Κατά την πρόσφατη επίσκεψή μου στο μουσείο του Ελληνικού Ινστιτούτου στη Βενετία κοντοστάθηκα σε μια ωραία φορητή εικόνα με την παράσταση της παραβολής του «Ασώτου Υιού» και δικαίωσα αυτόν που είπε ότι, και αν όλα τα Ευαγγέλια είχαν χαθεί και είχε διασωθεί μόνο η παραβολή του Ασώτου Υιού (Λουκάς κεφ. ΙΕ’), θα ήταν αρκετή για την ουσία του χριστιανισμού που είναι η αγάπη και η συγγνώμη του Θεού για όποιον μετανοεί ειλικρινά.


Γνώστης ο Χριστός της αδυναμίας των επικριτών του (Φαρισαίων και Γραμματέων) που «διεγόγγυζον ότι ούτος αμαρτωλούς προσδέχεται και συνεσθίει μετ’ αυτών», να κατανοήσουν αυτή τη συμπεριφορά του, μίλησε με μια παραβολή. Για την ταχύτερη μάλιστα προσέγγιση του νέου μηνύματός του ο Ιησούς προτίμησε να μπει στο θέμα με δύο ρητορικές ερωτήσεις – παραβολικές και αυτές στην ουσία – από την καθημερινή ζωή.


Η πρώτη είναι η περίπτωση του βοσκού που έχασε ένα πρόβατο, από τα 100 που είχε, και χάρηκε πιο πολύ όταν βρήκε αυτό το ένα, το «απολωλός». Και η δεύτερη η περίπτωση της χήρας που είχε δέκα δραχμές και έχασε τη μία, και έκανε ίδια με τον βοσκό χαρά όταν με κόπο τη βρήκε.


Στους 99 «δικαίους» λοιπόν για τον Θεό ζυγίζει πιο πολύ η μετάνοια ενός αμαρτωλού· και για να γίνει σαφέστερος ο Χριστός αφηγήθηκε με γλαφυρό τρόπο την τόσο διαχρονική ιστορία του Ασώτου Υιού που παραδίδει ο Λουκάς και είναι επίκαιρη λόγω της σημερινής Κυριακής.


Τη διδακτική αυτή ιστορία είναι άξιο θαυμασμού το πώς με τόση ενάργεια και εκπληκτική συντομία αναπαράγει μια ωραία φορητή εικόνα (αρχές 17ου αι.) της συλλογής του Ελληνικού Ινστιτούτου στη Βενετία, στο Μουσείο του Μεγάρου της Ελληνικής Αδελφότητας, δίπλα στον Αγιο Γεώργιο των Ελλήνων.


Η εικόνα (ξύλο, 35,5 Χ 31 εκ.) είναι έργο πιθανότατα του ζωγράφου Εμπορίου Βενεδίκτου και δωρήθηκε στην Αδελφότητα από τον «εκ Τρικάλων» ομογενή Δημήτριο Φιλίππη.


Η όλη σύνθεση επιγράφεται «Η του Ασώτου παραβολή», εκτυλίσσεται σε τρία επίπεδα, με τα αντίστοιχα επεισόδια και παρουσιάζει αρκετές δυτικές επιδράσεις.


Κάτω χαμηλά ο Χριστός καθισμένος σε βράχο αφηγείται στους 11, βεβαίως, μαθητές τη συγκεκριμένη παραβολή, που το κύριο νόημά της υπογράφεται στο ειλητάριο: «Πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου κ’ ουκέτι [ειμί άξιος κληθήναι υιός Σου]».


Στο δεύτερο επίπεδο η δραματική σκηνή της επιστροφής του Ασώτου ιδιαίτερα εύγλωττη στην εξέλιξή της. Δεξιά στην άκρη απεικονίζεται προοπτικά και με αρχαιοπρεπή στοιχεία το διώροφο πατρικό αρχοντικό, από όπου μόλις πετάχτηκε έξω ο ευτυχισμένος πατέρας που κλείνει στην αγκαλιά του τον μετανοημένο γιο, βυθίζοντας το γέρικο κεφάλι στον τράχηλό του και τον φιλά.


Εξαθλιωμένος εκείνος γονατίζει αφήνοντας κάτω την γκλίτσα του χοιροβοσκού.


Πίσω τους, στο κέντρο, τμήμα άλλου κτιρίου με κεραμοσκεπή στέγη και στοά στο ισόγειο, που αφήνει να φαίνονται χορευτές και χορεύτριες κομψές, οι οποίοι μοιάζουν να αιωρούνται με ελληνιστική χάρη υπό τους ήχους λύρας και αυλών. Το γλέντι είναι στο φόρτε του – είναι η χαρά που γίνεται «εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» – και θα ολοκληρωθεί με το πλούσιο δείπνο των γλεντοκόπων· ήδη ένας δούλος έχει σφαγιάσει «τον μόσχον τον σιτευτόν», καθώς πρόσταξε ο πατέρας.


Απέναντι και αριστερά, ο αντίλογος: η σκηνή με τον καλό γιο που μόλις γύρισε από τους αγρούς κουρασμένος και πληροφορείται έκπληκτος από νεαρό δούλο τα συμβάντα που βλέπει και ο ίδιος τώρα οργίλος: – Μα πώς; Για αυτόν ούτε ερίφιο δεν θυσίασε ποτέ ο πατέρας ούτε τέτοιο χαροκόπι έκανε όπως για τον άσωτο αδελφό του!


Σε ένα τρίτο υψηλότερο επίπεδο και στο αριστερό άκρο ο ζωγράφος απεικονίζει, σκόπιμα, την κατάντια του μέχρι χθες αρχοντόπουλου, κουρελή και πειναλέου χοιροβοσκού τώρα, που απλώνει το ισχνό του χέρι στον κάδο από όπου ταΐζει τους χοίρους του αφέντη, να πάρει κάτι για να καταλαγιάσει την πείνα του.


Πίσω το φτωχοκάλυβό του, στο άγριο τοπίο με τους απότομους ακανόνιστους βράχους και λίγα δέντρα.


Και στο γαλαζοπράσινο βάθος η μεγάλη πολιτεία όπου κατέφαγε «μετά πορνών» το πατρικό βιος και η θολή θέα και μνήμη της τον κάνει και αποφασίζει: «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου…». Ετσι έπραξε, «και είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη ότι νεκρός ήν και ανέζησε και απολωλώς ήν και ευρέθη».


Ολο το πολύπτυχο νόημα του χριστιανισμού, άνθρωπος – αμαρτία – μετάνοια – Θεός – Πατέρας – συγγνώμη, σε μια χωρίς θεολογικές φλυαρίες λιτή εικόνα. Μόνη πολυτέλεια το ολοφώτιστο πατρικό αρχοντικό – ο Παράδεισος.


Σκούρο καφετί το βάθος του όλου τοπίου, που το σπάζει η σοφή χρωματική διαβάθμιση στις φορεσιές των προσώπων και οι φωτοσκιάσεις στις πτυχώσεις τους. Ενώ στην πολυπρόσωπη σκηνή του Χριστού με τους μαθητές η μονοτονία αποφεύγεται με τη διαφορετική στάση του καθενός – κάποιοι συζητούν και μεταξύ τους -, την κινητικότητα του βλέμματος και των χειρονομιών για αυτά τα πρωτάκουστα που λέει γαλήνιος ο Χριστός.


Εξοχη η ψηλή φιγούρα του Πατέρα-Θεού με τον μπλε ποδήρη χιτώνα και το πορφυρό ιμάτιο να πτυχώνεται με φυσικότητα, καθώς ανασηκώνεται το χέρι του να αγκαλιάσει τον γονατιστό γιο.


Χαρούμενος πιο ‘κεί ο μικρός δούλος με τον κοντό κόκκινο χιτώνα του, καθώς με το ένα χέρι δείχνει στον θυμωμένο αδελφό το συγκλονιστικό σύμπλεγμα πατέρα – γιου.


Η σπάνια αυτή εικόνα, πιστεύω, δεν είναι τυχαία ούτε για την εποχή ούτε για τον δωρητή. Από τα τουρκοκρατούμενα Τρίκαλα καταγόταν ο δωρητής της και ο 17ος αι. ήταν ο δεύτερος σκληρός αιώνας του σκλαβωμένου στον αλλόπιστο κατακτητή ελληνικού λαού. Ενός λαού που ορφάνεψε από τους λογίους του, οι οποίοι κατέφυγαν στην Ιταλία, και η αγραμματοσύνη και η αμάθεια απειλούσαν ακόμη και αυτή την ελληνορθόδοξη παράδοσή του.


Η εν λόγω εικόνα, όπως βλέπει κανείς, έχει έντονο το αφηγηματικό και το δραματικό στοιχείο, τάση που ξεκινάει από την παλαιολόγειο αγιογραφία και υιοθετείται στο εξής από τη μεταβυζαντινή τέχνη.


Ενδεικτικές οι σκηνές ως προς αυτό της Σταύρωσης, του Επιταφίου Θρήνου, αλλά και των Μαρτυρολογίων και της Δευτέρας Παρουσίας.


Ετσι η εικονογραφία, με την αμεσότητα της εικόνας, συντελούσε όχι μόνο στη διδαχή της ελληνορθόδοξης παράδοσης στον λαό αλλά και στη συντήρησή της κατά τη μακραίωνη Τουρκοκρατία.


Καθώς μάλιστα η θεματική των εικόνων και το «πώς ιστορίζονται αι εκκλησίαι» καθιερώθηκε μέσω της «Ερμηνείας των ζωγράφων» του Διονυσίου του εκ Φουρνά, η εικονογραφία αθόρυβα έπαιζε σωτηριώδη για τον λαό ρόλο, δικαιώνοντας τη ρήση του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: «ζωγραφία σιωπώσα εν τοίχω, λαλεί πλείονα και ωφελιμότερα».


Η κυρία Ειρήνη Πιπερίγκου-Κυριαζή είναι ιστορικός – αρχαιολόγος.