Η δισκογραφία δεν μένει πια εδώ

Η δισκογραφία δεν μένει πια εδώ Οι πόρτες στο 127 της λεωφόρου Ηρακλείου έκλεισαν τον Απρίλιο του 1990. Η Columbia, το «γενικό στρατηγείο» της ελληνικής δισκογραφίας, σίγησε ύστερα από 60 χρόνια συνεχούς λειτουργίας Ριζούπολη, λεωφόρος Ηρακλείου 127. Δίπλα στις γραμμές του τρένου. Στην κυρία είσοδο αναρτημένη μια επιγραφή. Αλώβητη από τον χρόνο. Ταυτόσημη κάποτε με την


Ριζούπολη, λεωφόρος Ηρακλείου 127. Δίπλα στις γραμμές του τρένου. Στην κυρία είσοδο αναρτημένη μια επιγραφή. Αλώβητη από τον χρόνο. Ταυτόσημη κάποτε με την έννοια του δίσκου. Columbia. Η πρώτη φωνογραφική βιομηχανία. Ευρωπαϊκές η «λεοντή» και η ιδιοκτησία, ελληνικό όμως το περιεχόμενο. «Γενικό στρατηγείο» της εγχώριας δισκογραφίας για 60 χρόνια. Από τις πλάκες γραμμοφώνου ώς τα 45άρια και τα LP. Και από ‘κεί ώς την κασέτα και τους πρώτους δίσκους compact. Μια ολόκληρη κοινωνία πίσω από τα λόγια και τις μουσικές. Στούντιο, μεταγραφή (transfer), γαλβανοπλαστική, πρέσες ­ όλα τα στάδια παραγωγής ενός δίσκου συγκεντρωμένα σε 14 στρέμματα γης.


Σήμερα η σιδερένια πόρτα είναι κλειστή, χορταριασμένες οι αυλές, σπασμένα τα τζάμια. «Κάποτε ο χώρος ήταν γεμάτος ζουμπούλια». Εντονα τα σημάδια της φθοράς και της εγκατάλειψης. Τα πάντα σταματημένα στο εσωτερικό των κτιρίων. Οι χώροι άδειοι. Τα εναπομείναντα μηχανήματα ελάχιστα. Σκόρπιες ετικέτες στο πάτωμα. Σε μια γωνιά στοιβαγμένο μαύρο βινύλιο. Είδος προς εξαφάνιση και αυτό μετά την «εισβολή» του λέιζερ. Στις αποθήκες, ξεχασμένες λίγες μήτρες. Η ανθρώπινη απουσία αισθητή. Ερημα τα στούντιο. Ανεξίτηλες οι μνήμες. Και οι μουσικές. «Σ’ αυτό το δωμάτιο διάβασαν τα ποιήματά τους ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος. Εδώ πρωτοτραγούδησαν η Βέμπο, ο Γούναρης, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης». Τώρα, σιωπή. Αύριο, ίσως ένα καινούργιο πολιτιστικό κέντρο.


1929. Ιδρύεται η πρώτη μονάδα πλήρους παραγωγής δίσκων στην Ελλάδα από την αγγλική εταιρεία Grammophone. Εδρα της ο Περισσός. Διευθύνων σύμβουλος και ιδρυτικό μέλος ο Θεμιστοκλής Λαμπρόπουλος.


1930. Οι ηχογραφήσεις γίνονται με τρόπο «πρωτόγονο» σε ξενοδοχεία ή σε αποθήκες κατάλληλα διαμορφωμένες. Στη λεωφόρο Ηρακλείου αρχίζουν να λειτουργούν κάποια τμήματα. Ξεριζωμένοι Ελληνες από τη Μικρασία η πλειονότητα των εργαζομένων. Την ίδια χρονιά βγαίνει από τις πρέσες η πρώτη πλάκα σε 78 στροφές, φτιαγμένη από μεικτή πάστα με φούμο, καρβουνόσκονη, οινόπνευμα, γομμαλάκκα και επεξεργασμένο λεπτό χαρτί. Μεσοπόλεμος. Στη μικροαστική Αθήνα τον αέρα της Ευρώπης φέρνει ένας «ιθαγενής κοσμοπολίτης» που ξεκίνησε την καριέρα του στο Παρίσι με το ψευδώνυμο Αττίκ: ο Κλέων Τριανταφύλλου. Μεσουρανούν το «ελαφρό τραγούδι», το μελόδραμα, η οπερέτα. Στον αντίποδα ο Απόστολος Χατζηχρήστου, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Βαμβακάρης. Το «βαρύ» ρεμπέτικο ανθεί στις προσφυγικές γειτονιές της Δραπετσώνας, της Κοκκινιάς, του Πειραιά. Οι τύποι του γίνονται χαρακτήρες θεατρικοί στις επιθεωρήσεις της εποχής. Διακωμωδούνται και γοητεύουν το κοινό της προπολεμικής πλατείας. Οχι όμως και τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. «Η πρώτη φορά που είδα μπαγλαμά», θυμάται η Δανάη (Στρατηγοπούλου), ιδεώδης ερμηνεύτρια των μελωδιών του Αττίκ και όχι μόνο, «ήταν λίγο πριν από τον πόλεμο. Φωνογραφούσα όταν ο Αρεταίος ήρθε στο στούντιο και με παρακάλεσε να διακόψω για λίγα λεπτά. Είδα έναν ανθρωπάκο να μπαίνει με ένα προσωπάκι σαν περγαμηνή, μια ρεπούμπλικα απροσδιορίστου χρώματος φορεμένη στραβά και μια κουστωδία από χωροφυλάκους, και να βγάζει από την τσέπη της γκαμπαρντινούλας του ένα πολύ μακρύ «μάνικο» ­ χέρι οργάνου ­ που στο κάτω μέρος του είχε το κυρίως όργανο. Ενα πραγματάκι τόσο δα, όσο μισό λεμόνι. Ηταν ένας ρεμπέτης: ο Μπάτης. Οταν άρχισε να τραγουδά είχε μια φωνή τόσο βραχνή που θα μου μείνει αξέχαστη».


1936. Η δικτατορία του Μεταξά δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια στη δισκογραφία. Κατασκευάζεται το πρώτο επαγγελματικό στούντιο ηχογραφήσεων, το μετέπειτα γνωστό ως Στούντιο ΙΙΙ. Μηχανικός ήχου ο Ευάγγελος Αρεταίος. Φυσιογνωμία ευγενική και άριστος επαγγελματίας. «Από τους ανθρώπους που έφερναν το κατσαρολάκι με το φαγητό τους στο γραφείο». Υπεύθυνος, μαζί με τον «διάδοχό» του Νίκο Κανελλόπουλο, για την εκπληκτική ποιότητα των ηχογραφήσεων της εποχής. «Οι γραμμοφωνήσεις από τότε ώς και τα μέσα του ’50 γίνονται σε κερί», θυμάται ο Γιώργος Βίτσος, τεχνικός στο εργοστάσιο της Columbia από το 1948. «Ενα πολύ σκληρό μείγμα με λεία επιφάνεια. Στο στούντιο υπήρχαν δύο μικρόφωνα: ένα για τους μουσικούς και ένα για τον τραγουδιστή ­ τοποθετημένο λίγο μακρύτερα συνήθως, για να παίρνει η φωνή χώρο. Οι καλλιτέχνες έπαιζαν όλοι μαζί. Ο ήχος περνούσε από μια μικρή κονσόλα ελέγχου και γραφόταν κατευθείαν στο κερί. Ο «μηχανικός» έβλεπε με έναν φακό τη χάραξη, αν δηλαδή τα αυλάκια ήταν ομοιόμορφα και όχι αλλού βαθύτερα κι αλλού ρηχότερα. Ελεγε το «οκέι» και στη συνέχεια πήγαινε στο transfer». Δύο τα γκρουπ εταιρειών της δεκαετίας: Columbia – His Master’s Voice και Odeon – Parlophone. Θα ορίσουν την ελληνική δισκογραφία ώς και τα τέλη του ’50. Στις επιλογές του ρεπερτορίου τους σπουδαίοι μουσικοσυνθέτες της προσφυγιάς: Παναγιώτης Τούντας, Σπύρος Περιστέρης, Δημήτρης Σέμσης (Σαλονικιός), αλλά και Κώστας Γιαννίδης, Μιχάλης Σουγιούλ, Θεόδωρος Παπαδόπουλος, Νίκος Χατζηαποστόλου. Τα τεχνικά μέσα φτωχά. Οι δυσκολίες της φωνοληψίας μεγάλες. «Δεν μπορούσαμε να ακούμε συγχρόνως την ηχογράφηση», τονίζει ο συνθέτης λαϊκών τραγουδιών και μαέστρος στην Columbia από το 1953 ως το 1963 Θόδωρος Δερβενιώτης. «Οταν γινόταν λάθος ήμασταν αναγκασμένοι να πάμε ξανά απ’ την αρχή. Χάναμε χρόνο και χρήματα γιατί το κάθε κερί στοίχιζε ακριβά. Σήμερα ένας πεπειραμένος μουσικός μπορεί να βρει χίλια λάθη σε μια πλάκα απ’ αυτές. Ποιότητα ακουστικής όμως δεν θα ξαναβρεί τέτοια». Οι γραμμοφωνήσεις της εποχής περνάνε στην ιστορία.


1940. Κατοχή. Το προσωπικό συρρικνώνεται. Πείνα και φόβος. Ο Αρεταίος ­ τεχνικός διευθυντής πια ­ φυλακίζεται για την παραγωγή δίσκων της Σοφίας Βέμπο που… σατίριζαν τον Μουσολίνι. Το τυπογραφείο ανατινάζεται. Φημολογείται ότι τύπωναν σε αυτό αντιστασιακό υλικό. Μετά τον πόλεμο το μπουζούκι γίνεται αποδεκτό σε ευρύτερους κοινωνικούς χώρους. Δίπλα στη Βέμπο, στη Μελάγια, στον Μαρούδα και στον Γούναρη είχε κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα την εμφάνισή του ένα αξέχαστο δίδυμο, ο Στέλιος Περπινιάδης και η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, που σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Το ρεμπέτικο εξευγενίζεται. Τα τραγούδια βγαίνουν απ’ την ψυχή. Μιλάνε για την αγάπη, τον πόνο, τη φτώχεια, τη μιζέρια, την ξενιτιά. Σήμερα, πού τα αντικρίζεις αυτά; Στο εργοστάσιο σεβόταν ο ένας τον άλλον. Οταν χαλούσαμε πολλά κεριά, ο Αρεταίος νευρίαζε αλλά να βρίσει δεν ήξερε». «Οι μουσικοί τελείωναν από τα κέντρα τις πρωινές ώρες και πήγαιναν κατευθείαν στο στούντιο», θυμάται ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Γιάννης Σταματίου ή «Σπόρος» όπως τον ονόμασε ο Μανώλης Χιώτης. «Οταν ο καιρός ήταν ζεστός, ανοίγαμε την πίσω πόρτα και περιμέναμε να αρχίσει το νταβαντούρι. Είχαμε ένα πιάνο με ουρά, σκεπασμένο πάντα με πανί. Είχαμε και δυο-τρεις πάγκους 1Χ1 μ. όπου έπαιζαν οι μουσικοί. Τους ένωνα, ξάπλωνα πάνω και σκεπαζόμουνα με το πανί». Και συνεχίζει: «Οι ηχογραφήσεις άρχιζαν στις 8.00 το πρωί. Ηταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Δεν πηγαίναμε για τα χρήματα, έπαιζε ρόλο το μεράκι. Τα τραγούδια βγαίνανε ψυχωμένα. Οχι μηχανικά, πλαστικά. Η μαγκιά βέβαια ήταν να τα παίξεις μια κι έξω, από το Α ως το Ω». Στο στούντιο πήγαιναν σχεδόν έτοιμοι. «Οι πρόβες γίνονταν τότε στο σπίτι του συνθέτη, ο οποίος δούλευε όπως ο ράφτης», περιγράφει ο Θ. Δερβενιώτης. «Εραβε πάνω στο «σώμα», από το οποίο είχε πάρει μέτρα. Γι’ αυτό και δένανε τα τραγούδια με τους τραγουδιστές».


1955. Η Columbia εξελίσσεται τεχνολογικά. Στο στούντιό της ηχογραφούν όλες οι δισκογραφικές εταιρείες. Αρχίζει η συνεργασία και με άραβες παραγωγούς. «Ερχονταν με τις παραδοσιακές ενδυμασίες τους για να ηχογραφήσουν. Στο ευρύτερο κομμάτι της Ανατολικής Μεσογείου δεν υπήρχε ανάλογο εργοστάσιο», τονίζει ο Δ. Φεργάδης, τεχνικός τότε στο εργοστάσιο και διευθυντής συντονισμού στη σημερινή Minos-ΕΜΙ. Την ίδια χρονιά στο «γενικό στρατηγείο» της ελληνικής δισκογραφίας συντελείται μια μεγάλη μεταβολή που έμελλε να καθορίσει το μέλλον της: βγαίνει ο πρώτος δίσκος extended play 45 στροφών. «Από τις 16 πρέσες που έβγαζαν 78άρια μετατρέψαμε τις τέσσερις. Τοποθετήσαμε καινούργια καλούπια. Το νέο υλικό ερχόταν από το εξωτερικό. Ηταν ένα θερμοπλαστικό είδος. Λεγόταν βινύλλιο και έμοιαζε με τον τραχανά», περιγράφει ο Γ. Βίτσος. «Το ζεσταίναμε σε υψηλές θερμοκρασίες και το βάζαμε στις πρέσες».


Το πρώτο 45άρι ήταν το «Mexican Fiesta», ένα ορχηστρικό κομμάτι με ασπρόμαυρη ετικέτα Odeon. «Ο κόσμος το είδε με φόβο. Είχε γραμμόφωνα. Δεν ήθελε να τα πετάξει για να πάρει πικ-απ. Γι’ αυτό και τον πρώτο χρόνο η παραγωγή ήταν περιορισμένη. Δεν ξεπέρασε τα 1.800 κομμάτια, μεταγραφές τα περισσότερα από τις πλάκες γραμμοφώνου». Τον Οκτώβριο του 1958 βγαίνει το πρώτο αυθεντικό 45άρι, ενώ ως το 1959 οι μεγάλες εταιρείες δεν εγκαταλείπουν την κυκλοφορία δίσκων και σε 78 στροφές.


Στον μουσικό χώρο το ρεμπέτικο «εξελίσσεται» σε γνήσιο λαϊκό. Είναι η εποχή του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Χιώτη, του Μητσάκη, του Καλδάρα. «Οι λαϊκοί συνθέτες ήταν πρακτικοί», τονίζει ο Ι. Σταματίου. «Πολλές φορές μού έδιναν σκελετούς μόνο της μελωδίας. Παρτιτούρες δεν υπήρχαν. Μεγάλο βάρος έδιναν στον στίχο. Εβγαινε από την ψυχή του λαού, που τότε υπέφερε. Η ορχήστρα έπαιζε στο στούντιο όπως και στο πάλκο. Τα λαϊκά μαγαζιά ήταν τα καμπαρέ τού τότε. Με στολίδι ένα μπουζούκι από το άπειρο. Οι «κορσέδες» μάς ζήλευαν γιατί δουλεύαμε όλη τη σεζόν, ενώ εκείνοι όχι». Στην απέναντι όχθη ο Μουζάκης, ο Κορίνθιος, ο Σμυρναίος, ο Βέλλας, ο Κατριβάνος συνεχίζουν την παράδοση του Αττίκ. Το μπουζούκι όμως έχει πλέον εισχωρήσει και στις δικές τους ορχήστρες. Τα αρχοντορεμπέτικα «κλέβουν την παράσταση» ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Το χάσμα ανάμεσα στο «ελαφρό» και στο «λαϊκό» μικραίνει, αλλά δεν παύει να υπάρχει. «Οι «ευρωπαϊστές» ήταν μορφωμένοι, απόφοιτοι ωδείου οι περισσότεροι, με σπουδές 10-15 χρόνων», θυμάται η Ελίζα Μαρέλλη, μια από τις μεγαλύτερες φωνές του ευρωπαϊκού τραγουδιού που ξεκίνησε την καριέρα της το 1956, προλαβαίνοντας και τις τελευταίες ηχογραφήσεις με κερί. «Ο τραγουδιστής τότε έπρεπε να είναι ήρωας. Απορώ πώς βγήκαν αυτά τα αριστουργήματα. Ισως γιατί σε κάθε ερμηνευτή υπήρχε το πάθος». Στο στούντιο εμφανίζεται το κουβούκλιο με τις τρεις πλευρές. Η φωνή έχει τώρα τη δυνατότητα να απομονώνεται από την ορχήστρα.


1961. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγουδά στον «Επιτάφιο» του Μίκη Θεοδωράκη. Πρώτος δίσκος μακράς διαρκείας (LP). Την ίδια εποχή ο Μίμης Πλέσσας σπάει το «μονοπώλιο» της Columbia με τη δημιουργία του πρώτου ιδιωτικού στούντιο ηχογραφήσεων στη Στοά Νικολούδη. Χρόνια της «έντεχνης» λαϊκής δημιουργίας και των συναυλιών. Ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Γκάτσος και ο Ρίτσος συναντούν τον Χατζιδάκι, τον Μαρκόπουλο και τον Ξαρχάκο. Αρχίζει η υπερπαραγωγή. «Οι δημιουργοί είναι τώρα υποχρεωμένοι να γράφουν 12 τραγούδια. Ερχεται ο κορεσμός», υποστηρίζει ο Ι. Σταματίου. «Παλαιότερα κυκλοφορούσαν δέκα δίσκοι των 45 στροφών τον μήνα με 20 λαϊκά τραγούδια, τρεις – τέσσερις με ελαφρά, δύο με δημοτικά και ένας με κρητικά. Ο συνθέτης ήταν επομένως υποχρεωμένος να φτιάξει κάτι ποιοτικό για να κάνει επιτυχία».


1964. Εγκαινιάζονται τα υπερσύγχρονα Στούντιο Ι και ΙΙ και γίνεται η πρώτη στερεοφωνική ηχογράφηση. «Οταν μπαίνουν οι κονσόλες με τα πολλά κανάλια, όλα πλέον είναι στημένα, εγκεφαλικά», επισημαίνει ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, μηχανικός ήχου στο εργοστάσιο από το 1962. «Προκειμένου να διασώσουμε τη φρεσκάδα του τραγουδιστή εφαρμόσαμε το σύστημα playback. Οι παρτιτούρες κάνουν την εμφάνισή τους και στις λαϊκές συνθέσεις. Η ορχήστρα του πάλκου δεν αρκεί για να αποδώσει τα τραγούδια στον δίσκο, πρέπει να εμπλουτιστεί. Προβάλλει η ανάγκη της ενορχήστρωσης, κάτι που απαιτεί καλές γνώσεις της μουσικής και των οργάνων. Παράλληλα αλλάζει και το τελικό αποτέλεσμα της ηχογράφησης. Ως τότε έπρεπε να είναι «παγώνι», όπως έλεγε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Δηλαδή η φωνή να είναι στην κεφαλή και η ορχήστρα απλωμένη πίσω. Σιγά σιγά καταφέραμε να πάρουμε από το βάθος την ουρά του «παγωνιού» και να την κάνουμε βεντάλια, πίσω ακριβώς από τα αφτιά και την κόμη του ερμηνευτή».


1970. Οι καιροί της «μεγάλης αγρύπνιας». Παράγεται η πρώτη ηχογραφημένη κασέτα. «Οταν μεταγράφαμε ένα τραγούδι στο transfer είχαμε δίπλα μας τους στίχους που είχαν εγκριθεί από την «Επιτροπή Ελέγχου». Αυτό συνέβαινε ακόμη και στα δημοτικά και στα θρησκευτικά. Κανένας δίσκος δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει αν δεν είχε αριθμό αδείας», θυμάται ο Γ. Βίτσος. «Ηταν δύσκολα χρόνια. Οι εργαζόμενοι φοβούνταν. Στον νου μου έρχεται ο Κώστας Βάρναλης. Την εποχή εκείνη δεν είχε πια δικαιώματα στους δίσκους του. Λίγοι ήταν αυτοί που τον πλησίαζαν για να του πουν μια κουβέντα ή μια «καλημέρα»», μας λέει ο Δ. Φεργάδης. «Κάθε φορά λοιπόν που τον ρωτούσα τι κάνει, έβαζε το χέρι στ’ αφτί και μου απαντούσε: Μαύρη μαυρίλα εδώ, παιδί μου».


1977. Αρχίζει η λειτουργία του μεγάλου λιθογραφείου. Οι 33 στροφές εκτοπίζουν σιγά σιγά τις 45. Το τελευταίο δισκάκι βγαίνει το 1980. Η ζήτηση αυξάνεται. Το προσωπικό της Columbia φθάνει τα 460 άτομα και δουλεύει φουλ τρεις βάρδιες. Το 1977 το εργοστάσιο παίρνει την 75η θέση στις πιο συναλλαγματοφόρες εξαγωγικές εταιρείες της Ελλάδας. Εναν χρόνο αργότερα ιδρύει το πλέον σύγχρονο κέντρο διανομής.


1990. Στις 30 Απριλίου η ΕΜΙ, η δισκογραφική εταιρεία στην οποία ανήκουν οι εγκαταστάσεις, εστιάζει το ενδιαφέρον της στην εμπορία και προώθηση των δίσκων. Το παραγωγικό – βιομηχανικό τμήμα μένει ανοιχτό σε ορισμένες μόνο χώρες της Ευρώπης. Η Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτές. Στα κτίρια της λεωφόρου Ηρακλείου μπαίνει λουκέτο. «Πάμε βόρεια» με τον Νίκο Νομικό η τελευταία εκτύπωση σε πρέσα του εργοστασίου.


1996. Στον Περισσό απομένουν οι οικονομικές υπηρεσίες και το κέντρο διανομών της σημερινής Minos-ΕΜΙ. «Θα έπρεπε οι χώροι αυτοί να μην καταστραφούν», τονίζει ο Δ. Φεργάδης. «Για κάποιους ίσως να μην παρουσιάζουν ενδιαφέρον από πλευράς αρχιτεκτονικής. Θα μπορούσαν όμως να χρησιμοποιηθούν ως χώροι συναυλιών ή και γενικότερα πολιτιστικών εκδηλώσεων».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.