» Είμαι ακόμη παιδί »
ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Παραγγέλνει έναν καφέ με γάλα και μου λέει ότι μπορώ να καπνίσω ελεύθερα. Ο ίδιος το έχει κόψει αλλά ο καπνός δεν τον ενοχλεί. Τα πονηρά καφέ μάτια του ελέγχουν αστραπιαία τον χώρο της σουίτας 418 του ξενοδοχείου Four Seasons του Βερολίνου όπου το πρωί της περασμένης Δευτέρας συναντηθήκαμε για αυτή τη συνέντευξη. Διακρίνω ένα αμυδρό χαμόγελο όταν σηκώνει το φλιτζάνι του καφέ για την πρώτη γουλιά. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή αντιλαμβάνομαι ότι ο Κέβιν Σπέισι γνωρίζει πολύ καλά τι περιμένω από αυτόν. Αναρωτιέμαι όμως αν είναι διατεθειμένος να μου το δώσει. Τι περιμένω; Τα όσα, υποθέτω, θα περίμενε ο οποιοσδήποτε στη θέση μου. Εκείνα που τον έχουν κάνει τόσο συμπαθή στα μάτια μας όταν βλέπουμε τις ταινίες του. Τη διακριτική ειρωνεία του, το πονηρό βλέμμα, το παιδικό αλλά σατανικό χαμόγελο που συνήθως κλείνει κοφτά τον μακρύ μονόλογο με τον οποίο μας έχει αναγκάσει να κρεμόμαστε από τα χείλη του. Την ευγένειά του, η οποία ωστόσο κρύβει έναν πολύ σκοτεινό άνθρωπο. Ποιος, αλήθεια, ευρισκόμενος μπροστά στον Κέβιν Σπέισι δεν περιμένει να πάρει κάτι από την ευφυΐα του Βέρτζιλ των «Συνήθων υπόπτων», από τον χολερικό κυνισμό του Λέστερ Μπέρμπανκ του «American beauty» ή ακόμη και από τη νοσηρότητα του Τζον Ντο, του ψυχοπαθούς δολοφόνου (με αιτία) στο «Seven»; Στην τελευταία ταινία του «Ναυτιλιακά νέα» ωστόσο παίζει κάτι διαφορετικό. Ο ρόλος του Κόιλ είναι ένας από τους πιο παθητικούς που ο Σπέισι έχει παίξει ως τώρα. Ενας χήρος πατέρας μη ξέροντας πώς να μεγαλώσει τη μικρή κόρη του αποφασίζει κάποια στιγμή να εγκαταλείψει τον πολιτισμό ξεκινώντας από την αρχή τη ζωή του σε ένα αλιευτικό χωριό του Καναδά. Ομολογώ ότι το ταξίδι της συγκεκριμένης ιστορίας δεν με συνεπήρε και τόσο. Ο ταξιδιώτης όμως για μία ακόμη φορά τα κατάφερε…
– Ας ξεκινήσουμε με την καινούργια ταινία σας. Πώς κατέληξε σε εσάς το σχέδιο των «Ναυτιλιακών νέων»;
«Μη με ρωτήσετε ημερομηνίες, δεν θυμάμαι. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι διάβασα το βιβλίο πριν από επτά περίπου χρόνια και το βρήκα υπέροχο. Ενστικτωδώς, θέλησα να μάθω αν έχει προγραμματισθεί μια κινηματογραφική διασκευή του. Οντως είχε αλλά δυστυχώς χωρίς εμένα. Επί σειρά ετών ενημερωνόμουν για τα στάδια της προπαραγωγής. Πέρασε από αρκετά μεταβατικά στάδια προτού καταλήξει σε εμένα. Οταν κάποτε με ρώτησαν αν ήθελα να παίξω, έθεσα έναν όρο. Τη σκηνοθεσία έπρεπε να αναλάβει ο Λάσε Χάλστρομ, το όνομα του οποίου συζητείτο για τη σκηνοθεσία της ταινίας την εποχή όπου για τον ρόλο μου είχε προταθεί ο Τζον Τραβόλτα. Ο όρος μου έγινε δεκτός και έτσι έπαιξα».
– Γιατί ενδιαφερθήκατε τόσο πολύ για τον Λάσε Χάλστρομ;
«Είδατε την ταινία;».
– Ναι.
«Γι’ αυτό».
– Μήπως θα μπορούσατε να γίνετε λίγο πιο συγκεκριμένος;
«Ο Λάσε Χάλστρομ («Η ζωή μου σαν σκυλί», «Τι βασανίζει τον Γκίλμπερτ Γκρέιπ;», «Θέα στον ωκεανό») έχει μια μαγική ικανότητα στον χειρισμό θεμάτων με πυρήνα την οικογένεια. Επίσης εκτιμώ το γεγονός ότι συνεργάζεται εξαιρετικά με τα παιδιά, κάτι που φάνηκε κυρίως στο «Chocolat». Σκέφτηκα λοιπόν ότι αν κάποιος μπορεί να αποσπά τόσο καλές ερμηνείες από παιδιά, ε, αυτός είναι ο άνθρωπός μου. Διότι σας θυμίζω ότι στα «Ναυτιλιακά νέα» η σχέση του ήρωα με τη μικρή κόρη του παίζει εξαιρετική σημασία».
– Σας αρέσει να συνεργάζεστε με παιδιά;
«Περνώ θαυμάσιες ώρες μαζί τους. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, έτσι όπως έχει γίνει η ζωή μας, είναι αναγκαίο να περνάμε όσο το δυνατόν καλύτερα στη δουλειά μας. Τα παιδιά φτιάχνουν τη διάθεσή σου. Στα «Ναυτιλιακά νέα» την κόρη του ήρωα την υποδύονται τρίδυμες αδελφές. Στις παύσεις των γυρισμάτων παίζαμε μεταξύ μας. Εχω καταλάβει ότι όπως τα παιδιά μαθαίνουν πολλά από τους μεγαλύτερους, έτσι και εμείς εγώ τουλάχιστον έχουμε να μάθουμε πολλά από αυτά. Γιατί δεν έχουν εκπαιδευθεί για όσα κάνουν· συμπεριφέρονται όπως είναι, με φυσικότητα. Τους προσφέρεις την εμπιστοσύνη σου και σου προσφέρουν τη δική τους. Από την άλλη μεριά, δεν ξέρω, αυτή η οικειότητά μου με τα παιδιά ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι και εγώ είμαι ακόμη παιδί. Ασε που πρέπει επίσης να πω ότι πολλά από τα παιδιά με τα οποία έχω συνεργασθεί συμπεριφέρονται πιο επαγγελματικά από ό,τι οι επαγγελματίες ηθοποιοί».
– Τι ακριβώς εννοείτε λέγοντας ότι είστε ο ίδιος παιδί;
«Υποθέτω ότι έχω τη «μενταλιτέ» ενός παιδιού. Για παράδειγμα, όταν βρίσκομαι σε γυρίσματα δεν θέλω ούτε μασέζ ούτε σοφέρ ούτε δικό μου μάγειρο ούτε επτά σωματοφύλακες, όπως έγραψαν ότι είχα στα γυρίσματα των «Ναυτιλιακών νέων». Οταν βρίσκομαι σε γυρίσματα το μόνο που θέλω είναι ένα τραπέζι του πινγκ πονγκ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου. Γιατί; Διότι το πινγκ πονγκ είναι το τέλειο παιχνίδι για το τέλος της ημέρας. Είναι το απόλυτα χαλαρωτικό παιχνίδι και έχει πλάκα. Οπως και να το κάνουμε, έχει πλάκα να προσπαθείς να διδάξεις πινγκ πονγκ την Τζούντι Ντεντς!».
– Είναι καλή παίκτρια;
«Δεν παίζει δίκαια η αφιλότιμη. Της έριχνα καρφί και έπαιρνε αυτό το ύφος του σοκαρισμένου Βρετανού λέγοντας ότι αφού παίζω έτσι γρήγορα, εκείνη δεν πρόκειται να συνεχίσει…».
– Στο τμήμα των ντοκυμαντέρ του Φεστιβάλ Βερολίνου προβλήθηκε «Ο θείος Φρανκ» που είναι δική σας παραγωγή. Εχετε σκοπό να ασχοληθείτε περισσότερο με την παραγωγή ταινιών;
«Ναι. Είναι μια νέα φάση στην καριέρα μου. Τα τελευταία δυόμισι – τρία χρόνια προσπαθώ να στήσω τη δική μου εταιρεία παραγωγής που λέγεται Trigger Street. Εγώ και οι συνεργάτες μου κάνουμε μια αθόρυβη προσπάθεια δουλεύοντας κυρίως με νέους ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν προς το παρόν κατορθώσει να βρουν δίοδο στον χώρο των σοουμπίζνες σκηνοθέτες, διευθυντές φωτογραφίας, συγγραφείς αλλά και ηθοποιοί. Εχουμε κάνει κάποια βήματα, αν και νομίζω ότι εφέτος είναι η χρονιά που θα «τραβήξουμε τη σκανδάλη». Ανέκαθεν ένα πίσω μέρος του μυαλού μου ήταν στραμμένο προς την παραγωγή ταινιών σε ανεξάρτητο πλαίσιο».
– Πώς προέκυψε η ανάμειξή σας σε παραγωγές;
«Η πρώτη εμπειρία μου με την κινηματογραφική παραγωγή έγινε στην ταινία «Swimming with sharks» όπου επίσης έπαιξα. Πολύ πριν από τη βράβευσή μου στους «Συνήθεις υπόπτους». Η πρώτη ταινία της εταιρείας μου Trigger Street ήταν το «The big kahuna» που υπήρξε κερδοφόρα γιατί γυρίστηκε σε 16 μόλις ημέρες και με προϋπολογισμό που δεν υπερέβη τα 2 εκατομμύρια δολάρια (σ.σ.: η ταινία προβάλλεται από την προπερασμένη Παρασκευή στις αίθουσες με ελληνικό τίτλο «Κάποιος θα τσιμπήσει»). Η εταιρεία ονομάστηκε Trigger Street από μια πραγματική οδό στη Νότια Καλιφόρνια όπου μεγάλωσα. Στην Trigger Street της εφηβείας μου έκανα τα πρώτα όνειρά μου. Ηταν το στέκι μου. Εκεί με την παρέα μου θέλαμε να ιδρύσουμε ένα θίασο όπου θα ανεβάζαμε Σαίξπηρ και αβανγκάρντ παραστάσεις. Φαίνεται ότι αυτός ο εφηβικός ενθουσιασμός δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Τελικά αποκρυσταλλώθηκε στην εταιρεία παραγωγής Trigger Street. Ταίριαζε γάντι. Με την εταιρεία μου έχουμε επίσης ασχοληθεί με την παραγωγή θεατρικών έργων, όπως το «Ο παγοπώλης έρχεται» που ανέβηκε με τεράστια επιτυχία εκτός Μπρόντγουεϊ (σ.σ.: με πρωταγωνιστή τον ίδιο σε ένα ρόλο που του χάρισε το Τόνι). Ως εταιρεία διατηρούμε ένα χαμηλό προφίλ χτίζοντας ένα σώμα δουλειάς χωρίς ανακοινώσεις μέρα παρά μέρα στον Τύπο, μακριά δηλαδή από τα φώτα της δημοσιότητας».
– Ποιος είναι ο όγκος ταινιών αυτή τη στιγμή στην Trigger Street;
«Αυτή την εποχή «τρέχουν» 15 διαφορετικά σχέδια, εκ των οποίων τα έξι προβλέπεται να διανεμηθούν εφέτος στις αίθουσες. Σε τρία από αυτά εμφανίζομαι ως ηθοποιός. Θυμίζω όμως ότι η Trigger Street δεν δημιουργήθηκε για να με εξυπηρετήσει ως ηθοποιό. Σύντομα θα δημιουργήσουμε site στο Internet (triggerstreet. com), ένα εργαλείο που θα μας βοηθήσει στην ανακάλυψη και ανάπτυξη νέων ή όχι και τόσο νέων ταλέντων. Εχουμε επίσης σκοπό να κάνουμε διαγωνισμό σεναρίων αλλά και ταινιών μικρού μήκους, τις οποίες θα κρίνουν καταξιωμένοι επαγγελματίες του χώρου. Αργότερα θα επιμεληθούμε τη διανομή σε DVD ενός best off από αυτές τις μικρού μήκους ταινίες».
– Ετσι όπως τα παρουσιάζετε, εύκολα οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι η υποκριτική δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή στις προτεραιότητές σας…
«Είναι αλήθεια, δεν βρίσκεται. Και δεν θα βρίσκεται για τους υπόλοιπους επτά – οκτώ μήνες. Ως σήμερα τον συντονισμό της εταιρείας είχε ο άμεσος συνεργάτης μου και το προσωπικό μας. Τώρα όμως τα καθήκοντά μου έχουν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν είμαι σε θέση να απουσιάζω παίζοντας σε ταινίες από το ένα σετ στο άλλο. Η παύση μου δεν θα διαρκέσει πολύ αλλά είναι απαραίτητη».
«Τι θαύμαζα στον Τζακ Λέμον»
«Το ότι για παραπάνω από 40 χρόνια, όσο καιρό δηλαδή δούλευε στον κινηματογράφο και στο θέατρο και ανεξαρτήτως από τη δόξα που απέκτησε, παρέμεινε ο ίδιος άνθρωπος που πάντοτε ήταν. Ενας σταθερός φίλος στους φίλους του, ένας εξαιρετικός οικογενειάρχης και ένας σπουδαίος πατέρας. Επίσης, το γεγονός ότι ήθελε πάντα να πηγαίνει μπροστά.
Ηταν 76 χρόνων όταν πέθανε (από καρκίνο) και ο λόγος για τον οποίο κρατούσε μυστική την αρρώστια του ήταν επειδή φοβόταν ότι θα μείνει άνεργος. Αυτό δηλώνει έναν πολύ πρακτικό άνθρωπο. Ακόμη και με τα δύο Οσκαρ του και την τόσο μεγάλη επιτυχία του φοβόταν ότι θα χάσει τη δουλειά του.
Τον γνώρισα όταν ήμουν 13 ετών και κανένας δεν υπήρξε τόσο κοντά μου όσο αυτός».
«Μου αρέσει να δίνω ευκαιρίες»
«Ξεκίνησα κυριολεκτικά από το μηδέν αλλά στην πορεία υπήρξα εξαιρετικά τυχερός, και μάλιστα σε ένα επάγγελμα πολύ δύσκολο στον χειρισμό του. Ακόμη πιο δύσκολο είναι να παραμείνεις ενεργός σε αυτό ενώ τα χρόνια περνούν. Πέρα από καθετί, και το λέω με κάθε ειλικρίνεια, μου αρέσει να δίνω ευκαιρίες σε ανθρώπους με όνειρα και ιδέες. Σε ανθρώπους που πιστεύουν σε κάτι στο οποίο κανένας άλλος δεν έχει πιστέψει. Γιατί το κάνω; Ισως επειδή κάτι παρόμοιο συνέβη σε εμένα. Υπήρξαν άνθρωποι του χώρου, επαγγελματίες και μη, έμπειροι και άπειροι, που με πήραν υπό την προστασία τους όταν ξεκινούσα. Ρίσκαραν μαζί μου. Ο Τζακ Λέμον υπήρξε μια πατρική φιγούρα. Ο σκηνοθέτης Μπράιαν Σίνγκερ έδωσε μάχη για να πάρω εγώ τον ρόλο του Βέρτζιλ στους «Συνήθεις υπόπτους». Αυτοί οι άνθρωποι μου χάρισαν την εμπιστοσύνη τους και πίστεψαν σε εμένα χωρίς να έχουν κάποιο λόγο για να το κάνουν. Τους οφείλω την πραγμάτωση των ονείρων μου. Επομένως, εφόσον κάποιος έχει περάσει από τα στάδια από τα οποία έχω περάσει εγώ, πιστεύω ότι έχει υποχρέωση να φερθεί όπως του φέρθηκαν».
Η ελληνική πρεμιέρα της ταινίας «Ναυτιλιακά νέα» είναι προγραμματισμένη για τις 8 Μαρτίου.