«Ου τοι πόλλ’ επί τόξα τανύσσεται ουδέ θαμειαί / σφενδόναι, ευτ’ αν δη μώλον Αρης συνάγη / εν πεδίω· ξιφέων δε πολύστονον έσσεται έργον» παραθέτει ο Αρχίλοχος στους στίχους των Ελεγειών του μιλώντας για μια μάχη στην οποία «πυκνές σφεντόνες, τόξα απανωτά πια δεν τινάζονται, παρά συνάζει την οργή τους σ’ ανοιχτή πεδιάδα ο Αρης· ώρα ν’ αρχίσει των ξιφών σφαγή πολύκλαυστη». Και το ταφικό αγγείο με τα μισοκαμένα οστά ενός νεκρού πολεμιστή που αποκαλύφθηκε μαζί με δεύτερο, παραπλήσιό του, στο νεκροταφείο της Παροικιάς Πάρου ιστορεί ακριβώς αυτή τη σκηνή μάχης. Με παραστατικότητα και ζωντάνια και με συνεχή αφηγηματική γλώσσα, στοιχεία πρωτόγνωρα για την εποχή τους, αφού χρονολογούνται το τελευταίο τέταρτο του 8ου αιώνα π.Χ., τα δύο αγγεία που αποκαλύφθηκαν ανάμεσα σε άλλα στα δύο πολυάνδρια όπου είχαν ταφεί περίπου 200 πολεμι
στές διεκδικούν με τις απεικονίσεις τους τη μοναδικότητα σε όλον τον αρχαίο ελληνικό χώρο. Γιατί ταυτόχρονα έρχονται να ανατρέψουν τη χρονολογική εξέλιξη στην πορεία της ζωγραφικής που ήθελε ως τώρα τις μεγαλόγραμμες παραστάσεις ανθρώπων να εμφανίζονται έναν σχεδόν αιώνα αργότερα, στην πρωτοαττική κυρίως κεραμική των αρχών του 7ου αι. π.Χ.
«Πρόκειται για παριανά αγγεία, όπως αποδεικνύει η κεραμική τους, που προέρχονται όμως από διαφορετικό εργαστήριο και διαφορετικό καλλιτέχνη» λέει η αρχαιολόγος, επίτιμος έφορος Αρχαιοτήτων κυρία Φωτεινή Ζαφειροπούλου, η οποία ανασκάπτοντας το αρχαίο νεκροταφείο της Παροικιάς αποκάλυψε τα πολυάνδρια. «Η ένταση και η πρωτοτυπία των παραστάσεών τους, οι σκηνές μάχης και ο τρόπος της αφήγησής τους ξαφνιάζουν γιατί δεν υπάρχει προηγούμενό τους καθώς σηματοδοτούν την αρχή της αρχαίας ζωγραφικής τέχνης» προσθέτει.
Ετσι τις πολεμικές σκηνές που περιγράφει ο Αρχίλοχος τον 7ο αι. π.Χ. τις είχαν ζήσει, καθώς φαίνεται, και άλλοι πολύ νωρίτερα οι Παριανοί που εκφράστηκαν με το πινέλο και όχι με την πένα αλλά με την ίδια ζωντάνια και αμεσότητα απεικονίζοντας στο ένα αγγείο το πρώτο μέρος της μάχης που δινόταν εξ αποστάσεως και άρα ήταν λιγότερο φονική και στο άλλο τη μάχη εκ του συστάδην με τους πολλούς νεκρούς, η οποία και αναπτύσσεται με κάθε λεπτομέρεια στο μεγαλύτερο μέρος του αμφορέα.
Τα ευρήματα της ανασκαφής
Πριν από 35 χρόνια επισημάνθηκε από τον αρχαιολόγο και ανασκαφέα της περιοχής Νίκο Ζαφειρόπουλο κοντά στο αρχαίο λιμάνι του νησιού το νεκροταφείο της Παροικιάς με διάρκεια ζωής 12 αιώνων, από τον 8ο αι. π.Χ. ως τον 3ο-4ο αι. μ.Χ., η ανασκαφή όμως άρχισε τη δεκαετία του ’80. Η ίδρυσή του φαίνεται ότι έγινε ύστερα από κάποια πολεμική σύγκρουση, όπως αποδεικνύει το εύρημα των πολυανδρίων μια μορφή συνολικής ταφής για την οποία θα μιλήσει ο Θουκυδίδης πολύ αργότερα, περίπου 300 χρόνια μετά. Οι 200 νεκροί, 40 στον έναν τάφο και 160 στον δεύτερο, με τα οστά τους τοποθετημένα μέσα σε αμφορείς, αποδεικνύουν τη φονικότητα της μάχης, προκαλώντας ταυτόχρονα ερωτήματα, αναπάντητα επί του παρόντος, όσον αφορά τον πληθυσμό της πόλης εκείνη την περίοδο. Νέοι στην ηλικία, γύρω στα 30, όπως έδειξαν οι σχετικές μελέτες που έγιναν στα οστά του πρώτου τάφου η εξέταση στον δεύτερο θα αρχίσει εφέτος το καλοκαίρι , ήταν οι άνδρες που έπεσαν στον πόλεμο αφού αγωνίστηκαν σκληρά, όπως αποδεικνύουν οι παραστάσεις των συγκεκριμένων αγγείων, που ήταν άλλωστε τα μόνα με διακόσμηση.
Με ύψος 54-56 εκατοστών και με διαφορετικό σχήμα ο καθένας οι αμφορείς αφηγούνται με τις παραστάσεις τους τη μάχη, εν συνεχεία τον θάνατο του πολεμιστή και τέλος την ταφή του. Στο πρώτο εκ των αγγείων ο αρχηγός, που εικονίζεται σε μεγαλύτερη κλίμακα από τις άλλες μορφές, κρατεί μεγάλη οκτώσχημη ασπίδα, δόρατα και ένα ακόμη όπλο αδιάγνωστο προς το παρόν. Νεκροί πολεμιστές είναι πεσμένοι στο έδαφος, δόρατα σκόρπια υπάρχουν παντού, ενώ άλλα κινούνται στον αέρα πάνω από τα κεφάλια των πολεμιστών και την εικόνα συμπληρώνουν άρματα με όρθιους τους πάνοπλους ηνίοχους και ιππείς, επίσης πάνοπλους με στρογγυλές ασπίδες, να επισείουν το δόρυ ή το σπαθί τους, έτοιμοι για επίθεση.
Οι αφηγηματικές παραστάσεις
«Στο δεύτερο αγγείο η έκπληξη δεν προέρχεται μόνο από τη σύνθεση της παράστασης αλλά και από την τεχνική που ακολούθησε ο ζωγράφος» επισημαίνει η κυρία Φωτεινή Ζαφειροπούλου. Στην κύρια όψη του αγγείου έτσι και από την κοιλιά ως τον λαιμό υπάρχει η συνεχής διηγηματική εξιστόρηση μιας πολεμικής σύρραξης: ο νεκρός βρίσκεται στο χώμα ενώ πάνω και γύρω του μαίνεται η μάχη. Οι τοξότες εκτοξεύουν μεγάλα βέλη εναντίον των πολεμιστών που βρίσκονται απέναντι, οπλισμένοι και αυτοί πάντως με μεγάλες σφεντόνες και ακολουθούμενοι από ιππείς και πάνοπλους πεζούς. Στον ώμο του αγγείου ο νεκρός είναι ακόμη ξαπλωμένος στο έδαφος, μόνο που τώρα στην κεφαλή και στα πόδια του βρίσκεται από ένας όρθιος πολεμιστής με δόρυ και ασπίδα. Και, τέλος, στον λαιμό υπάρχει μια πολυπρόσωπη παράσταση πρόθεσης (θρήνου) με τον νεκρό αυτή τη φορά στη νεκρική κλίνη. Υπάρχει, δηλαδή, μια συνεχής αφηγηματική απεικόνιση του ίδιου επεισοδίου από κάτω προς τα επάνω, πρωτόγνωρη για την εποχή.
Και δεν είναι η μόνη καινοτομία. Γιατί, αντίθετα με τη συνήθη τεχνική της γεωμετρικής κεραμικής (μελανή σκιαγραφία σε εδαφόχρωμο βάθος), εδώ ο ζωγράφος έχει απεικονίσει τις μορφές στον ώμο του αγγείου με λευκό επίθετο χρώμα πάνω σε επιφάνεια με μαύρο θαμπό γάνωμα. Και κάνει έτσι, στην ύστερη γεωμετρική περίοδο, τη ρήξη με την εποχή του.
«Σκηνές μάχης γύρω από τον νεκρό ήρωα αποτελούν κοινό τόπο στην Ιλιάδα, με γνωστότερη από όλες εκείνη γύρω από το σώμα του Πατρόκλου» θυμίζει η κυρία Φωτεινή Ζαφειροπούλου. «Η παράσταση όμως αυτή στον ώμο του δεύτερου αμφορέα είναι δυνατόν να θεωρηθεί ακριβέστατη ζωγραφική απόδοση της συμπλοκής επάνω από το νεκρό σώμα του Κεβριόνη, ετεροθαλούς αδελφού του Εκτορα, από τον οποίο προσπαθεί να τον αποσπάσει ο Πάτροκλος, ο οποίος άλλωστε και τον σκότωσε με πέτρα».
Η σκηνή του πολέμου
«Εκτωρ μεν κεφαλήφιν επεί λάβειν, ουχί μεθίει· Πάτροκλος δ’ ετέρωθεν έχεν ποδός» αναφέρεται στο Ρ της Ιλιάδας και πράγματι στο αγγείο της Πάρου η εικόνα είναι η ίδια καθώς οι δύο πολεμιστές απεικονίζονται να τραβούν το σώμα του νεκρού, ο ένας από τη μία μεριά και ο δεύτερος από την άλλη. Για να ακολουθήσει πάντως στον λαιμό του αγγείου η τελική φάση της ανθρώπινης φροντίδας και του χρέους απέναντι στον νεκρό προτού το σώμα του παραδοθεί στην πυρά.
Αγνωστη παραμένει η μάχη που είχε τόσους νεκρούς, η ανάγκη για την ταφή τους όμως ήταν εκείνη που οδήγησε στην κατασκευή των δύο ορυγμάτων, το ένα σχεδόν κάθετα στο άλλο, όπου και τοποθετήθηκαν σε πυκνή διάταξη οι αμφορείς με τα καμένα οστά των ανδρών. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα στόμια των αγγείων ήταν κλεισμένα από ρηχούς σκύφους και σε λίγες από χάλκινες βαθιές φιάλες, η επένδυση των ορυγμάτων ήταν από σχιστόπλακες το ένα μάλιστα είχε και πλακόστρωτο δάπεδο , ενώ βρέθηκαν καλυμμένα από βαριές μεγάλες πλάκες. Οι δυσκολίες της ανασκαφής όμως ήταν μεγάλες, όπως και της διατήρησης του αρχαιολογικού χώρου, αφού το επίπεδό του, ενάμισι μέτρο σήμερα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, επιβάλλει τη διαρκή λειτουργία αποστραγγιστικού συστήματος καθώς από το έδαφος αναβλύζει διαρκώς γλυκό νερό.
Τα δύο αγγεία βρίσκονται ακόμη σε συντήρηση στην Πάρο και είναι άγνωστο πότε θα εκτεθούν στο κοινό. Αλλά και η μελέτη τους βρίσκεται μόλις στην αρχή της. Οπως λέει η κυρία Φωτεινή Ζαφειροπούλου, «με τα ευρήματα αυτά γυρίζουμε πίσω στα ηρωικά χρόνια της αρχαιολογίας, όταν συναντούσαμε πράγματα για πρώτη φορά και έπρεπε να κάνουμε υποθέσεις για την ερμηνεία τους». Το βέβαιον είναι ότι τα δύο αγγεία της Παροικιάς, η παρουσίαση των οποίων πριν από δύο μήνες σε συνέδριο στην Οξφόρδη προκάλεσε τεράστια εντύπωση, επιφυλάσσουν και άλλες εκπλήξεις.