Ο Alexander Gottlieb Baumgarden γεννήθηκε το 1714 στο Βερολίνο. Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία· την τελευταία μάλιστα τη δίδαξε ως τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης. Οι ιστορικοί δεν τον κατατάσσουν στους μεγάλους φιλοσόφους και τον αναφέρουν κυρίως ως προπομπό της κριτικής φιλοσοφίας του Καντ, ο οποίος του αναγνώριζε εξαιρετικές «ικανότητες ανάλυσης». Εδώ περίπου θα σταματούσαν οι αρετές του Baumgarden αν δεν είχε επινοήσει και χρησιμοποιήσει τον όρο αισθητική σε ένα συστηματικό μάθημα το οποίο δημοσίευσε το 1750 με τον λατινικό τίτλο Aestetica. Στο ημιτελές αυτό έργο ο Baumgarden έχει επίγνωση ότι ανακαλύπτει μια «νέα επιστήμη» η οποία θεμελιώνεται στην ουσιαστική ταυτότητα τριών αντικειμένων: της τέχνης, του κάλλους και του συστήματος των αισθήσεων του ανθρώπινου υποκειμένου. Σε τι συνίσταται αυτή η νέα επιστήμη; Συχνά ο Baumgarden παρουσιάζει το έργο του ως απλή απόπειρα οργάνωσης μιας ήδη υπαρκτής γνώσης. Πρόκειται, όπως το λέγει ο ίδιος, για την ενοποίηση σε συστηματική επιστήμη των κανόνων του κάλλους. Με άλλα λόγια, το περιεχόμενο της αισθητικής μοιάζει να ταυτίζεται με την κλασική ποιητική, στην οποία το έργο του Baumgarden φιλοδοξεί να εξασφαλίσει στέρεα μεταφυσικά θεμέλια. Ετσι ο φιλόσοφος ονομάζει πολλές φορές την αισθητική «φιλοσοφική ποιητική» ελπίζοντας ίσως ότι με το οικείο αυτό όνομα η νέα επιστήμη θα καταστήσει σαφέστερο τον στόχο της. Γιατί στην αντίληψη του Baumgarden η αισθητική είναι πολύ ευρύτερη από την ποιητική. Η δεύτερη, πράγματι, δεν είναι τόσο θεωρία όσο τεχνική. Αυτό που την απασχολεί είναι οι συνταγές σύμφωνα με τις οποίες πετυχαίνει κανείς το κάλλος. Αλλά το δύσκολο και ουσιαστικό ερώτημα, στην προοπτική τουλάχιστον του γερμανού φιλοσόφου, είναι η φύση και η αξία του κάλλους, το νόημά του. Στο δύσκολο αυτό ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει η αισθητική, η οποία δεν ασχολείται με τους κανόνες του ωραίου αλλά συνιστά τη φιλοσοφία της ικανότητας του αισθάνεσθαι που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο ον, πράγμα που εξηγεί και το όνομά της. Αισθητική είναι ακριβώς η επιστήμη που εξετάζει «πώς γνωρίζουμε ένα αντικείμενο μέσω των αισθήσεων». Ο προηγούμενος ορισμός είναι εκρηκτικός στην απλότητά του γιατί υποστηρίζει πως το σύστημα των αισθήσεων συνιστά έναν ιδιόμορφο τρόπο γνώσης: η αισθητική είναι γνωσιολογία. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναζητηθεί η σημασία του έργου του Baumgarden, ο οποίος διαφοροποιείται από δύο μεγάλους στην ιστορία της φιλοσοφίας: τόσο από τον προηγούμενο Λάιμπνιτς όσο, με τρόπο παράξενο, και από τον Καντ που τον ακολουθεί. Στον Λάιμπνιτς ­ και σχεδόν στο σύνολο του κλασικού ορθολογισμού ­ η διαφορά ανάμεσα στο αισθητό και στο νοητό είναι μόνο θέμα διαβάθμισης: η αίσθηση είναι η συγκεχυμένη έκφραση της πραγματικότητας, η οποία, καθεαυτήν, είναι νοητή. Απλούστερα, το αισθητό είναι συγκεχυμένο νοητό. Στον Καντ, από την άλλη μεριά, η αίσθηση είναι μία από τις πηγές της γνώσης, ανεπαρκής ωστόσο και τυφλή από μόνη της, που πρέπει απαραιτήτως να συμπληρωθεί από τη νόηση.


Ανάμεσα στις δύο αυτές θέσεις αναδύεται η ριζοσπαστική πρωτοτυπία του Baumgarden. Σε αυτόν η αίσθηση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει το «υλικό» της γνώσης και τούτο γιατί η ίδια η αίσθηση συνιστά γνώση, δηλαδή πλήρη και ακέραια σύλληψη ενός αντικειμένου. Η αίσθηση είναι επιστήμη στο είδος της και συνεπώς μπορεί να εκφράσει το σύνολο της πραγματικότητας. Η αισθητηριακή αντίληψη δημιουργεί μια αυτόνομη προοπτική που επιτρέπει την κατανόηση του κόσμου. Βεβαίως ο Baumgarden δεν εμπιστεύεται πλήρως την προοπτική αυτή, την οποία θεωρεί ασαφή, κατατάσσοντας την αίσθηση στην περιοχή των «κατώτερων ικανοτήτων», μια και δεν χαρακτηρίζεται από τη σαφήνεια της νόησης. Παρά ταύτα, οι αισθήσεις αποτελούν ιδιόμορφη γνώση η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία της αισθητικής.


Ποιο είναι το θεμέλιο αυτής της γνώσης; Στο σημείο αυτό βρίσκεται ίσως μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις του Baumgarden. Το κάλλος, υποστηρίζει, έχει γνωστική διάσταση: αυτή είναι η αξία του, αυτό είναι το βαθύτερο νόημά του. Πράγματι το κάλλος είναι ένα από τα ενδεχόμενα γνωρίσματα του αντικειμένου των αισθήσεων, μία από τις μορφές που μπορεί να πάρει το αντικείμενο αυτό. Κατά συνέπεια, το κάλλος είναι μια μορφή αλήθειας του αντικειμένου και μάλιστα η αλήθεια στο μέτρο που τούτη ‘δώ μπορεί να πάρει αισθητή μορφή. ‘Η, απλούστερα, το κάλλος είναι η αισθητή μορφή της αλήθειας. Από τη σκοπιά αυτή, η αισθητική συγκροτείται ως θεωρία του κάλλους γιατί η ομορφιά είναι ο πιο αξιοσημείωτος χαρακτήρας του αισθητού. Καθώς όμως το κάλλος είναι παράγωγο της τέχνης, οι κανόνες της τέχνης είναι κανόνες που με τη σειρά τους παράγουν γνώση. Ετσι στο έργο του Baumgarden η ποιητική, η φιλοσοφία του κάλλους και η θεωρία των αισθήσεων ενοποιούνται σε ένα συγκροτημένο μόρφωμα το οποίο θεμελιώνεται στην ιδιομορφία και στην αυτονομία της αισθητηριακής γνώσης. Ο συσχετισμός κάλλους και αλήθειας, όπως τον εισηγείται ο Baumgarden, μπορεί να αποτελέσει την εστία παρεξηγήσεων και γι’ αυτό χρειάζεται να καθυστερήσουμε κάπως στο σημείο αυτό. Ο συσχετισμός δεν σημαίνει ούτε ότι το κάλλος είναι αληθές ούτε ότι η αλήθεια είναι ωραία· σημαίνει κάτι πολύ ουσιαστικότερο: σημαίνει ότι το κάλλος είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίον ορισμένα αντικείμενα μπορούν να αναδυθούν στην ύπαρξη, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίον μπορούν να υπάρξουν και συνεπώς το κάλλος αποτελεί τον μοναδικό τρόπο με τον οποίον μπορούμε να τα γνωρίσουμε. Από τη σκοπιά αυτή, το ωραίο αντικείμενο, παράγωγο της τέχνης, είναι μια προοπτική γνώσης του κόσμου. ‘Η, ακριβέστερα, το ωραίο αντικείμενο, καθεαυτό, λέει μιαν αλήθεια για τον κόσμο και την αλήθεια αυτή κανείς δεν μπορεί να την πει στη θέση του. Στην τολμηρή αυτή πρόταση πρέπει να αποδώσουμε την επιμονή με την οποία ο Baumgarden υποστηρίζει ότι εισήγαγε μια νέα επιστήμη που ακούει στο όνομα αισθητική.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.