έργα τέχνης που ακόμη και σήμερα δεν θεωρούνται κλοπιμαία, ενώ οι Γάλλοι, από την άλλη μεριά, επέστρεψαν στη Βενετία τα άλογα του Σαν Μάρκο που είχε στείλει στο Παρίσι ο Ναπολέων στα τέλη του 18ου αι. Σήμερα μπλοκάρονται στα τελωνεία έργα ζωγραφικής κυρίως που έκλεψαν οι ναζιστές, ενώ ακόμη δεν έχει λυθεί το θέμα του θησαυρού της Τροίας που πήρε ο σοβιετικός στρατός από το μπούνκερ όπου τον είχαν κρύψει οι Γερμανοί. Για 50 χρόνια μετά τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ρώσοι δεν έλεγαν λέξη για τον θησαυρό που έκρυβαν σε αποθήκη του Μουσείου Πούσκιν. Σε ποιον ανήκει ο θησαυρός; Στους Ρώσους, στους Γερμανούς στους οποίους τον δώρισε ο Σλήμαν, ή στην Τουρκία από τα σύνορα της οποίας βγήκε παράνομα τον 19ο αιώνα;
Τελευταία βρίσκεται σε έξαρση το θέμα της «προέλευσης» των αρχαίων, που έχει να κάνει με το αν προέρχονται από νόμιμες ή παράνομες ανασκαφές, από γνωστές συλλογές ή συλλογές-μαϊμούδες (γιατί και αυτό συμβαίνει) ή αν εξήχθησαν νόμιμα από τη χώρα καταγωγής τους. Δυσκολίες υπάρχουν ακόμη και όταν τα μουσεία δανείζονται αρχαία για περιοδικές εκθέσεις. Πρέπει να έχουν «καθαρό παρελθόν», γιατί κανένα μουσείο δεν θέλει να το «ξεφωνίσει» ο Τύπος ότι εκθέτει κλεμμένα αρχαία, έστω και δανεικά.
Τον 19ο αιώνα που ιδρύθηκαν τα μεγάλα μουσεία κανείς δεν έψαχνε για την προέλευση. Επίσης ως τις αρχές του 20ού αι. συνηθίζονταν κοινές ανασκαφές μεταξύ των χωρών με αρχαία και ξένων αρχαιολογικών σχολών. Στο τέλος τα ευρήματα μοιράζονταν ανάμεσα στα δύο μέρη και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Σήμερα τέτοιες κοινές ανασκαφές είναι λιγότερες, τα ευρήματα παραμένουν στη χώρα όπου βρέθηκαν και το δικαίωμα δημοσίευσής τους παραχωρείται κατά προτίμηση στους ντόπιους αρχαιολόγους. Τα νέα μέτρα δυσχεραίνουν τις αγοροπωλησίες αρχαίων. Εν τούτοις, ενώ η νομοθεσία γίνεται όλο και πιο σκληρή, οι τιμές ανεβαίνουν κατακόρυφα και η παράνομη αγορά αρχαίων ανθεί. Σε ποιων τα χέρια πάνε τα αρχαία κανείς δεν ξέρει.
H νέα πολιτική
Ο διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης – του Μετ όπως το αποκαλούν οι Αμερικανοί – κ. Φιλίπ ντε Μοντεμπέλο (Philippe de Montebello) μίλησε στο «Βήμα» για όλα αυτά στα νέα γραφεία του Μουσείου που άνοιξαν αυτές τις ημέρες στη Γενεύη. Εδώ, στο κέντρο της Ευρώπης, θα είναι ευκολότερες οι επαφές του αμερικανικού μουσείου με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά μουσεία, με τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς καθώς και με την επιστημονική κοινότητα της Γηραιάς Ηπείρου. H κυρία Mahrukh Tarapor ανέλαβε τη διεύθυνση των Διεθνών Σχέσεων και εγκαταστάθηκε στη Γενεύη διατηρώντας και τη διεύθυνση των Διεθνών Εκθέσεων, ενώ επιβλέπει και τις νέες αίθουσες Ισλαμικής Τέχνης που θα ανοίξουν το 2009 στη Νέα Υόρκη.
Γαλλικής καταγωγής και ευρωπαϊκής παιδείας ο Φιλίπ ντε Μοντεμπέλο βρίσκεται στο τιμόνι του Μετ τα τελευταία 30 χρόνια. Σε αυτές τις δεκαετίες το μουσείο εκσυγχρόνισε την πολιτική του, άνοιξε νέες αίθουσες και παρουσίασε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις που άφησαν ιστορία. Οι εκθέσεις «H Αίγυπτος στην περίοδο των Πυραμίδων», «H τέχνη των πρώτων πόλεων – από τη Μεσόγειο στον Ινδό ποταμό», που κατά τύχη συνέπεσε τις ημέρες της αμερικανικής επίθεσης στο Ιράκ, ή οι δύο βυζαντινές «H Δόξα του Βυζαντίου (843-1261) και η συνέχειά της «Βυζάντιο – Πίστη και Ισχύς (1261-1557)» παραμένουν αλησμόνητες.
Κρατήρας «αγνώστου πατρός»
Οι καιροί όμως αλλάζουν. Μια δίκη που βρίσκεται εν εξελίξει στη Ρώμη, ανάμεσα στο ιταλικό υπουργείο Πολιτισμού και στο Μουσείο Γκετί για την παράνομη απόκτηση αρχαίων, σκιάζει την υπόληψη όχι μόνο του Γκετί αλλά και άλλων μουσείων. Παράλληλα και άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, αρχίζουν να διεκδικούν έργα που πιστεύουν ότι εξήχθησαν παράνομα και μια παλαιότερη διαφορά μεταξύ Ιταλίας και Μετ ήρθε και πάλι στην επιφάνεια. Είναι ο περίφημος κρατήρας του Ευφρονίου που αγοράστηκε το 1971 (μόλις είχε υπογράψει το μουσείο τη Συνθήκη της UNESCO), καθώς και κάπου 20 ελληνιστικά ασημένια σκεύη από τη Μοργκαντίνα. Ο κρατήρας αγοράστηκε τότε από γνωστό έμπορο αρχαιοτήτων, ο οποίος εμπλέκεται και στην υπόθεση Γκετί. H προέλευσή του είχε αποδοθεί σε συλλογή (φευ, μαϊμού) της Βηρυτού.
Στις αρχές Μαρτίου ο κ. Ντε Μοντεμπέλο βρέθηκε στη Ρώμη για διαπραγματεύσεις για την επιστροφή των αρχαίων. Μια έρευνα που έκανε προηγουμένως του άφησε αμφιβολίες για τη νομιμότητα της αγοράς του κρατήρα. Ετσι, παρ’ όλο που και τα ιταλικά στοιχεία διεκδίκησης δεν ήταν ακράδαντα, προχώρησε σε συμφωνία με τους Ιταλούς κάνοντας μια χειρονομία καλής θελήσεως και δεχόμενος την επιστροφή των αρχαίων. Σε αντάλλαγμα, οι Ιταλοί συμφώνησαν στον μακροχρόνιο δανεισμό έργων ανάλογης σημασίας και αισθητικής αξίας. H συμφωνία θεωρήθηκε επιτυχία. Ωστόσο για εκείνον «το θέμα είναι σύνθετο». Λέει: «Ολοι ξέρουμε ότι ο κρατήρας είναι ελληνικό έργο και ότι ο Ευφρόνιος πουλούσε έργα του στο εξωτερικό από το εργαστήριό του στην Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά θεωρείται ιταλική πολιτιστική κληρονομιά… H ιταλική αστυνομία λέει τώρα ότι προέρχεται από τάφο στο Τσερβέτερο. Ο τότε διευθυντής του μουσείου, γιατί δεν ήμουν ακόμη εγώ, τον αγόρασε καλή τη πίστη ως προς την προέλευση».
Το ταξίδι των αγγείων
Γενικά όμως το θέμα προβληματίζει τον κ. Ντε Μοντεμπέλο. «Ας πάρουμε μια άλλη περίπτωση» λέει. «Επειδή ένα έργο έχει ελλιπή προέλευση δεν σημαίνει ότι είναι προϊόν λεηλασίας. Μπορεί να ήταν σε κάποια ιδιωτική συλλογή, να είχε αγοραστεί από κάποιον άγγλο περιηγητή, να βρέθηκε τυχαία σε έναν αγρό. Τι κάνουμε σε αυτή την περίπτωση;».
H απάντηση είναι ότι ο αγρότης ή ο ψαράς που το βρήκε στη θάλασσα οφείλει να το παραδώσει στην αρχαιολογική αρχή του τόπου του. «Μάλιστα» λέει ο αμερικανός διευθυντής. «Και πόσα είναι τα εύρετρα; Ολοι ξέρουμε ότι οι κρατικές αποζημιώσεις είναι χαμηλότερες από τις τιμές της αγοράς και ότι καθυστερούν. Οι άλλοι όμως υπόσχονται, ας πούμε, ένα εκατομμύριο δολάρια στο χέρι. Ποιον θα διαλέξει ο αγρότης; Ολα λοιπόν τα αρχαία δεν είναι κλεμμένα, υπάρχουν και τυχαία ευρήματα».
«Ας πάρουμε άλλο παράδειγμα. Εμφανίζεται στην αγορά ένα σπουδαίο έργο. Δεν γνωρίζουμε σε ποιον ανήκε αλλά είναι πολύ σημαντικό. Μου ζητάτε να το απορρίψω; Να μην το παρουσιάσω στο κοινό; Να μην το μελετήσουν οι αρχαιολόγοι του μουσείου μας; Να μην εκδοθεί; Και τελικά να μην υπάρξει η δυνατότητα να το διεκδικήσει το κράτος στο οποίο ανήκει αν έχει τα απαιτούμενα στοιχεία; Γιατί διαφορετικά, μόνο και μόνο επειδή ένα αγγείο μοιάζει να έγινε από τους Χετταίους, δεν σημαίνει ότι μπορεί να το διεκδικήσουν οι Τούρκοι χωρίς συγκεκριμένες αποδείξεις λαθρανασκαφής. Τα αγγεία ταξίδευαν στην αρχαιότητα. Αυτό που προέχει για το αρχαίο είναι να συντηρηθεί, να μελετηθεί και να αποδοθεί στο κοινό».
Αρκετά μουσεία τα τελευταία χρόνια επιστρέφουν αφρικανικής προέλευσης έργα τέχνης στις χώρες τους, παρ’ όλο που κατοικούνται τώρα από διαφορετικές εθνότητες από εκείνες που τα δημιούργησαν. Πώς σας φαίνεται αυτό;
«Κατ’ αρχήν ξέρουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις αυτά τα έργα ξαναγυρίζουν σε έναν χρόνο στην αγορά καθώς θυμίζουν στους σημερινούς λαούς ένα νομαδικό παρελθόν που προτιμούν να ξεχάσουν. Πάντως καλώς επιστρέφονται. Αυτό όμως αφορά συγκεκριμένες αποικιοκρατικές σχέσεις, όχι το Μετ».
H επανασύνδεση των έργων
Υπάρχουν και τα διαμελισμένα έργα τέχνης, αρχαία ή αναγεννησιακά τρίπτυχα, για παράδειγμα, που ένα κομμάτι τους βρίσκεται σε ένα μουσείο και άλλο σε άλλο. Ο Ιππέας του Rampin του 6ου αιώνα π.X., το κεφάλι του οποίου εκτίθεται στο Λούβρο και ο κορμός και τμήμα του αλόγου στο Μουσείο Ακροπόλεως με αντίγραφο της κεφαλής. Υπάρχει η Συμφωνία των Αγγέλων του Γκρέκο, το επάνω τμήμα της οποίας εκτίθεται στην Πινακοθήκη της Αθήνας και το κάτω στην Ισπανο-Αμερικανική Τράπεζα στη Μαδρίτη. Το υπερμέγεθες άγαλμα του Ηρακλή, το κάτω μέρος του οποίου είναι στο Μουσείο της Αττάλειας. Το άγαλμα βρέθηκε σε ανασκαφή στην Πέργα της Νοτιοανατολικής Τουρκίας το 1980 και φαίνεται ότι την ίδια χρόνια το επάνω μέρος φυγαδεύτηκε και εμφανίστηκε στην Αμερική να ανήκει εξ ημισείας στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης και στη συλλογή Shelby White & Leon Levy. H Τουρκία το διεκδικεί και η υπόθεση βρίσκεται στα δικαστήρια. «Ξέρω πως πολύ τελευταία η κυριότης του γλυπτού παραχωρήθηκε από την κυρία Shelby στο Μουσείο της Βοστώνης. Και πάλι είναι πρόβλημα άλλου μουσείου».
«Τα διαμελισμένα έργα πάντως μας απασχολούν. Εχουμε το κεφάλι και τους ώμους ενός μεγάλου αγάλματος της βασίλισσας Χατσεπσούτ. Το υπόλοιπο σώμα ανήκει σε άλλο ευρωπαϊκό μουσείο. Ενώσαμε τα δύο αυθεντικά μέρη και συμφωνήσαμε να το πηγαινοφέρνουμε από τη μια χώρα στην άλλη για να το εκθέτουμε ολόκληρο. Το πηγαινέλα όμως εμπεριέχει κινδύνους, δεν είναι λύση. Το ίδιο γίνεται και με ένα ασσυριακό γλυπτό του Νινγκιρσού από την Ουρ. Εμείς έχουμε το κεφάλι που ενώσαμε στο σώμα που ανήκει στο Λούβρο και το εκθέτουμε τρία χρόνια στην Αμερική και τρία στο Παρίσι. Καθώς όμως οι Γάλλοι έχουν και τρία αγάλματα του Γουδέα, πατέρα του Νινγκιρσού, θα μπορούσε το Λούβρο να μας δώσει το ένα και να πάρει τον Νινγκιρσού σε μόνιμη βάση».
Το «παζλ» των πολιτισμών
Τα μεγάλα μουσεία δεν είναι γκαλερί που εκθέτουν απλώς ωραία έργα τέχνης και ο κ. Ντε Μοντεμπέλο πιστεύει στον εκπαιδευτικό τους ρόλο.
«Μόνο τα μεγάλα μουσεία μπορούν να έχουν δείγματα από όλους τους πολιτισμούς κάτω από την ίδια στέγη έτσι ώστε να υπάρχει ένας διάλογος ανάμεσα στα έργα και μια συγκριτική αξιολόγηση που λείπει, ας πούμε, από την Αίγυπτο, όπου βλέπεις μόνο αιγυπτιακή τέχνη. Από την άλλη μεριά οι αποθήκες των εθνικών μουσείων είναι γεμάτες έργα που ποτέ δεν εκτίθενται. Ποιον ωφελούν τα αγγεία στις αποθήκες της Βίλα Τζούλια που δεν θα δει ποτέ κανείς;».
«Χάρη στη νομοθετική ελαστικότητα του 19ου αιώνα δημιουργήθηκε μια καλή διασπορά της παγκόσμιας τέχνης που βρίσκουμε στα μεγάλα μουσεία. Τώρα βλέπουμε πως χώρες με αρχαία – η Ελλάδα, η Τουρκία, η Ιταλία – δεν εκθέτουν όλα τα ευρήματά τους. Ζούμε όλοι σε μια νέα πολιτισμική φάση· θα πρέπει να προσέχουμε και όταν αγοράζουμε και όταν δανειζόμαστε. Δεν πρέπει όμως και να παρουσιάζουμε και όσα βρίσκουμε στο χώμα μας;».
H εμπειρία του Αφγανιστάν
Ο διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης κ. Φιλίπ ντε Μοντεμπέλο πιστεύει στη μετριοπάθεια και στις διαπραγματεύσεις. H απόλυτη και σκληρή γραμμή καταλήγει σε καταστροφή, λέει. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι εδώ, η ιστορία του Μουσείου της Καμπούλ τον δικαιώνει. Την θυμίζουμε: Από τη σοβιετική κατοχή οι αφγανοί αρχαιολόγοι φοβούνταν τους εξτρεμιστές ισλαμιστές και γι’ αυτό ήρθαν σε συνεννόηση με δυτικούς συναδέλφους τους να φυγαδευτούν για φύλαξη στην Ελβετία τα προϊσλαμικά αρχαία. Ολα ήταν έτοιμα, είχαν συμφωνήσει και με μετριοπαθείς ταλιμπάν αξιωματούχους για τη φυγάδευση όταν οι γραφειοκράτες της UNESCO απέρριψαν το εγχείρημα επικαλούμενοι άρθρο της Συνθήκης που απαγορεύει την απομάκρυνση αρχαίων από τη χώρα τους. Το 2001, δύο μήνες πριν από την «εκτέλεση» του μεγάλου αγάλματος του Βούδα στην Μπαμιγιάν που πάγωσε το αίμα μας βλέποντάς το στην τηλεόραση, εξτρεμιστές ισλαμιστές μπήκαν στο μουσείο και μπροστά στα μάτια των αρχαιολόγων θρυμμάτισαν τα προϊσλαμικά γλυπτά. Τώρα η Ελλάδα έστειλε συντηρητές για να συγκολλήσουν όσα από τα αγάλματα μπορεί να σωθούν.
Το «όπλο» των διαπραγματεύσεων
Ο κόσμος έχει αλλάξει και τα μεγάλα μουσεία βρίσκονται σε αδιέξοδο. Ποιος όμως αρνείται ότι για να ζήσουν χρειάζονται ανανέωση, μεγάλες και ζωντανές εκθέσεις, νέα αποκτήματα; Τι γίνεται από εδώ και εμπρός; Ο διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης κ. Φιλίπ ντε Μοντεμπέλο τονίζει:
«Φαντάζομαι ότι θα πρέπει τα μουσεία να είναι πιο ανοιχτά σε διαπραγματεύσεις για την επιστροφή έργων παράνομης προέλευσης. Θα μπορούσαν όμως να υπάρξουν και συμφωνίες μεταξύ ενός μεγάλου μουσείου και μιας χώρας με αρχαία για κοινές ανασκαφές με ντόπιους και ξένους αρχαιολόγους. Το ξένο μουσείο θα μπορούσε να συντηρήσει, να δημοσιεύσει και να εκθέσει τα ευρήματα για ένα τακτό διάστημα προτού τα επιστρέψει στη χώρα καταγωγής τους. Αυτό δεν σημαίνει μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας η οποία παραμένει βεβαίως στη χώρα καταγωγής των έργων. Είναι απλώς θέμα συνεργασίας και συνεννοήσεων προς όφελος όλων».