H γλώσσα της είναι η πιο πολυάσχολη του κόσμου. Τη χρησιμοποιεί περισσότερο από τους υπόλοιπους ανθρώπους, τη χρησιμοποιεί τόσο πολύ, σε τέτοιες υπερβολικές ταχύτητες, που εμείς οι περισσότεροι θα είχαμε εξαντληθεί στο πρώτο τέταρτο της ώρας.
Ζει για να μιλάει. Αν σταματήσει, νομίζεις πως θα εκραγεί: ανίκανη να συγκρατήσει τον χείμαρρο των λέξεων που στριμώχνονται ανά δευτερόλεπτο απαιτώντας να εκτιναχθούν από το στόμα της, θα πνιγεί από την ίδια την ορμή τους.
Και δεν μπορείς να πεις με βεβαιότητα αν είναι το μυαλό της που υπερλειτουργεί ή αν πρόκειται απλώς για μια υπερδιέγερση της ύπαρξης, μια σχεδόν μεταφυσική πληθωρικότητα που βρίσκει μοναδική διέξοδο στον ατέρμονο, αδιάκοπο σχηματισμό λέξεων και φράσεων.
Αναρωτιέσαι καθώς την ακούς αν είναι αφελής ή κακοπροαίρετη: μόνο σε ένα από τα δύο άκρα μπορείς να «διαβάσεις» τη συμπεριφορά της, έτσι καθώς επιμένει να αποκαλύπτει τα πάντα στους πάντες, αδιακρίτως, ανεξαιρέτως, ανεξαρτήτως. H γλωσσοκοπάνα όμως διαφεύγει όλων των ηθικών και συναισθηματικών περιορισμών, γλιστράει όπως οι λέξεις που τόσο αγαπάει: μιλάει γιατί πρέπει να μιλήσει αδιαφορώντας για το ηθικό ποιόν του συνομιλητή της, αψηφώντας τις επιταγές της κοινωνικής τάξης, της συμπάθειας, της ευγένειας, ακόμη και της συγγένειας.
Ισως γι’ αυτό η γλωσσοκοπάνα δεν μπορεί να κρατήσει κανένα μυστικό. Ο,τι καταγράφεται πρέπει να εξωτερικεύεται. Ο λεκτικός κόσμος της πρέπει διαρκώς να διατηρείται ζωντανός και να εμπλουτίζεται, να τροφοδοτείται με εμπειρίες, με εκμυστηρεύσεις, με πληροφορίες, τις οποίες εκείνη θα μεταφέρει προκειμένου να εισπράξει νέο υλικό, νέες πληροφορίες και ο κύκλος να μην κλείσει ποτέ. H γλωσσοκοπάνα δεν θα ησυχάσει μέχρις ότου επιτύχει την τέλεια αντιστροφή, μέχρις ότου εκθέσει σε κοινή θέα όλα όσα υποτίθεται ότι είναι κρυφά, μέχρις ότου φέρει τα «μέσα» «έξω», μέχρις ότου κατακτήσει την απόλυτη διαφάνεια και το «μέσα» μπορεί να συνομιλεί ανενόχλητα με το «έξω».
Φανταστείτε λοιπόν τον απέραντο μαρασμό στον οποίο είχε υποπέσει η «Γλωσσοκοπάνα», έτσι καθώς η ειρωνεία της ζωής την άφησε για 224 ολόκληρα χρόνια κλεισμένη σε μια σκοτεινή, σκονισμένη αποθήκη της Comedie Française, εκεί όπου τυχαία την ανακάλυψε το 1965 η Σιλβί Σεβαλέ και την έφερε πάλι στο φως της δημοσιότητας, στο φως της σκηνής, όπου τίποτε πλέον δεν μπορεί να ανακόψει τη φρενήρη ομιλητικότητά της.
H Μίνα Αδαμάκη αποδεικνύεται ιδανική ενσάρκωση της γλωσσοκοπάνας ή αλλιώς κυρίας Αλαίν. Με χάρη και νάζι επιτυγχάνει την απόλυτη ισορροπία αφέλειας και πονηριάς, μόνο και μόνο για να υπερβεί τελικά και τις δύο, να κινηθεί σε άλλο επίπεδο, αυτό που αφορά την ίδια τη φύση της ηρωίδας, ένα φαινόμενο σαν ξαφνική βροχή, που δεν λέει να σταματήσει και που είναι δυσάρεστο σε όλους τους άλλους εκτός από τους θεατές.
H παράσταση που σκηνοθέτησε ο Νίκος Καμτσής κυλάει γοργά και ευχάριστα, αποπνέοντας καθ’ όλη τη σύντομη διάρκειά της τη γοητεία της ελαφρότητας. Λιτά μέσα και η σκηνή γυμνή, με τους ηθοποιούς να διασχίζουν ακούραστα τις δύο διασταυρούμενες «πασαρέλες», ενώ οι ήχοι του «ζωντανού» βιολιού μπλέκονται αρμονικά με το σούρσιμο των αποδομημένων κρινολίνων. Εύρυθμες οι ερμηνείες του θιάσου, ιδιαίτερα σαγηνευτική η παρουσία της Μιράντας Ζαφειροπούλου.