Zenakos@dolnet.gr
Οπως όλοι όσοι παρακολουθούν την επικαιρότητα γνωρίζουν πλέον, η αντιπαράθεση ανάμεσα στους δημιουργούς καλλιτεχνημάτων που φέρεται ότι προσβάλλουν τις θρησκευτικές αξίες και σε όσους υποστηρίζουν πως η τέχνη δεν δικαιούται να αρθρώνει τέτοιου είδους προσβολές έφθασε και στη χώρα μας. Ισως μάλιστα η εορτή των Χριστογέννων προσφέρεται ιδιαίτερα για να ρίξουμε μια ψύχραιμη ματιά στο όλο ζήτημα, ακριβώς επειδή αποτελεί γιορτή της χριστιανοσύνης και συνεπώς μια ευκαιρία να αναλογιστεί κανείς σε ποιες ακριβώς πράξεις πρέπει να τον ωθεί η πίστη του, η ευσέβειά του ή η διάθεσή του να προστατεύσει όσα σύμβολα θεωρεί ιερά.
Στην υπόθεση με τον πίνακα του Τιερί ντε Κορντιέ της έκθεσης Outlook, τον οποίο λογόκρινε το υπουργείο Πολιτισμού, ίσως μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή είναι η εξής: ουδείς έδειξε διατεθειμένος να υπερασπιστεί την καλλιτεχνική αξία του έργου. Ευλόγως βέβαια, λόγω του ρόλου του στη λογοκρισία, ο υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος δήλωσε ότι το έργο «κακώς ήταν εκτεθειμένο». Μεγαλύτερη έκπληξη ίσως γεννά η δήλωση του διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη Αγγελου Δεληβορριά, ο οποίος ενίσχυσε την άποψή του ότι «το έργο πρέπει να κατέβει» με την παραδοχή ότι «προσωπικά εγώ δεν το πρόσεξα» και την εκτίμηση πως, «αν ήταν ένα έργο σημαδιακής ποιότητας, θα το είχε συγκρατήσει η μνήμη μου και θα το είχε εκτιμήσει η αντίληψή μου». Ακόμη και ορισμένοι επιφανείς καλλιτέχνες, όμως, ενώ παραδέχονταν ότι ένας από τους ρόλους της τέχνης μπορεί να είναι και η πρόκληση, έσπευσαν να αποδοκιμάσουν την «πρόκληση για την πρόκληση», πράγμα που σημαίνει ότι όσοι αισθάνονταν άβολα από την εξόφθαλμη επιθετικότητα του εν λόγω έργου επέλεξαν τον πιο εύκολο τρόπο για να απαλλαγούν από την ανάγκη να το υπερασπιστούν: αμφισβήτησαν την καλλιτεχνική του αξία.
Ο λογοκριτής τεχνοκρίτης
Εν τούτοις, δίχως να έχω πρόθεση να μιλήσω αφοριστικά για κάτι τόσο νεφελώδες όσο η καλλιτεχνική αξία, επισημαίνω ότι ο πίνακας του Ντε Κορντιέ είναι ένα αντικείμενο που κατόρθωσε να πυροδοτήσει μια οξεία συζήτηση για βασικότατα ζητήματα της ζωής μας και της πολιτιστικής μας πραγματικότητας. Αν αυτό δεν είναι καλλιτεχνική αξία – ή κάποιου είδους αξία, τέλος πάντων -, τότε τι είναι; H πρόδηλη ευκολία της θέσης που προστάζει ότι «το αποσύρουμε επειδή ούτως ή άλλως είναι ένα κακό έργο» υπονομεύθηκε συντριπτικά από την ίδια την πραγματικότητα.
Ασφαλώς το επιχείρημα περί απουσίας ποιότητας δεν είναι επινόηση ελληνική. Το έχουν σε κάποιον βαθμό επιστρατεύσει όλοι όσοι επιχείρησαν ή κατόρθωσαν να λογοκρίνουν έργα τέχνης. (Στο κάτω κάτω, ποιος θα παραδεχόταν ποτέ ότι λογοκρίνει ένα έργο επειδή δεν ξέρει από τέχνη;) Το επιχείρημα αποτελεί το άλλοθι της καταστολής καθώς δυσκολότερα μπορεί κανείς να λογοκρίνει ένα σπουδαίο έργο τέχνης – έστω και αν μοιάζει προσβλητικό. Αν όμως δεν είναι σπουδαίο, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα.
Οταν, τον Δεκέμβριο του 2000, ο ιταλός καλλιτέχνης Μαουρίτσιο Κατελάν είχε εκθέσει το έργο του «H Ενάτη Ωρα» (ο Πάπας πλακωμένος από μετεωρίτη) στην Πινακοθήκη Zacheta της Βαρσοβίας, οι πολωνοί βουλευτές Χαλίνα Νοβίνα-Κόνοπκα και Βίτολντ Τόμτσακ επισκέφθηκαν την πινακοθήκη και προσπάθησαν να βγάλουν τον μετεωρίτη και να ξαναστήσουν τον Πάπα στα πόδια του υποστηρίζοντας ότι το έργο προσέβαλλε την πίστη τους. Οι φύλακες κατόρθωσαν τελικά να τους εμποδίσουν αλλά το έργο υπέστη ζημιά. Οι βουλευτές άφησαν πίσω τους ένα αντίγραφο της επιστολής που είχαν ήδη στείλει στον πρωθυπουργό, στον υπουργό Πολιτισμού και στον υπουργό Δικαιοσύνης της Πολωνίας, με την οποία ζητούσαν την παραίτηση της διευθύντριας της πινακοθήκης Αντα Ρότενμπεργκ. H επιστολή επισήμαινε, μεταξύ άλλων, ότι μια δημόσια υπάλληλος εβραϊκής καταγωγής δεν θα έπρεπε να ξοδεύει τα χρήματα της ρωμαιοκαθολικής πλειονότητας σε αηδιαστικά έργα τέχνης και ότι θα ήταν καλύτερο να αναζητήσει εργασία στο Ισραήλ παρά στην Πολωνία.
Οπως διαπιστώνει κανείς, ούτε για τους καταφανώς θρησκευόμενους βουλευτές αρκούσε το ότι το έργο προσέβαλλε την πίστη τους· έπρεπε επιπλέον να είναι και «αηδιαστικό». Δεν ξέρω αν είμαι ο μόνος που παρατηρεί μια ομοιότητα με την παρατήρηση του υποψηφίου βουλευτή του ΛΑΟΣ Μάνου Μεϊμαράκη ότι ο πίνακας του Ντε Κορντιέ «δεν είναι έργο τέχνης»· ή με την επισήμανση του υπευθύνου Τύπου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών πατρός Επιφανίου ότι το εν λόγω έργο «δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ονομάζουμε τέχνη και πολιτισμό»· ή με τη δήλωση του εκπροσώπου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας Θοδωρή Ρουσόπουλου ότι «η χυδαιότητα δεν παράγει πολιτισμό».
Σκάνδαλο και αναξιοπρέπεια
Πανομοιότυπη πάντως ήταν και η διάσημη πλέον προσέγγιση του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή από τη Νέα Υόρκη Αλφόνς ντ’ Αμάτο, όταν, το 1989, είχε διαμαρτυρηθεί για το «Piss Christ» («Κατουρόχριστος»), τη φωτογραφία ενός Εσταυρωμένου βυθισμένη σε ένα δοχείο με ούρα που είχε φιλοτεχνήσει ο Αντρές Σεράνο. Ο Ντ’ Αμάτο είχε εισηγηθεί στην αμερικανική Γερουσία να τροποποιήσει το καθεστώς των κρατικών επιχορηγήσεων για τους καλλιτέχνες χρησιμοποιώντας όχι μόνο θεολογικά ή νομικά επιχειρήματα αλλά και «τεχνοκριτικά». «Αν η σύγχρονη τέχνη» είχε πει «έχει υποβαθμιστεί σε αυτό το σημείο, σε αυτό το επίπεδο, σε αυτό το σκάνδαλο, σε αυτή την αναξιοπρέπεια… Αν αφήσουμε αυτή την ομάδα των λεγομένων «ειδικών στην τέχνη» να ξεφύγουν, να μας διασύρουν και να χρησιμοποιούν τα χρήματά μας, τότε λοιπόν δεν μας αξίζει το αξίωμά μας». Και ο επίσης Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής από τη Βόρεια Καρολίνα Τζέσι Χελμς δεν αρκέστηκε να εκφράσει την άποψή του για «τη βλασφημία του υποτιθέμενου έργου τέχνης». Εξέφρασε και άποψη για το ταλέντο του καλλιτέχνη, επισημαίνοντας ότι «δεν γνωρίζω τον κ. Αντρές Σεράνο και ελπίζω ότι δεν θα τον γνωρίσω ποτέ. Γιατί δεν είναι καλλιτέχνης, είναι μαλάκας».
Την τύχη του στην κριτική τέχνης είχε δοκιμάσει και ο τότε δήμαρχος της Πόλης της Νέας Υόρκης Ρούντι Τζουλιάνι, όταν, τον Οκτώβριο του 1999, επρόκειτο να παρουσιαστεί στο Μουσείο Τέχνης του Μπρούκλιν η έκθεση «Sensation – Νέοι Βρετανοί Καλλιτέχνες από τη Συλλογή Saatchi». Ο Τζουλιάνι αρνήθηκε να καταβάλει στο Μουσείο του Μπρούκλιν την οφειλόμενη δόση της ετήσιας επιχορήγησης, και μάλιστα απείλησε να αποσύρει διά παντός την επιχορήγηση και να απολύσει το διοικητικό συμβούλιο αν το μουσείο δεν δεχόταν να αποκαθηλώσει την «Αγία Παρθένο Μαρία» του Κρις Οφίλι. Δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη το ότι η αποστροφή του Τζουλιάνι για την κατάντια της τέχνης βρήκε αρκετούς υποστηρικτές, μόλις έγινε γνωστό ότι η προσωπογραφία της Παναγίας ήταν διακοσμημένη με αποκόμματα πορνοπεριοδικών και περιττώματα ελέφαντα. (Για την ιστορία, το μουσείο όχι μόνο αρνήθηκε να υποχωρήσει αλλά κέρδισε και τη δικαστική υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.)
Αλλοθι και ψυχολογική στήριξη
Εγραψα λίγο παραπάνω ότι το επιχείρημα περί απουσίας ποιότητας ενός έργου τέχνης αποτελεί το άλλοθι της καταστολής. Πέραν αυτού, όμως, συνιστά και μια αποτελεσματικότατη ψυχολογική στήριξη και επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης μας στη δημοκρατία. Ολοι γνωρίζουμε – ακόμη και αν δεν έχουμε υπόψη μας το ακριβές κείμενο – ότι το Σύνταγμά μας αναφέρει πως «η τέχνη και η επιστήμη […] είναι ελεύθερες, η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους». Ενας πολύ βολικός τρόπος, συνεπώς, για ένα κράτος να μην αφήσει ελεύθερη την τέχνη είναι να μην πρόκειται για τέχνη· συνακόλουθα, συνεχίζουμε να αισθανόμαστε ότι ζούμε σε μια ελεύθερη πολιτεία.
Στην περίπτωση μάλιστα που με αυτή τη μέθοδο η πολιτεία κατορθώσει να ξεφορτωθεί την ενοχλητική έννοια της «τέχνης», μπορεί να φθάσει σχεδόν ανενόχλητη ακόμη και στο σημείο της βάναυσης καταστολής, όπως έπραξε η πολωνική πολιτεία – και πάλι – τον περασμένο Ιούλιο, όταν δικαστήριο του Γκντανσκ έκρινε την καλλιτέχνιδα Ντορότα Νιεζνάλσκα ένοχη για προσβολή του θρησκευτικού αισθήματος και την καταδίκασε σε περιορισμό της ελευθερίας της και υποχρεωτική εργασία για την κοινότητα για έξι μήνες. Αφορμή για τη δίκη αποτέλεσε η καταγγελία του πολωνικού εθνικιστικού κόμματος Σύνδεσμος Πολωνικών Οικογενειών – γιατί άραγε τείνω πάλι να σκεφθώ το δικό μας ΛΑΟΣ; -, το οποίο άσκησε μεγάλες πιέσεις για την καταδίκη της καλλιτέχνιδος. Το έργο τέχνης που εξόργισε το εθνικιστικό αυτό κόμμα είναι μια εγκατάσταση με τίτλο «Πάθος», η οποία αποτελείται από ένα αντικείμενο σε σχήμα σταυρού, μια προβολή φωτογραφίας γυμνού ανδρικού σώματος όπου διακρίνονται τα γεννητικά όργανα και μια προβολή video που εικονίζει το πρόσωπο ενός άνδρα καθώς αυτός κάνει γυμναστική. Το έργο είχε εκτεθεί στην αίθουσα τέχνης Wyspa, στο Γκντανσκ, η οποία έχει μακρά ιστορία στην προβολή σημαντικών καλλιτεχνικών εγχειρημάτων. H αίθουσα τέχνης αναγκάστηκε να κλείσει.
Το «δίκαιο» και οι αντιλήψεις
Ας αποπειραθούμε ωστόσο να αφήσουμε προς στιγμήν τη δύσκολη έννοια της τέχνης κατά μέρος. Οταν συζητούσαμε, ο Τιερί ντε Κορντιέ μού είχε πει ότι «πήγα εσωτερικός σε καθολικό σχολείο, ένα σχολείο με όλα τα προβλήματα παιδοφιλίας που μπορείτε να φανταστείτε» και είχε εκφράσει την άποψη ότι «η θρησκεία είναι πάντοτε κάτι αντίθετο με τη φύση. Ο πίνακας είναι ένα είδος αντιποίνων. Θέλω να πω ότι δεν είμαι χριστιανός! Νιώθω προσβεβλημένος από τα πράγματα που κάποιοι επέβαλαν στο σώμα μου και στην ψυχή μου όταν εγώ ήμουν σε μια ηλικία που δεν μου επέτρεπε να αντιδράσω».
Αν λοιπόν και εγώ, ως έλληνας πολίτης, είχα στη ζωή μου μια συγκρίσιμη εμπειρία με αυτήν του Ντε Κορντιέ, δεν θα μπορούσα άραγε να θεωρώ τη θρησκευτική διδασκαλία επιβλαβή για τη δική μου ελεύθερη προσωπικότητα και να φρίττω κάθε φορά που αντικρίζω μια θρησκευτική εικόνα; Αναρωτιέμαι, θα μπορούσα άραγε να ζητήσω από την πολιτική εξουσία να απαγορεύσει την περιφορά μιας εικόνας; Δεν αληθεύει ότι έχω δικαίωμα να φρίττω με μια θρησκευτική εικόνα και άραγε δεν θα έφριττα όντως αν στα παιδικά μου χρόνια είχα πέσει θύμα παιδόφιλου ιερέα – όπως ίσως υπονοεί ότι έπεσε ο βέλγος καλλιτέχνης; Δεν αληθεύει επίσης ότι η περιφορά μιας εικόνας γίνεται σε χώρο δημόσιο, προϋποθέτοντας ότι όλοι είναι πιστοί ή, εν πάση περιπτώσει, δεν ενοχλούνται; Δεν θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι όποιος θέλει να περιφέρει μια εικόνα είναι ελεύθερος να το πράξει, αρκεί να το κάνει στο σπίτι του; Τι τύχη θα είχε άραγε το αίτημά μου;
Ολοι, πιστεύω, αντιλαμβάνονται ότι το αίτημά μου δεν θα είχε καμία τύχη. Και αυτό γιατί στις περιπτώσεις λογοκρισίας που μας απασχολούν το ζήτημα δεν είναι το «δίκαιο» ή το «άδικο» αλλά οι κρατούσες αντιλήψεις και ο τρόπος με τον οποίον χειραγωγούνται από την πολιτική και τη θρησκευτική εξουσία. Δεν είμαι υποχρεωμένος νομικά αλλά είμαι υποχρεωμένος θεσμικά και κοινωνικά να υπομένω τις εκδηλώσεις θρησκευτικής ευσέβειας των «πολλών». Οι «πολλοί» είναι υποχρεωμένοι νομικά αλλά δεν είναι υποχρεωμένοι θεσμικά ή κοινωνικά να υπομένουν τη δική μου δημόσια ενόχληση με τις εκδηλώσεις ευσέβειάς τους. Δύσκολα μια πολιτική – και ακόμη δυσκολότερα μια θρησκευτική – εξουσία θα υποστηρίξει το «δίκαιο» μιας μειονότητας απέναντι στις κρατούσες αντιλήψεις, γεγονός που αποδεικνύεται από την ιστορία των πολιτικών δικαιωμάτων, των ιθαγενών πληθυσμών, των μαύρων της Αμερικής, των φεμινιστριών, των ασθενών με AIDS, των υπερμάχων των εκτρώσεων και της αντισύλληψης, των πολεμίων της θανατικής ποινής, και πάει λέγοντας.
H φαντασίωση της δημοκρατίας
Το πρόβλημα φυσικά δημιουργείται μόλις κάποιος ενοχλητικός επανεισαγάγει στη συζήτηση την έννοια της τέχνης. Διότι η ανάγκη προστασίας της τέχνης είναι και αυτή μια κρατούσα αντίληψη στις κοινωνίες που μας απασχολούν και γι’ αυτό, επαναλαμβάνω, σπεύδουν όλοι να δηλώσουν ότι αυτό που λογοκρίνουν κάθε φορά δεν είναι τέχνη. Φυσικά, εδώ εμφανίζεται το φάντασμα της «αρμοδιότητας» – κοντολογίς, ποιος είναι αρμόδιος να αποφασίσει τι είναι έργο τέχνης και τι δεν είναι; Και φυσικά όσο τραγελαφικές ακούγονται στα αφτιά ενός γνώστη της σύγχρονης τέχνης οι δηλώσεις του Μάνου Μεϊμαράκη, του πατρός Επιφανίου και του Θοδωρή Ρουσόπουλου, άλλο τόσο τραγελαφικές ακούγονται στα αφτιά της «ηθικής πλειοψηφίας» οι εξηγήσεις των κριτικών τέχνης για τον πίνακα του Ντε Κορντιέ. Στη δημόσια αρένα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γνώση και η μελέτη θα έχαναν αμέσως τη μάχη μπροστά στον παραμικρό λαϊκίστικο λαρυγγισμό ενός εκπροσώπου της πολιτικής ή της θρησκευτικής εξουσίας.
Συμπερασματικά, ουδείς θα έπρεπε να εκπλήσσεται με όσα συνέβησαν στην έκθεση Outlook. H περίφημη προστασία των τεχνών δεν είναι παρά φαντασίωση – στον βαθμό τουλάχιστον που υποχωρεί εν ριπή οφθαλμού μόλις συναντήσει έναν αντίπαλο που διαφαίνεται ισχυρός. Εν μέσω προεκλογικής περιόδου ποιος θα διακινδύνευε ψήφους για τέτοιου είδους – επιτρέψτε μου το λογοπαίγνιο – «σταυροφορίες»;
Εν τούτοις, μέρος της γλυκιάς αυτής φαντασίωσης είναι ότι οι δημοκρατίες γίνονται σοφότερες και προσπαθούν να προστατεύσουν το μέλλον τους από τα λάθη του παρόντος, γι’ αυτό και είναι ανεκτικές στην έκφραση ακραίων πεποιθήσεων. H ανεκτικότητα αυτή, λέει η φαντασίωση, εδράζεται στη διαπίστωση ότι είναι προτιμότερη από την ανεξέλεγκτη εξουσία να καταστέλλει κανείς ό,τι δεν τον βρίσκει σύμφωνο και αυτός είναι ο λόγος που η δημοκρατία επιτρέπει την ύπαρξη ομάδων οι οποίες διακηρύσσουν ακόμη και την ανάγκη ανατροπής της. Οι δημοκρατίες παραδέχονται συνεπώς ότι μία από τις αποστολές της τέχνης είναι να επιτίθεται στις προκαταλήψεις μας και να διευρύνει τις αντιλήψεις μας, καθώς και ότι αυτό συμβαίνει με τρόπο καθ’ όλα απρόβλεπτο. Γι’ αυτό προστατεύουν τα έργα τέχνης, όπως και αν είναι αυτά. Αντιλαμβάνονται επίσης ότι η Ιστορία έχει πλειστάκις αποδείξει την αδυναμία των κοινωνιών να προβλέψουν σωστά αν η επίδραση των έργων τέχνης πρόκειται να είναι θετική ή αρνητική. Προτιμούν λοιπόν να μην περιορίσουν την ελευθερία ενός ανθρώπου που μπορεί να τις ενοχλήσει ώστε να είναι σίγουρες ότι δεν θα καταστείλουν μια ενόχληση που μπορεί να αποδειχθεί σημαντικό σημείο προόδου του πολιτισμού μας.
Είναι η φυσική απόληξη αυτής της φαντασίωσης όμως που την καθιστά τόσο ουτοπική: υπάρχει πάντα η δυνατότητα να ξανακρεμάσουμε τον πίνακα του Τιερί ντε Κορντιέ στη θέση του. Ισως είμαι απλώς απαισιόδοξος αλλά κάτι μου λέει ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί…