Ο μεγάλος αδελφός, ο Αντώνης, επιθυμεί πάνω απ’ όλα να ενταχθεί. Να μην ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Να αφομοιωθεί. Και φυσικά είναι διατεθειμένος να πληρώσει οποιοδήποτε τίμημα προκειμένου να τα καταφέρει. Να θυσιάσει την ιδιαιτερότητα της καταγωγής του, τις παιδικές αναμνήσεις, τη μητρική γλώσσα, κάθε τι που τον συνδέει με το παρελθόν, το παρελθόν που προτιμά να μην το είχε ζήσει ποτέ, να το ακυρώσει διά παντός, γιατί αν δεν υπάρχει αυτό δεν τίθεται θέμα διαχωρισμού, δεν υφίσταται σύγκρουση με το παρόν, με τη νέα, καθαρή ταυτότητα που υπομονετικά έχει σφυρηλατήσει, για την οποία αγωνιωδώς έχει υπομείνει, έχει καταπιεί, έχει σκληρύνει, ώστε τίποτε να μην μπορεί να γκρεμίσει το οικοδόμημα, το νέο αποδεκτό πρόσωπο, που χαμογελάει καθημερινά στους πελάτες του βενζινάδικου, χιλιάδες χαμόγελα χρειάστηκαν για να κερδίσει αυτό το βενζινάδικο, που σε λίγο θα του ανήκει, και μαζί με την κατάλληλη γυναίκα στο πλάι του, Ελληνίδα φυσικά, θα μπορέσει να πορευτεί ανεμπόδιστος πλέον προς ένα καλό μέλλον, όπου ο φόβος του παρελθόντος θα αγγίξει την εξαφάνιση και η άλλη πλευρά του εαυτού του θα κουρνιάσει για πάντα στο σκοτάδι, κάτω από το κρεβάτι, μέσα στη βαλίτσα, μαζί με όλες τις αναμνήσεις, εκεί όπου κανένας δεν θα μπορεί να τα βρει. Ποτέ.
Ο Λευτέρης, ο «μικρός», κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Αρνείται με πάθος να ενταχθεί, ξέρει πως αυτό δεν γίνεται, πως, αν γίνει, θα είναι ένα ψέμα, όπως ψέμα είναι η ζωή του Αντώνη που προσποιείται πως δεν θυμάται, πως άλλαξε, πως προχώρησε. Ο Λευτέρης δεν θέλει μια νέα, μια «φυσιολογική» ζωή, δεν καταλαβαίνει τι θα πει αυτό, εκείνος είναι ούτως ή άλλως «διαφορετικός» λόγω της σχιζοφρένειάς του, την οποία αρνείται να θεραπεύσει, κι ας είναι μόνο δεκαπέντε μέρες η θεραπεία, όπως επιμένουν όλοι, λες και δεκαπέντε μέρες δεν είναι αρκετές για να πεθάνει κανείς, να σβήσει, να καταστραφεί. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί έφυγαν από τη Ρωσία, γιατί ήλθαν στην Ελλάδα, εκνευρίζεται που η μαμά του δεν θέλει ούτε ρώσικα φαγητά να μαγειρεύει πλέον και που ο αδελφός του αρνείται να ταξιδέψει μαζί του πίσω στα παιδικά τους όνειρα, όταν όλα ήταν όμορφα κι ένιωθαν ασφαλείς, ένιωθαν ότι όλα είναι πιθανά και δεν είχε εισβάλει ακόμη μέσα τους ο φόβος, ο καταραμένος φόβος, για όλους και για όλα, μην τους καταλάβουν, μην τους στιγματίσουν, μην τους διώξουν, μην, μην, μην! Εκείνος αρνείται να φοβάται: ούτε τους άλλους ούτε τον εαυτό του, την άρρωστη πλευρά του εαυτού του, αφού δεν μπορεί να ζήσει εκεί όπου γεννήθηκε, εκεί όπου ήταν ευτυχισμένος, δεν τον ενδιαφέρει να ενταχθεί, να αποκτήσει νέα πατρίδα, όπου θα είναι πάντοτε «ξένος», όσο κι αν μοιάζουν όλοι να μην το σκέφτονται, να μην το λένε, το βλέπει στα μάτια τους. Δεν τον νοιάζει όμως. Βάζει στη διαπασών το κασετόφωνο και η φωνή του Μητροπάνου τον πάει αλλού: εκεί κανένας δεν μπορεί να τον αγγίξει…
H επιβίωση από τη μία, η τάση προς αυτοκαταστροφή από την άλλη. Και στη μέση η μάνα, να συμφιλιώσει, να απαλύνει, να απορροφήσει τους κραδασμούς, φοβισμένη κι αυτή, γεμάτη αγωνία για το αδιέξοδο που διαισθάνεται αναπόφευκτο, τον όλεθρο που απειλεί ανά πάσα στιγμή.
Ξεκάθαρα σκιαγραφούνται οι τρεις βασικοί ήρωες του έργου, ξεκάθαρα αποδίδονται τα διλήμματά τους, η λαχτάρα για ζωή από τη μία και η έλξη του θανάτου από την άλλη. Καλογραμμένο κείμενο, προσεγγίζει με ευαισθησία και τρυφερότητα τις βασανισμένες υπάρξεις που σπαρταρούν στο καθαρτήριο προσδοκώντας είσοδο σε έναν απαγορευμένο παράδεισο που δεν θα κερδίσουν ποτέ. Κείμενο που ευστοχεί σε συναισθηματικό επίπεδο, υστερεί όμως σε επίπεδο δραματουργικών μέσων: τυποποιημένοι συμβολισμοί, η μάνα που δεν έχει γάλα να θηλάσει, η πατρίδα που δεν μπορεί να θρέψει τα παιδιά της, αλλά και πολλά κλισέ, ο Μάκης, η «κακή» επιρροή που «διαφθείρει» τον «αγαθό» σχιζοφρενή, ο φτωχός, φιλόδοξος μετανάστης που παντρεύεται την κόρη του αφεντικού του για να πάρει το βενζινάδικο, ο παρ’ ολίγον βιασμός της νύφης, το μελοδραματικό φινάλε α λα Μπλανς Ντυμπουά, όπου ο καλός κατά βάθος αδελφός αναγκάζεται να προδώσει τον μικρό και να τον κλείσει σε ίδρυμα, τα «λευκά χέρια» που ανήκουν στους άκαρδους νοσοκόμους, όλα αυτά αναδίδουν την αίσθηση του παλιού, του τετριμμένου, του ξεπερασμένου, του προβλέψιμου.
Σίγουρα το κείμενο ωφελείται σημαντικά από τη σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη, ο οποίος επέλεξε να εστιάσει στη σωστή κατεύθυνση, στους ήρωες και στις συγκρούσεις τους, δημιουργώντας έτσι μια παράσταση με νεύρο και πάθος, μια παράσταση που συγκινεί ακόμη και αν κοιτάζει προς τα πίσω σε επίπεδο φόρμας. Λειτουργικό το εύρημα με τα τραπέζια, δίνει πνοή στη στατικότητα του ρεαλισμού, ενώ το κόλπο με τα χαρτιά που εκτοξεύονται διαρκώς ως εικονογράφηση θυμού και άλλων συναισθημάτων διαγράφεται ως προϊόν ευκολίας. Τραγελαφικό, τέλος, θα χαρακτηρίζαμε το εύρημα με το παράθυρο και τα χέρια που «ρουφάνε» τον «ανυποψίαστο» Λευτέρη.
Από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της παράστασης οι δυνατές ερμηνείες: ο Γιάννος Περλέγκας, μεστός, ευθύβολος, στον ρόλο του μεγάλου αδελφού, η Μάνια Παπαδημητρίου μάνα-θυσία στα όρια καρικατούρας με γόνιμα αποτελέσματα και ο Κωνσταντίνος Παπαχρόνης, μικρός αδελφός, φλέγεται ολόκληρος στην καλύτερη ως σήμερα ερμηνεία του.