Η τραγωδία του πόθου

θέατρο Η τραγωδία του πόθου Με τη «Φλαντρώ» του Παντελή Χορν που ανεβαίνει στο θέατρο Αθηνών επιβεβαιώνεται για άλλη μία φορά η διαχρονικότητα των έργων του συγγραφέα Ο Παντελής Χορν πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1906 και έκτοτε παρέμεινε στο προσκήνιο γράφοντας περισσότερα από 30 θεατρικά έργα Η«Φλαντρώ» είναι το δεύτερο έργο του Παντελή Χορν μετά τον «Σέντζα» (που ανέβασε η Νέα Σκηνή του Εθνικού

Η«Φλαντρώ» είναι το δεύτερο έργο του Παντελή Χορν μετά τον «Σέντζα» (που ανέβασε η Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου) που θα παρουσιασθεί την τρέχουσα θεατρική περίοδο στην Αθήνα. Σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά τη συγγραφή τους, τα έργα του Χορν αποδεικνύεται ότι αντέχουν στον χρόνο. Πλάι σε αυτά το αειθαλές, κλασικό πλέον, «Φιντανάκι» αλλά και το «Μελτεμάκι», που κατά καιρούς επιλέγονται από τους θιάσους, έρχονται να επιβεβαιώσουν τη διαχρονικότητα του έλληνα συγγραφέα, ο οποίος ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία (άλλοτε με ψευδώνυμο και άλλοτε επωνύμως).


Τολμηρά θέματα


Γεννημένος στην Τεργέστη το 1881 από Αυστριακό που είχε μεταναστεύσει στην Ελλάδα, ο Παντελής Χορν ήταν αξιωματικός του Ναυτικού. Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1906 και έκτοτε παρέμεινε στο προσκήνιο (πέθανε στην Αθήνα το 1941) γράφοντας περισσότερα από 30 θεατρικά έργα που παίχτηκαν από ηθοποιούς όπως η Κοτοπούλη, η Κυβέλη, ο Βεάκης, η Παξινού και ο Μινωτής. Πιστός στην ελληνική παράδοση, ο Χορν προσέδωσε ωστόσο στα έργα του έναν πολύμορφο χαρακτήρα καθώς δέχθηκε επιδράσεις από τον ρεαλισμό, τον νατουραλισμό αλλά και το σύγχρονο ψυχολογικό δράμα. Πρωτοπόρος, τολμηρός και προκλητικός, δημιούργησε σκάνδαλο τόσο με τον «Σέντζα» όσο και με τη «Φλαντρώ», έργα που μετά το πρώτο τους ανέβασμα παρέμειναν για πολλά χρόνια στην αφάνεια. Η πρεμιέρα του «Σέντζα» το 1925 από τον θίασο Βεάκη – Νέζερ στο θέατρο Κεντρικόν προκάλεσε σε τέτοιον βαθμό που δέκα ημέρες μετά κατέβηκε. Κεντρικός ήρωας ήταν ένας ανίκανος άνδρας που για να κρύψει το πρόβλημά του κατέφευγε στη δημιουργία ψευδών εντυπώσεων για τον ανδρισμό του. Οσο για τη «Φλαντρώ» που γράφτηκε για τη Μαρίκα Κοτοπούλη, έφερνε στη σκηνή μια ώριμη γυναίκα που επιθυμούσε τον νεαρό με τον οποίο ήταν ερωτευμένη η κόρη της.


Τα χρόνια πέρασαν και τα έργα του Χορν επανήλθαν πιστοποιώντας τη διαχρονικότητά τους. Μια διαχρονικότητα που έχει επιβεβαιωθεί από τα πρόσφατα ανεβάσματά τους, όπως συνέβη με το «Φιντανάκι» που είχε παρουσιάσει το 1989 ο Μίμης Κουγιουμτζής στο Θέατρο Τέχνης και το 1994 ο Σταμάτης Φασουλής στο Βεάκη. «Εχω την εντύπωση ότι πέρα από τη γνώση της δομής και της δράσης» λέει ο τελευταίος «είναι ο διάλογος που κάνει τον Χορν να ξεχωρίζει. Ενας διάλογος σύγχρονος, χωρίς καμία ρυτίδα. Οσο για τους χαρακτήρες του, είναι ανάγλυφοι με τις αντιφάσεις του. Ως παράπλευρο στοιχείο θα έβαζα την αίσθηση που είχε για το πάθος και το σεξ, στοιχεία που σαν να τα είχε λογοκρίνει ο χρόνος αλλά η πάροδος αυτού του ίδιου του χρόνου σαν να τα απελευθέρωσε. Στο «Φιντανάκι» η φράση που λέει ο Γιάγκος στη Φρόσω «Σιλάνς, μωρή», για να πάρει την απάντηση «Σιλάνς είσαι και φαίνεσαι», μετατρέπει το ξενόγλωσσο σε ύβρι, κάτι που εκείνος το ξεκίνησε και σημείωσε επιτυχία».


Σφράγισε την εποχή του


Πρόσωπα απλά και οικεία, λαϊκοί τύποι αλλά και αστοί. Ανθρώπινες καταστάσεις, οικογενειακές ιστορίες, θέματα καθημερινά, συναισθήματα, έρωτας, πόνος. «Τα έργα του προϋπήρχαν στη μνήμη μου προτού τα διαβάσω» λέει ο σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης, ο οποίος ανέβασε με τα ΔΗΠΕΘΕ Χίου και Αγρινίου το «Φιντανάκι» και το «Μελτεμάκι». «Με το ερωτικό μοτίβο στο επίκεντρο ο Χορν επηρέασε το νεοελληνικό θέατρο αλλά και τον κινηματογράφο του ’50. Παράλληλα χρησιμοποίησε μια γλώσσα δημοτική, που μιλιέται και σήμερα. Η ευγένεια της γραφής του είναι χαρακτηριστική, και ας μην πίστευε ο ίδιος ότι ήταν σπουδαίος συγγραφέας». Και η ηθογραφία; «Κόλλησε σαν ρετσινιά επάνω του, αλλά τα έργα του κινούνται πολύ πέρα απ’ αυτό. Πρέπει να σκύψεις πάνω στα κείμενά του με αγάπη και σεβασμό και να τα αποκρυπτογραφήσεις».


Συγγραφέας που, απ’ ό,τι φάινεται, δεν ενδιαφερόταν για την υστεροφημία του, αφού πολλά από τα έργα του δεν σώθηκαν, ο Παντελής Χορν, μαζί με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, στιγμάτισε την εποχή του. Ευτυχώς από το Ιδρυμα Γουλανδρή – Χορν και χάρη στην Εφη Βαφειάδη εκδόθηκαν τα άπαντά του. «Κατηγορήθηκε στην εποχή του ότι δεν έκανε καθαρόαιμη ηθογραφία» σχολιάζει ο Κώστας Τσιάνος, ο οποίος σκηνοθέτησε τον πολύ επιτυχημένο εφετινό «Σέντζα» στο Εθνικό. «Η κοινωνική κριτική και τα τολμηρά θέματά του εμπόδισαν τα έργα του να παίζονται συχνότερα. Πιστεύω ότι θα είχε επηρεαστεί ακόμη περισσότερο η σύγχρονη γραφή. Εχει αυτό το θέμα της ματαίωσης του έρωτα, ενώ παράλληλα η ποιητική διάσταση των ηρώων του μάς οδηγεί ξανά στα έργα του γιατί έχουν ζουμί».


Η «απαγορευμένη» ηρωίδα Ο Βασίλης Νικολαΐδης σκηνοθετεί τη «Φλαντρώ» στο θέατρο Αθηνών με την Τζένη Ρουσσέα


Εν έτει 1925 μια ώριμη γυναίκα διεκδικεί με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο τον νεαρό άνδρα με τον οποίο είναι ερωτευμένη η κόρη της. Αποδεικνύεται ικανή για τα πάντα: «πουλάει» τα παιδιά της και την περιουσία της πιστεύοντας ότι με το χρήμα και την εξουσία θα αποκτήσει το αντικείμενο του πόθου της. Και όταν καταλάβει ότι εκείνος αντιστέκεται, θα περάσει στον ψυχολογικό πόλεμο. Είναι η Φλαντρώ («φίλη των ανδρών»). Γέννημα της συγγραφικής πένας του Παντελή Χορν, ηρωίδα γραμμένη για να την υποδυθεί επί σκηνής η Μαρίκα Κοτοπούλη (το 1925 στο θέατρο Ρεξ), γυναίκα τολμηρή όχι μόνο για τα ήθη και τα έθιμα της εποχής της. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι χρειάστηκε να περάσει μισός αιώνας για να ανεβεί και πάλι στη σκηνή. Μόλις το 1979 η Αλέκα Κατσέλη έπαιξε τη Φλαντρώ στο Εθνικό Θέατρο και έναν χρόνο μετά η Τιτίκα Νικηφοράκη με το «Αρμα Θέσπιδος».


«Εργο δυνατό, μελοδραματικό, με σκιαγράφηση χαρακτήρων και σχέσεων των προσώπων, με ενδιέφερε ιδιαίτερα να το ανεβάσω» λέει ο Βασίλης Νικολαΐδης, ο οποίος εκλήθη από την Τζένη Ρουσσέα για την παράσταση στο θέατρο Αθηνών. «Στην πρώτη του έκδοση τη «Φλαντρώ» ακολουθούσε ο υπότιτλος «Τραγωδία του πόθου». Θα έλεγα όμως ότι δεν είναι τραγωδία αλλά δράμα με τολμηρές καταστάσεις. Γραμμένο με αριστοτεχνικό τρόπο, ξεκινά σχεδόν αστυνομικά για να λύσει πολλούς γρίφους στη συνέχεια ώσπου να φθάσει στο τέλος». Συνδυάζοντας το δράμα με την κωμωδία, στοιχεία μπουλβάρ και μπουρλέσκ, το θεατρικό του Παντελή Χορν προσφέρει στους ήρωές του μια γκάμα συναισθημάτων: δραματικές εξάρσεις, αυστηρότητα, πάθος, έντονες σκηνές. «Είναι σαφώς επηρεασμένο από τη σχολή του ρεαλισμού, από τη «Λύκαινα» του Βέργκα και το «Εγκλημα στο νησί των κατσικιών» του Ούγκο Μπέτι. Αλλωστε μετά το τέλος του 19ου αιώνα με τον Ζολά οι συγγραφείς για να ξεφύγουν από τη σύμβαση του ρομαντισμού έφθαναν σε ακρότητες» επισημαίνει ο σκηνοθέτης, ο οποίος στη δραματουργική επεξεργασία της «Φλαντρώς» αφαίρεσε μόνο ορισμένες μεγαλοστομίες και πομπώδεις φράσεις της εποχής. «Είναι μεγάλος μαέστρος και τεχνίτης ο Χορν. Αντιμετωπίζει τη θεματική του χωρίς κλισέ, με μια επί της ουσίας τόλμη. Δεν καμωνόταν τον τολμηρό, ήταν. Διαθέτει μια πρωτοτυπία στη σύλληψη ενώ εντάσσει γνωστά θέματα. Είναι ένας αριστοτέχνης της γραφής» καταλήγει.


Το έργο του Παντελή Χορν «Φλαντρώ» ανεβαίνει από το Θέατρο τση Ζάκυθος σε σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία Βασίλη Νικολαΐδη, σκηνικά – κοστούμια Αφροδίτης Κουτσουδάκη και φωτισμούς Δήμου Αβδελιώδη. Παίζουν: Τζένη Ρουσσέα, Αννα Κουτσαφτίκη, Μαρία Καλλιμάνη, Λεωνίδας Κακούρης, Καλλιρρόη Μυριαγκού, Κυριάκος Βελισσάρης. Πρεμιέρα την Παρασκευή στο θέατρο Αθηνών, στις 21.00.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.