Σαν πανέμορφα πακέτα με χριστουγεννιάτικα δώρα μπορεί ο αναγνώστης να ξετυλίξει τα μικρά κείμενα πρόζας του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ο μπενγιαμινικός λόγος περικλείει στις πτυχές του τον μαγικό κόσμο των παιδιών και μαζί κάποιες παρατηρήσεις ανθρωπολογικού χαρακτήρα ή σκέψεις με φιλοσοφικό περιεχόμενο για τα θαυμαστά μικροπράγματα, τα αινίγματα της καθημερινής ζωής, αυτά που συχνά η Φιλοσοφία παρακάμπτει απαξιώνοντας να τα περιλάβει στους στοχασμούς της.
Σαν εξερευνητής έψαχνε ο Μπένγιαμιν για ίχνη πολιτισμού στην ατμόσφαιρα των παραμυθιών όπως αυτή αναδύεται μέσα από τα παιδικά βιβλία του 19ου αιώνα με τις χρωματιστές λιθογραφίες και το ρομαντικό πνεύμα. Στα παιδικά παιχνίδια με το μυστήριο αλλά και τη γοητεία που ασκούν σε μικρούς και μεγάλους. Για ίχνη έψαχνε και στα εικονογραφημένα φυλλάδια με τις σκηνές σε χτυπητά χρώματα. Στα Αλφαβητάρια όπου τα κεφαλαία γράμματα υψώνονταν όμοια με πύλες, τυλιγμένα με γιρλάντες και αραβουργήματα. Στα ρωσικά παιχνιδιάρικα αντικείμενα από ξύλο ή στα πήλινα παιχνίδια με τη χωριάτικη αδρή έκφραση, κομμάτι μιας λαϊκής τέχνης που αντιστεκόταν «στο νικηφόρο τρένο της τεχνικής».
Αποθέωση των αισθήσεων
Ο Μπένγιαμιν έβλεπε στο παραμυθένιο χρώμα που είχαν οι ζωγραφιές για τα παιδιά μια αποθέωση των αισθήσεων, καθώς το χρώμα είναι το μέσο της φαντασίας. Κοιτάζοντας τα χρώματα στις σελίδες των βιβλίων είναι σαν να ακούς και να γεύεσαι. Τα χρώματα έχουν ιδιαίτερη σχέση με το φως, ανάλογα με το αν είναι αδιαφανή ή αν είναι διάφανα, προκαλώντας το βλέμμα να πλανηθεί στο βάθος τους. Σαν να έχουν φτερούγες πετούν πάνω από τα αντικείμενα τα χρώματα. Υπερβαίνουν τα χρωματισμένα αντικείμενα γιατί δεν είναι χρώματα νεκρά αλλά έγχρωμη θέα, αχτίδα χρώματος, λάμψη χρωματιστή.
Σαν παραμύθι μοιάζει η αργή νίκη του χριστουγεννιάτικου δέντρου που ο Μπένγιαμιν διηγείται σε ένα πολύ μικρό κείμενο πρόζας με τον τίτλο «H πυραμίδα των Χριστουγέννων» (1932). Από τα χριστουγεννιάτικα κεριά της Αγιας Τράπεζας προέκυψε μια πυραμίδα κατασκευασμένη από ξύλο που είχε τα κεριά σε διαφορετικά ύψη. H πρόδρομος αυτή του χριστουγεννιάτικου δέντρου απωθήθηκε και τη θέση της πήρε το μυρωμένο φυσικό έλατο με τις πράσινες βελόνες του, ύστερα από ένα τυχαίο περιστατικό στο χριστουγεννιάτικο παζάρι του Βερολίνου, το 1827. Εκείνη τη χρονιά ήταν ελάχιστη η προσφορά φυσικών δέντρων στους δρόμους της πόλης, ενώ πολλοί εργάτες, χωρίς απασχόληση τον χειμώνα, είχαν κατασκευάσει αμέτρητες πυραμίδες και τις πουλούσαν σε κάθε γωνιά. Τέτοια ήταν η υπερπροσφορά που χίλιες πυραμίδες έμειναν απούλητες. Απελπισμένοι οι άνεργοι κατασκευαστές τις έσυραν ως το ποτάμι και από τη γέφυρα τις πέταξαν στον παγωμένο Σπρέε. Την ημέρα των Χριστουγέννων οι φτωχοί του Βερολίνου ζεστάθηκαν με καυσόξυλα από τις πεταμένες πυραμίδες. Και ο Μπένγιαμιν καταλήγει: «Υστερα από την κρίση αυτή ποτέ δεν μπόρεσε να αναλάβει ξανά η αγορά των πυραμίδων».
Το έθιμο των αστών
Από ένα κοινωνικό πρίσμα φωτίζει ο Μπένγιαμιν το έθιμο των αστών για το φαντασμαγορικό δέντρο των Χριστουγέννων, λουσμένο στο φως και φορτωμένο εκτυφλωτικά στολίδια. Πίσω από την ωραία ανάμνηση των παιδικών χρόνων, πίσω από τον μύθο της ευτυχισμένης γιορτής και το παραμύθι της θαλπωρής, καθοριστική είναι η λεπτομέρεια για την οικονομική ένδεια, την ανεργία, την κρίση, τους κανόνες της αγοράς. Στον αναγνώστη φανερώνει ο Μπένγιαμιν τον κρυμμένο ορίζοντα των πραγμάτων. Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου που σήμερα φαντάζει πανάρχαιο μέσα στη γνωστή αίσθηση του παραμυθιού, δεν είναι παρά μια εφεύρεση της αστικής τάξης από τις αρχές του 19ου αιώνα, τότε που οι γονείς του Μπένγιαμιν ήσαν παιδιά.
Τα παιδιά και η λογική
H ενασχόληση του Μπένγιαμιν με τις μικρές εικόνες της καθημερινότητας και με την παιδική ηλικία παραπέμπει σε μια Φιλοσοφία της Ιστορίας, σύμφωνα με την οποία κάθε γενιά βιώνει τον κόσμο γύρω της σαν παραμύθι. Οι άνθρωποι δεν έχουν ακριβή συνείδηση του περιβάλλοντος και της ζωής τους. Ομοιοι με υπνοβάτες πορεύονται, συνήθως πλάι στους άλλους, αναπαράγοντας άκριτα κυρίαρχες συμπεριφορές. Ομως τα παιδιά, χωρίς τις δεσμεύσεις των γονιών, μπορούν να διαισθανθούν και να συλλάβουν κάποιες πραγματικότητες πέρα από τη λογική των ενηλίκων. Τα παιδιά είναι κατά τον Μπένγιαμιν γεννημένοι σουρεαλιστές ενώ παράλληλα έχουν την ικανότητα να βλέπουν τι ήταν η γενιά των γονιών τους μέσα από το φίλτρο της ανάμνησης. H κριτική του Μπένγιαμιν αφορά τον δομικό χαρακτήρα που έχει η μη συνειδητότητα με την οποία κάθε γενιά ζει την εποχή της. H ιδέα όμως ότι η ζωή εκτυλίσσεται σαν παραμύθι έχει και μια σωτήρια πλευρά: το παραμύθι των ίδιων των παιδιών υπαρκτό χάρη στην επίκληση της παιδικής ηλικίας και στην ανάμνηση.