Το περιοδικό ενηλικιώθηκε. Εκλεισε τα 18 χρόνια του αλλά συνεχίζει να φιλοξενεί τους πιο ζωντανούς εκπροσώπους του παγκόσμιου μοντέρνου κόμικς και να εκφράζει τους καλλιτεχνικούς αλλά και τους πολιτικούς προβληματισμούς ενός κατά βάσιν νεανικού κοινού
Φεβρουάριος 1981. Σχεδόν από το πουθενά, στα ελληνικά περίπτερα έκανε την εμφάνισή του ένα περιοδικό αλλιώτικο από τα άλλα. Τίτλος του «Βαβέλ» (με πλάγια γράμματα που θυμίζουν τα κλασικά Times της τυπογραφίας, δουλεμένα με ραπιδογράφο). Αντικείμενό του τα κόμικς όχι ως τέχνη που αφορά την αναψυχή και ενδεχομένως τη διάπλαση των παίδων, αλλά ως ενήλικη τέχνη με πολύπλοκους εκφραστικούς κώδικες. Το εγχείρημα αβέβαιο. Ηδη η πρώτη απόπειρα έκδοσης αντίστοιχου κόμικς, η «Κολούμπρα», είχε πέσει άδοξα αφήνοντας μόνο μια μικρή ικανοποίηση στους εμπνευστές της και χρέη. Το ευτύχημα ήταν ότι δύο μόλις μήνες πριν από την έκδοση της «Βαβέλ» είχε αρχίσει να κυκλοφορεί και το περιοδικό «Μαμούθ», με την ίδια λογική. Ενα στοιχείο διαφοροποιούσε τις δύο φιλόδοξες εκδόσεις: η «Βαβέλ» ενείχε έντονο το στοιχείο της πολιτικής κριτικής.
Δεκαοκτώ χρόνια (και κάτι) μετά την ηρωική εκείνη εισβολή η «Βαβέλ» συνεχίζει να βρίσκεται «επί των επάλξεων». Πιο μεγάλη σε σχήμα, με πλήθος έγχρωμες σελίδες, συνεχίζει να φιλοξενεί τους πιο ζωντανούς εκπροσώπους του παγκόσμιου μοντέρνου κόμικς και να εκφράζει τους καλλιτεχνικούς αλλά και τους πολιτικούς προβληματισμούς ενός κατά βάσιν νεανικού κοινού που αρνείται με έμφαση τα πολιτικά (και κυρίως τα κομματικά) στερεότυπα. Οι συντελεστές του έχουν μεγαλώσει πλέον αλλά συνεχίζουν με το ίδιο πείσμα και το ίδιο ζωντανό νεανικό πνεύμα.
Πάντα κάτω από τις ίδιες αντιξοότητες. Η «Βαβέλ» δεν έγινε εκδοτικό συγκρότημα, οι συντελεστές της δεν έβγαλαν λεφτά. Ισως γι’ αυτό επιμένουν να κάνουν το κέφι τους έστω και αν το πληρώνουν με συρρίκνωση του ελεύθερου χρόνου τους. Αλλά ο χρόνος που χαρίζεις στις μεγάλες αγάπες σου δεν είναι κατά βάσιν χρόνος ξανακερδισμένος;
Τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι του περιοδικού αποφάσισαν να βγουν από τον στενό χώρο των γραφείων τους και να συναντήσουν (αλλά και να διευρύνουν) το κοινό τους σε έναν πιο ευρύχωρο χώρο.
Φέτος, διοργανώνουν για τέταρτη συνεχή χρονιά το Φεστιβάλ Κόμικς της «Βαβέλ» στο Γκάζι, από τις 8 ως τις 14 Σεπτεμβρίου. Εχει πλούσιο μενού και δεν θα μας έπαιρνε ο χώρος αν το δημοσιεύαμε ολόκληρο. Αναγκαστικά πρέπει κανείς να γίνει επιλεκτικός:
Το πρώτο τεύχος του περιοδικού έδινε μεγάλη έμφαση στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Στο Γκάζι μπορείτε να δείτε σχέδια και πρωτότυπα κόμικς των ρεκτών του είδους Moebius, Enki Bilal, Fabbri, Frezzato, Palumbo, Rosenweig καθώς και τους δημιουργούς των δημοφιλέστατων στην Ιταλία σειρών κόμικς επιστημονικής φαντασίας «Nathan Never» και «Legs Weaver».
Οι πληροφορίες που έχουμε για την κόμικς σκηνή της Βρετανίας είναι ελάχιστες. Στην ενότητα την αφιερωμένη στη «νέα βρετανική σκηνή» των κόμικς υπάρχει η ευκαιρία της γνωριμίας με ονόματα όπως οι Simon Bisley, Jamie Hewlwtt, Dave Gibbons, Bryan Talbot, Chris Reynolds, Oscar Zarate, Ian Gibson. Υπεύθυνος ο εκδότης του λονδρέζικου περιοδικού «Escape».
Εκθεση με έργα καλλιτεχνών από τις χώρες της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, όπου είναι ενδεικτική η αναντιστοιχία των προβληματισμών των νέων σε ηλικία καλλιτεχνών με τους εθνικισμούς και τον «επίσημο λόγο» της προπαγάνδας των καθεστώτων. Λεπτομέρεια (όπως την κατέθεσε ο εκ της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού κ. Γιώργος Σιούνας): «Οσο και αν ψάξαμε, δεν μπορέσαμε να βρούμε αντίστοιχη φωνή που να προέρχεται από την Κροατία»! Τα συμπεράσματα δικά σας.
Ελληνες σχεδιαστές. Το περιοδικό πάντα λειτουργεί ως χώρος υποδοχής νέων ελλήνων εικονογράφων. Ανάμεσα στους εκθέτοντες θα βρείτε δουλειές του Λέανδρου Κοκκόρη και του Δημητρίου οι προτιμήσεις δεν κρύβονται.
Εκθεση με έργα του David Mazzuchelli. Ενας Ιταλός στη Νέα Υόρκη που είχε την ευτυχία να μαθητεύσει πλάι στον (σπουδαίο) Frank Miller και να δημιουργήσει μαζί του έναν από τους πιο ανατρεπτικούς Μπάτμαν. Και αυτό ήταν η αρχή…
Εκθεση του Bred Anderson, σχεδιαστή του ανεξάρτητου αμερικανικού κόμικς «Astro City».
Παρουσίαση του σλοβένικου περιοδικού για κόμικς «Stripburger». Εκδίδεται από το 1992 και συνεχίζει να φιλοξενεί συνεργασίες από όλες τις χώρες της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας.
Ακόμη, ατομική έκθεση του πρωτοποριακού γραφίστα της αποδόμησης (πώς γίνεται άραγε αυτό;) David Carson, την έκθεση «Actus Tragicus» καλλιτεχνών από το Ισραήλ που συνδυάζουν την υψηλή τέχνη και το αντεργκράουντ, ανθολογία εξαιρετικών σκηνών από ταινίες επιστημονικής φαντασίας που επιλέγει ο σκηνοθέτης Αγγελος Φραντζής (επί τη ευκαιρία, πώς πάει η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που ετοιμάζει, το «Polaroid»;), εικαστική έκθεση με θέμα τη βία στα γήπεδα που επιμελείται ο Θανάσης Μουτσόπουλος και πλήθος ακόμη εκδηλώσεις. Και όλα αυτά διανθισμένα με τη μουσική ελληνικών ροκ συγκροτημάτων, που θα καταθέτουν τη ζωντάνια τους κάθε βράδυ.
Και κάτι εξίσου δελεαστικό. Η είσοδος είναι ελεύθερη! Υπάρχουν δηλαδή ακόμη άνθρωποι που δουλεύουν χωρίς να προσδοκούν άμεσο κέρδος… Για κοίτα τι συμβαίνει γύρω μας!
ΦΛΕΒΑΡΗΣ (έτσι το έγραφαν τότε) 1981. Τεύχος πρώτο. Εγχρωμο εξώφυλλο, γνωριμία με άγνωστα πρόσωπα των κόμικς. Μεταξύ άλλων, Reiser (πικρόχολος και αηδιασμένος), Copi (σαρκαστής της σεξουαλικότητας και της ύπαρξης), Wolinski (κομμουνιστής χιουμορίστας χωρίς παρωπίδες) και η πρώτη εμφάνιση της θρυλικής «Βαλεντίνα» του Guido Crepax με την ιστορία «Η στροφή του Λέσμο». Εκδότρια η Νίκη Τζούδα (η ίδια και σήμερα). Εκδοτικός φορέας ο οίκος «Ars Longa (Vita Brevis)» που σημαίνει «Η τέχνη μακρά, ο βίος βραχύς». Διακήρυξη αρχών «για παρέμβαση σε ό,τι γίνεται γύρω μας». Αποδεικνύεται ότι είναι συνεπείς.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 1981. Τεύχος 7. Πρώτη εμφάνιση του Γιάννη Καλαϊτζή σε αντικείμενο διαφορετικό από το πολιτικό κόμικς – καρικατούρα. Γεννιέται η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» βινιέτα από το προλογικό επεισόδιο δημοσιεύεται στο εξώφυλλο. Στο ίδιο τεύχος πρώτη δημοσίευση κόμικς του Αρκά (ο μετέπειτα περίφημος για τη σεξουαλική του πείνα και τον σαρκασμό του Κόκορας). Η υπόσχεση για την παρουσίαση δουλειάς ελλήνων σχεδιαστών γίνεται πράξη.
ΜΑΗΣ 1982. Τεύχος 15. Ως εκδότης εμφανίζεται πλέον ο Γιώργος Μπαζίνας. Πρώτη εμφάνιση μεγάλης ιστορίας που υπογράφει ο Enki Bilal, της «Γιορτής των αθανάτων». Εχει ήδη μεσολαβήσει η δημοσίευση της πρώτης επίσης μεγάλης κόμικς ιστορίας του Ιταλού Altan («Ada», λίγο καιρό αργότερα θα ακολουθήσει ο «Colombo»), καθώς και ένα πολιτικό τεύχος αφιερωμένο στα γεγονότα της εξέγερσης των πολωνών εργατών και του πραξικοπήματος του Γιαρουζέλσκι, που έβαλε σε μεγάλη ιδεολογική περιπέτεια την τότε ελληνική Αριστερά.
ΜΑΡΤΙΟΣ (πλέον) 1984. Τεύχος 35. Εξώφυλλο που κάνει αίσθηση: κόμικς από τη φυλακή του καταδικασμένου για συμμετοχή στις Ερυθρές Ταξιαρχίες Mario Dalmaviva: «Ενα πράγμα με αγχώνει, τα άλλα με καταθλίβουν». Ακόμη: Munoz-Sampayo, o θεωρούμενος δεξιός σαρκαστής του πνεύματος του γαλλικού Μάη Lauzier και ένα διήγημα του Μπορίς Βιαν. Η στήλη με λογοτεχνικά κείμενα έχει εγκαινιασθεί λίγο νωρίτερα και η δημοσίευση αποσπασμάτων από την «Αβάσταχτη ελαφράδα της ύπαρξης» (έτσι είχε αποδοθεί ο τίτλος του μυθιστορήματος του Κούντερα) με σχολιαστικές βινιέτες του Altan συζητιόταν επί μήνες.
ΜΑΡΤΙΟΣ – ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1985. Τεύχος 47-48. Το περιοδικό έχει διασπασθεί. Ο Γιώργος Μπαζίνας ήδη έχει αρχίσει να εκδίδει το περιοδικό «Παρά Πέντε», με άριστες προϋποθέσεις υψηλής ποιότητας συναγωνισμού. Η «Βαβέλ» ανασυντάσσεται με εκδότρια τη Νίκη Τζούδα και κάνει ένα πλήρες αφιέρωμα στο ιταλικό περιοδικό «Frigidaire», σκληρό, βίαιο, στις παρυφές ενός ανυπότακτου μεταμοντερνισμού. Mattioli, Liberatore (ο δημιουργός του μυθικού Ranxerox) και το τρομερό παιδί των ιταλικών κόμικς, ο Andrea Pasienza, κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1991. Τεύχος 118. Το περιοδικό γιορτάζει τα 10 χρόνια του. Εξώφυλλο μια θελκτική κορασίς διά χειρός Milo Manara (για πολλούς ανανεωτής των ερωτικών κόμικς, για άλλους απλώς καλός τεχνίτης που το πωλούσε). Ορατές οι γραφιστικές αναζητήσεις. Επιπλέον ήδη έχει αρχίσει η (βραχυχρόνια) δημοσίευση κόμικς του μετρ της κόμικς περιπέτειας Hugo Pratt (και του ήρωά του Κόρτο Μαλτέζε). Εναρξη του φλερτ με το εικαστικό ρεύμα της transavangardia, που μάλλον ταλαιπώρησε το περιοδικό παρά του προσέφερε νέες ιδέες.
ΜΑΡΤΙΟΣ 1996. Τεύχος 167. Το σχήμα έχει ήδη μεγαλώσει. Η στήλη «Αεροπλανάκι», που περιείχε κυρίως ειδήσεις από την παγκόσμια κόμικς αγορά, έχει αρχίσει και παίρνει έντονα πολιτικό – παρεμβατικό χαρακτήρα. Το περιοδικό ανακτά σιγά σιγά το παλαιό του σφρίγος. Και στο εξώφυλλο, έπειτα από διάφορες γραφιστικές εφαρμογές με ζωγραφισμένα γυναικεία κορμιά να δεσπόζουν (στο άσχετο), ο Moebius. Στα περιεχόμενα και οι πρώτες δουλειές μιας νέας φουρνιάς ελλήνων καλλιτεχνών που αποφεύγουν τα τετριμμένα.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1997. Τεύχος 187. Εχει πάρει ξανά τον δρόμο του έστω και αν κυκλοφορεί πιο αραιά. Σχεδόν μόνιμοι οι βάναυσοι σαρκαστές Edika, Vuillemin, Ralf Konig και ο ευγενέστερος Altan. Και στο εξώφυλλο (επιτέλους) ο νεαρός έλληνας σχεδιαστής Λέανδρος που ήδη έχει διαβεί την πύλη της Σχολής Καλών Τεχνών. Από τότε ίσαμε σήμερα το ύφος του περιοδικού παραμένει συνεπές στις απαιτήσεις των εμπνευστών του. Και των πιστών αναγνωστών του άλλωστε.
Ο εμιγκρές, ο φαντασιόπληκτος, ο καλός μαθητής και οι γιουγκοσλάβοι φίλοι
Γεννήθηκε στο Βελιγράδι, στις 7 Οκτωβρίου 1951. Στο Παρίσι από 10 χρόνων. Γίνεται ευρύτερα γνωστός με την τριλογία που ξεκινά με τη «Γιορτή των αθανάτων» και ήρωα τον Αλσιντ Νικοπόλ που έχει μηχανικό πόδι, τον κυνηγούν παράξενες εξουσίες και μοιάζει με τον αγαπημένο ηθοποιό του καλλιτέχνη, τον Μπρούνο Γκανζ. Οι εξπρεσιονιστικές αλληγορίες του, πάντα με πολιτικές προεκτάσεις, κινούν το ενδιαφέρον, ιδίως όταν αναφέρεται στη διεφθαρμένη αυταρχική νομενκλατούρα των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού («Παρτίδα κυνηγιού») και, τελευταία, όταν στο τελευταίο του κόμικς μιλάει με πραγματικό σπαραγμό για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας («Ο ύπνος του τέρατος»). Καμία σχέση με τον εξιδανικευτικό και σχεδόν απολογητικό τόνο για το ίδιο ζήτημα του Κουστουρίτσα…
Μέμπιους. Ο μετρ της λεπτομέρειας
Παλαίμαχος. Γεννημένος στις 8 Μαΐου 1938, είχε τραυματισμένα παιδικά χρόνια και το ονοματεπώνυμο Jean Giraux. Γίνεται γνωστός με τον καουμπόη ήρωα Blueberry που σχεδίασε για το περιοδικό «Pilote», αλλά σύντομα θα προσχωρήσει στο πιο αβανγκάρντ «Harakiri» (το περιοδικό που προανήγγειλε τον γαλλικό Μάη του ’68), όπου θα ασκήσει τις λεπτές, όλο λεπτομέρεια, γραμμές του στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Κάποια στιγμή θα συναντηθεί με τον Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι και θα απογειωθεί. Καρπός αυτής της συνεργασίας τους «Το Ινκάλ» (σε πέντε τόμους), μια επική τοιχογραφία όπου όπως γράφτηκε «συνδυάζονται η μαγική περιπέτεια και τα ταρώ, το απρόοπτο με την τραγωδία». Στη συνέχεια ο Moebius πήρε διαβατήριο για την Αμερική, προκειμένου να ανανεώσει έναν από τους ιστορικούς τίτλους του σύμπαντος της Marvel, τον Silver Surfer. Εμεινε αρκετά αλλά μαθημένος σε άλλους τρόπους εργασίας, μακριά από τις ντιρεκτίβες του βιομηχανικού κόμικς, επέστρεψε στη Γαλλία.
Τι θα ήταν ο Ντέιβιντ Μαζουτσέλι αν στη διαδρομή του δεν είχε συναντήσει τον Φρανκ Μίλερ, ίσως τον σημαντικότερο εν ζωή «σκηνοθέτη» των κόμικς; Στις αρχές του 1987, σε σενάριο του Μίλερ, ο Μαζουτσέλι εργάζεται σε μια σειρά τεσσάρων επεισοδίων του Μπάτμαν με γενικό τίτλο «Year One». Φουτουριστικό σκηνικό, πολλοί εσωτερικοί μονόλογοι, αδρό αφαιρετικό σκίτσο, ξεπλυμένα χρώματα, βία. Τον Αύγουστο του 1997 τον συναντούμε να δίνει νέα πνοή σε έναν τίτλο της Marvel, τον Daredevil, τον εξαιρετικά αντιφατικό χαρακτήρα του οποίου επίσης είχε πλάσει πολύ νωρίς ο Μίλερ.
Οι γείτονες από τη Γιουγκοσλαβία
Ο ένας είναι από τη Σλοβενία και ονομάζεται Tomaz Lavriz. Δεν του άρεσαν τα παιχνίδια που παίχτηκαν στη Γιουγκοσλαβία και αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον πόλεμο χωρίς στερεότυπα και προκαταλήψεις. Τυπικά μουσουλμάνος, αλλά δεν διαλέγει στρατόπεδο. Εχει καθαρή γραμμή, ξέρει καλά να ανελίσσει τη δράση με κινηματογραφικό ντεκουπάζ και έχει πάντα έναν στόχο: την ανάδειξη της συλλογικής ανοησίας που υποκινεί τους πολέμους υπό το πρόσχημα του εθνικού. Σαρκαστής, πρωτοεμφανίστηκε στη «Βαβέλ» με ένα κόμικς όπου τους στρατιώτες (εκεί να δείτε πατριωτική προθυμία) από αντίπαλα χαρακώματα ενώνουν οι ήχοι του ροκ.
Ο άλλος ζει στο Βελιγράδι. Λέγεται Aleksandar Zograf και ζωγραφίζει καρικατουρίστικα, εν είδει ημερολογίου εικονογραφημένου, την καθημερινότητα των βομβαρδισμών. Γνωρίζει τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονταν την περίοδο εκείνη, δεν του αρέσει που τρώει τις μπόμπες κατακέφαλα, αλλά και δεν μπορεί να στρατευθεί με την επίσημη προπαγάνδα του καθεστώτος Μιλόσεβιτς. Σχεδιάζει την ανθρώπινη πλευρά των βομβαρδισμών, τον φόβο του απλού πολίτη, την απέχθειά του προς τα πολιτικά παίγνια. Αν οι πολεμικές μηχανές δεν ήξεραν από τέχνη, σας διαβεβαιώ ότι αυτός και μια δράκα καλλιτέχνες (όχι κατ’ ανάγκην ομότεχνοί του) θα μπορούσαν να κάνουν μεγαλύτερη ζημιά στους εθνικισμούς που καλλιεργήθηκαν στη διαλυμένη οριστικά πλέον ομοσπονδία. Στα Βαλκάνια όμως (αλλά και εκείθεν της βαλκανικής σαλάτας, εκεί όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) οι αποστάσεις από τα συνθήματα μιας άλλης, εξεγερμένης (έστω και για το τίποτε) εποχής είναι πλέον μεγάλες. Ποια ανταλλακτική αξία μπορεί να έχει ένα σύνθημα όπως «ένα γέλιο ή ένας λυγμός θα τους θάψει»;