Φρίντα Κάλο

κινηματογράφος Φρίντα Κάλο Εκανε τέχνη το μαρτύριό της Μια αναδρομή στη ζωή της μεξικάνας ζωγράφου με αφορμή την ταινία «Frida» που προβάλλεται και στην Ελλάδα Η Σάλμα Χάγεκ ως Φρίντα Κάλο σε σκηνή της ταινίας «Frida» «Τι χρειάζομαι τα πόδια εφόσον έχω φτερά για να πετάξω;» αναρωτήθηκε κάποτε η μεξικάνα ζωγράφος Φρίντα Κάλο. Ως παιδί είχε ταλαιπωρηθεί από πολιομυελίτιδα. Αργότερα, το 1925 και

Εκανε τέχνη το μαρτύριό της







«Τι χρειάζομαι τα πόδια εφόσον έχω φτερά για να πετάξω;» αναρωτήθηκε κάποτε η μεξικάνα ζωγράφος Φρίντα Κάλο. Ως παιδί είχε ταλαιπωρηθεί από πολιομυελίτιδα. Αργότερα, το 1925 και ενώ βρισκόταν στην εφηβεία της, ένα μοιραίο τροχαίο ατύχημα σήμανε αναπηρία εφ’ όρου ζωής και ως τη χρονιά του σχετικά πρόωρου θανάτου της, το σώμα της Κάλο δεν έπαψε να ταλαιπωρείται από δυσβάσταχτους σωματικούς πόνους. Από κάποια στιγμή και μετά η ζωγράφος ήταν καθηλωμένη σε στενό κορσέ ασφυκτιώντας από τη μονιμότητα του άγχους της. Συν τοις άλλοις δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά. Το ελεύθερο πνεύμα της όμως δεν κλονίστηκε ποτέ.


Ανήσυχη και πολύπλευρη προσωπικότητα, η Φρίντα Κάλο υπέφερε για την τέχνη και έκανε τέχνη το μαρτύριό της. Αθόρυβα αλλά ουσιαστικά μετέφερε στον καμβά τον σπαραγμό και τη μόνιμη μελαγχολία της ζωγραφίζοντας «από την καρδιά και όχι μόνον από αυτά που βλέπεις», όπως είχε παρατηρήσει στην αρχή της γνωριμίας τους ο συμπατριώτης της ζωγράφος Ντιέγκο Ριβέρα, ο σημαντικότερος μέντοράς της αλλά και ο άνθρωπος τον οποίο, παρ’ ότι παντρεύτηκε, δεν θεώρησε ποτέ σύζυγο. «Στη ζωή μου είχα δύο πολύ σοβαρά ατυχήματα» δήλωσε λίγο πριν από τον θάνατό της η ζωγράφος. «Το ένα έγινε όταν κάποιο όχημα πέρασε από πάνω μου. Το άλλο ήταν ο Ντιέγκο». Παντρεύτηκαν τον Αύγουστο του 1929 στην Κογιακάν και, παρά τις ερωτικές περιπέτειες στις οποίες και οι δύο ενέδιδαν αλλά και τον χωρισμό τους, ξαναπαντρεύτηκαν και έμειναν μαζί ως το τέλος.


Το έργο της


Η Φρίντα Κάλο έγινε για πρώτη φορά διεθνώς γνωστή στην Αμερική, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο ήδη διάσημος Ριβέρα δέχθηκε την πρόταση να ζωγραφίσει τοιχογραφίες σε διάφορες αμερικανικές πόλεις και ταξίδεψε μαζί της στο Σαν Φρανσίσκο, στο Ντιτρόιτ και στη Νέα Υόρκη. Το ζευγάρι απέκτησε συμπάθειες ανάμεσα στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Σύντομα όμως η Φρίντα ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος, γεγονός που ανησύχησε τον Ριβέρα, ο οποίος γνώριζε ότι ο ταλαιπωρημένος οργανισμός της πιθανόν να μην άντεχε μια εγκυμοσύνη. Και είχε δίκιο.


Η οδυνηρή αποβολή της ώθησε τη Φρίντα Κάλο να διοχετεύσει τον πόνο και τη μοναξιά της σε πίνακες όπως «Henry Ford Hospital» (Νοσοκομείο Χένρι Φορντ, 1932), «Self Portrait on the Borderline between Mexico and the United States» (Αυτοπροσωπογραφία στα σύνορα Μεξικού και Αμερικής, 1932) και «My dress hangs there – New York» (Το φουστάνι μου κρέμεται εκεί – Νέα Υόρκη, 1933).


Υστερα από τη θρυλική αντιπαράθεση του Ριβέρα με τον δισεκατομμυριούχο Νέλσον Ροκφέλερ (ο οποίος είχε ζητήσει από τον καλλιτέχνη να αφαιρέσει τη μορφή του Λένιν από μια τοιχογραφία στην είσοδο του Rockfeler Centre και εκείνος είχε αρνηθεί), το ζεύγος Ριβέρα – Κάλο επέστρεψε στο Μεξικό. Η σχέση τους είχε αρχίσει να κλονίζεται ως τη στιγμή που στη ζωή τους εμφανίστηκε ο εξόριστος στο Μεξικό ρώσος ηγέτης Λέων Τρότσκι, τον οποίο φιλοξένησαν στο πατρικό σπίτι της Φρίντα. Ωστόσο η ζωγράφος είχε πάρει πλέον τον δρόμο της απεξάρτησης από τον Ριβέρα και με τη βοήθεια του σουρεαλιστή ζωγράφου Αντρέ Μπρετόν, που είχε λατρέψει τη δουλειά της, άρχισε να εκθέτει έργα της στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι. Ο πίνακας «Self Portrait – The Frame» αγοράστηκε από το Λούβρο και ήταν ο πρώτος λατινοαμερικανού ζωγράφου που τοποθετήθηκε στους τοίχους του μουσείου.


Η Κάλο όμως σύντομα κουράστηκε από την υποκρισία της ευρωπαϊκής διανόησης και στα τέλη της δεκαετίας του 1930 επέστρεψε στο Μεξικό, όπου και παρέμεινε ως τον θάνατό της, τον Ιούλιο του 1954. Κατά τραγική ειρωνεία, όσο η υγεία της επιδεινωνόταν τόσο εκείνη έβρισκε το κουράγιο και την έμπνευση για δημιουργία. Μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους της, με πίνακες όπως «The Two Fridas» (Οι δύο Φρίντες), «Self Portrait with Cropped Hair» (Αυτοπροσωπογραφία με κομμένα μαλλιά) και «Two nudes in the forest» (Δύο γυμνοί στο δάσος), αρχίζει στην εκπνοή της δεκαετίας του 1930.


Για πρώτη φορά στον κινηματογράφο


Η ζωή της Φρίντα Κάλο ήταν μια περιπέτεια χωρίς διάλειμμα. Αντιθέτως, τα διαλείμματα που μεσολάβησαν ώσπου να γυριστεί τελικά από την Τζούλι Τέιμορ («Τίτος») η πρώτη κινηματογραφική βιογραφία της Κάλο ήταν πάρα πολλά. Περί τα επτά χρόνια, η «Φρίντα», την οποία από προχθές βλέπουμε στις αίθουσες της χώρας μας, «πάλευε» για να βρεθεί στο πανί και τα κατάφερε χάρη στο «μαγικό άγγιγμα» της Miramax και του παραγωγού Χάρβεϊ Γουάνιστιν, ο οποίος την οδήγησε τελικά ως τα Οσκαρ, όπου απέσπασε έξι υποψηφιότητες και δύο βραβεία (μουσικής, μακιγιάζ).


Παρ’ ότι Μεξικάνα, η βραχύσωμη Σάλμα Χάγεκ (που εμφανισιακώς θυμίζει την Κάλο) δεν ήταν η πρώτη επιλογή ηθοποιού για τον ρόλο. Ενδιαφέρον για να παίξουν τη ζωγράφο είχαν δείξει τόσο η Τζένιφερ Λόπεζ όσο και μια μεγάλη θαυμάστρια της Κάλο, η Μαντόνα, που έχει στη συλλογή της έργα της.


«Η πιο ενθουσιώδης στιγμή της ζωής μου νομίζω ότι ήταν η πρώτη ημέρα των γυρισμάτων της «Φρίντα»» είχε δηλώσει στο περυσινό φεστιβάλ Βενετίας η Χάγεκ, όπου το φιλμ της Τέιμορ είχε ανοίξει τη διοργάνωση. «Το πάθος μου με αυτήν τη γυναίκα, με το πνεύμα της, με την πυγμή της, ξεκινά από την εποχή που ήμουν μόλις 14 χρόνων. Νομίζω όμως ότι το σημαντικότερο στοιχείο της ταινίας είναι ότι παρουσιάζει το Μεξικό έτσι όπως ποτέ πριν στην ιστορία του δεν είχε αποδοθεί. Η πολιτική κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο, στα χρόνια του ’30 και του ’40, δεν επέτρεψε στον υπόλοιπο κόσμο να αντιληφθεί το μέγεθος της πολιτισμικής έκρηξης που συνέβη στη χώρα μου. Εμείς το καταφέραμε!».


Εδώ θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε μια ενδιαφέρουσα συγκυρία χάρη στην οποία το 2002 χαρακτηρίστηκε χρονιά της Φρίντα Κάλο. Τον περασμένο Οκτώβριο ο διάσημος καναδός σκηνοθέτης Ρομπέρ Λεπάζ και η ηθοποιός και συγγραφέας Σοφί Φοσέ παρουσίασαν στο θέατρο Χάμερσμιθ του Λονδίνου το έργο «La Caza Azul», μια παράσταση που δεν βασίστηκε σε κάποιο παραδοσιακό βιογραφικό έργο αλλά είναι μια ελεύθερη ερμηνεία της προσωπικότητας της ζωγράφου μέσα από τα λόγια και τις σημειώσεις στο ημερολόγιό της. «Η Κάλο ήταν η ενσάρκωση της ιδέας ότι μέσα από τον πόνο μπορεί να προκύψει θετική ενέργεια και ήταν μια πρόκληση για μένα να το δείξω πάνω στη σκηνή» είπε ο Λεπάζ.


Από το πινέλο στον φακό


Οπως συμβαίνει στις περισσότερες ταινίες που πραγματεύονται πρόσωπα της Ιστορίας, έτσι και σε εκείνες που ασχολούνται με ζωγράφους, πολλά απαιτούνται από τους ηθοποιούς που αναλαμβάνουν τον ρόλο του καλλιτέχνη. Εφόσον η ταινία είναι κατ’ αρχάς προσωποκεντρική, η ευθύνη του ηθοποιού είναι τεράστια σε ό,τι έχει σχέση με την προσωπική του παρέμβαση σε συνάρτηση με τα ιστορικά δεδομένα. Φυσικά το έργο του δυσκολεύει περισσότερο όταν καλείται να ερμηνεύσει ανθρώπους που καταδιώκονταν από εσωτερικούς δαίμονες όπως συμβαίνει με την πλειονότητα των ζωγράφων.


Ο «Πόλοκ, ο ασυμβίβαστος» του Εντ Χάρις, μια ταινία πάνω στη σύντομη ζωή και στο έργο του αφηρημένου αμερικανού ζωγράφου Τζάκσον Πόλοκ, είναι το πιο πρόσφατο, πριν από τη «Φρίντα», παράδειγμα. Ο Χάρις, που αποφάσισε να ενσαρκώσει ο ίδιος τον Πόλοκ λόγω της εξωτερικής ομοιότητάς του με τον ζωγράφο, χρειάστηκε να περάσει μια δοκιμασία δέκα ολόκληρων ετών προετοιμάζοντας μεθοδικά την αποκρυστάλλωση του οράματός του, την ώρα που ο ρόλος λειτουργούσε ψυχοθεραπευτικά για τον ηθοποιό και σκηνοθέτη καθ’ ότι όπως και ο Πόλοκ, ο Χάρις είχε για πολλά χρόνια σοβαρά προβλήματα με το αλκοόλ.


Αναπλάθοντας την εικόνα που ο περισσότερος κόσμος έχει στο μυαλό του για τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ο Κερκ Ντάγκλας δεν θα μπορούσε να ενσαρκώσει πιο παθιασμένα τον ψυχικώς διαταραγμένο ζωγράφο που έκοψε το αφτί του στο «Πάθος για ζωή» (1956) του Βινσέντε Μινέλι, ερμηνεία που τον οδήγησε στα Οσκαρ, αν και τελικά το βραβείο δόθηκε στον Αντονι Κουίν για τη μόλις οκτάλεπτη εμφάνισή του στην ίδια ταινία, όπου έπαιξε έναν άλλο ιδιόρρυθμο ζωγράφο και φίλο του Βαν Γκογκ, τον Πολ Γκογκέν. Ο έκρυθμος χαρακτήρας του Βαν Γκογκ έχει τροφοδοτήσει και άλλες ταινίες όπως το «Βίνσεντ και Τέο» (1991) του Ρόμπερτ Αλτμαν, μια μελέτη πάνω στην ελαχίστως γνωστή σχέση του Βαν Γκογκ (Τιμ Ροθ) με τον αδελφό του Τέο. Ο Γκογκέν αποδόθηκε μάλλον διεκπεραιωτικά σε ξεχασμένες ταινίες, όπως ο «Λύκος στην πόρτα» με τον Ντόναλντ Σάδερλαντ ή το «Γκογκέν: Ο άγριος» με τον Ντέιβιντ Καραντάιν. Από την άλλη πλευρά βέβαια, οι διεκπεραιωτικές βιογραφίες είναι σαφώς πιο έντιμες από τις άτονες ψευδοφιλολογικές κατασκευές τύπου «Πέρα από τον Πικάσο» του Τζέιμς Αϊβορι, όπου ο Αντονι Χόπκινς πετυχαίνει την πιο δύσκαμπτη ερμηνεία της καριέρας του παίζοντας τον ισπανό σουρεαλιστή ζωγράφο, ή τον «Γκόγια» του Κάρλος Σάουρα, μια αποτυχημένη ανάλυση της προσωπικότητας του τίτλου μέσω των πινάκων του.


Στις παραγνωρισμένες ερμηνείες ηθοποιών που ενσάρκωσαν ταλαιπωρημένους ζωγράφους ανήκει εκείνη του Τσάρλτον Ιστον στην «Αγωνία και έκσταση», ταινία που αναλώνεται στην ιστορική διαμάχη του Μιχαήλ Αγγελου με τον Πάπα Ιούλιο Β’ (Ρεξ Χάρισον) για την ολοκλήρωση της νωπογραφίας Καπέλα Σιξτίνα. Ο Ζεράρ Φιλίπ, επίσης, αν και απέδωσε άψογα τον σκοτεινό Μοντιλιάνι, το έκανε σε μια σκηνοθετικά ανέμπνευστη ταινία, τους «Εραστές του Μον Παρνάς» του Ζακ Μπεκέρ.


Αδιαφορώντας, τέλος, για μια μουσειακή βιογραφία του μεγάλου ζωγράφου της Αναγέννησης Καραβάτζιο, ο οποίος εισήγαγε το κιαροσκούρο στη ζωγραφική επηρεάζοντας τους Ρέμπραντ, Ρούμπενς και Βελάσκεθ, ο Ντέρεκ Τζάρμαν στο «Καραβάτζιο» (1988) συσχετίζει το ιστορικό παρελθόν με το σήμερα, αναπλάθοντας μια αναγεννησιακή Ιταλία που διαφέρει ελάχιστα από εκείνην του 20ού αιώνα.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.