Ερωτοδικείο

Ερωτοδικείο Ασυλο ψευδαισθήσεων και χαμένων ονείρων Κάνω το κέφι μου, μπορώ να ξεστομίσω ό,τι θέλω χωρίς να μου κλείσει κανένας το στόμα. Τη βρίσκω. Θέλω να βλέπω βούρλα από κοντά ΛΥΔΙΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ Ο έρωτας στενάζει στα έδρανά του. Ανθρωποι που ζουν στο εκτόπισμα της ίδιας τους της ζωής προσφεύγουν σε αυτό αποζητώντας τη λύτρωση της ψυχής τους ή την αναδρομική εκπλήρωση

Ασυλο ψευδαισθήσεων και χαμένων ονείρων





Ο έρωτας στενάζει στα έδρανά του. Ανθρωποι που ζουν στο εκτόπισμα της ίδιας τους της ζωής προσφεύγουν σε αυτό αποζητώντας τη λύτρωση της ψυχής τους ή την αναδρομική εκπλήρωση ενός απολεσθέντος ονείρου. Πρόεδρος, μέλη και ένορκοι παίζουν παράλληλα τον ρόλο του ψυχοθεραπευτή. Αν και γνωρίζουν καλά ότι η σωτηρία της ψυχής δεν χαρίζεται σε κανένα τηλεοπτικό πλατό. Η τηλεθέαση όμως;


«Η βλακεία πρέπει να είναι ένας πυρήνας σκληρός και άκοφτος, κάτι το πρωτόγονο. Αδύνατον να την αποσυνθέσουμε επιστημονικά (αν μια επιστημονική ανάλυση της βλακείας ήταν δυνατή, τότε η τηλεόραση ολόκληρη θα κατέρρεε). Τι είναι τηλεόραση; Ενα θέαμα, μια αισθητική φαντασία, φαντασίωμα ίσως; Μήπως έχουμε όρεξη να στηθούμε στη μικρή οθόνη; Είναι ωραίο, είναι καταπληκτικό, είναι παράξενο. Και για τη βλακεία δεν φαίνεται να έχω το δικαίωμα να πω, τελικά, παρά τούτο: ότι με γοητεύει. Γοητεία φαίνεται να είναι το σωστό συναίσθημα που πρέπει να μου εμπνέει η βλακεία (αν τολμήσουμε να προφέρουμε το όνομα): με σφίγγει (είναι ανυπόταχτη, τίποτα δεν τη σταματάει, σε παρασέρνει στο παιχνίδι του μπιζ)».


Δεν είχε βεβαίως στον νου του το «Ερωτοδικείο» ούτε κάποια από τις άλλες συναφείς εκπομπές όταν το 1975 στο Παρίσι έγραφε αυτό ο Ρολάν Μπαρτ στο βιβλίο του «Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ.Μπ.». Είκοσι και πλέον έτη μετά δικαιώνεται απόλυτα.


Ωρα 22.30. Στον καναπέ, στον χώρο αναμονής, του στούντιο της οδού Δροσοπούλου, τα θύματα – ένορκοι με ύφος πολλών καρδιναλίων περιμένουν τη στιγμή που θα ενθρονιστούν στις σαραβαλιασμένες καρέκλες τους για να εκτελέσουν το «ύψιστο» έργο τους. Κάπου εκεί η «κατηγορουμένη» που θα απολογηθεί για το ερωτικό της ­ ειδεχθές ή όχι ­ έγκλημα, να ακούει κιόλας στα αφτιά της το νοερό χειροκρότημα, ως μια αληθινή σταρ, όταν θα τη λούζει το φως των δυνατών προβολέων στο πλατό ­ επιτέλους η δικαίωση, πώς να κρυφθούν τόσα τάλαντα; Το σημερινό θέμα είναι «Η γυναίκα τού σήμερα, η αλλοτριωμένη, η λεηλατημένη». Αυτή η γυναίκα βολεύει το ύφος της εκπομπής. Μόνο κάτω από αυτό το πρίσμα μπορεί να γίνει βορά στα αδηφάγα μάτια των τηλεθεατών που γοητεύονται, όπως και ο Μπαρτ, από τη βλακεία.


Η «πρόεδρος» κυρία Βίκυ Μιχαλονάκου είναι κιόλας στο μακιγιάζ. Χρειάζεται κάποια προετοιμασία για να αποδυθεί το καθημερινό της πρόσωπο και να φορέσει το ερωτικό, πολλά υποσχόμενο, φιλήδονο προσωπείο της με τρόπο ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες παρά μόνο υποσχέσεις. «Κατηγορουμένη», μια κυρία γύρω στα 35, κάπως ευτραφής, ντυμένη μάλλον αδιάφορα και σεμνά για το είδος της εκπομπής. Ονομάζεται Γεωργία Κοκκώνη. «Είναι απόφοιτος Δραματικής Σχολής στη Νέα Υόρκη. Είχε ατυχίες στη ζωή της αλλά είναι αισιόδοξη» με πληροφορούν από την παραγωγή. Τότε γιατί ήρθε στην εκπομπή, αναρωτιέμαι ευλόγως. «Μου ζητήθηκε να συμμετάσχω στην εκπομπή για να πω την ιστορία της ζωής μου. Είχα κάποια προσωπική εμπειρία που με σόκαρε. Κάποιος πολύ δικός μου άνθρωπος σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια μου. Δεν το έχω πει ούτε στους γονείς μου». Το γεγονός συνέβη πριν από χρόνια και εκείνη δεν φαίνεται καθόλου σε κατάσταση απόγνωσης. «Ασχολούμαι με το θέατρο και κάνω κάποιες δημόσιες σχέσεις αυτή την εποχή. Ετοιμάζω κάποιο θεατρικό έργο δικό μου που θα ανεβεί σε κάποια αθηναϊκή σκηνή (;) στο προσεχές μέλλον (δεν γνωρίζει, φυσικά, ακόμη πού και πότε). Ασχολούμαι και με τη μουσική, το τραγούδι… όλα αυτά». Τίποτε από «όλα αυτά» δεν προδίδουν το στυλ και η εμφάνισή της. Οι προθέσεις αποκαλύφθηκαν. Και ο «δόλος» εμφανής, ούτε καν ενδεχόμενος, κατά το ποινικό δίκαιο. Απαιτούνται γαρ δημόσιες σχέσεις και άνευ τούτων…


«Δεν μου ανήκει αυτό που κάνω»


Κατεβαίνω να συναντήσω την «πρόεδρο» στον χώρο του μακιγιάζ. Με μακρόχρονη θητεία στην έντυπη και στην ηλεκτρονική δημοσιογραφία, επί σειρά ετών στην ΕΡΤ, η κυρία Μιχαλονάκου ξάφνιασε το πανελλήνιο με το άλλο της πρόσωπο. Τι την οδήγησε άραγε σε αυτή τη μεταμόρφωση; Τα ποικίλα έντυπα φιλοξενούν συνεχώς συνεντεύξεις και φωτογραφίες της που αγγίζουν τα όρια της ερωτικής φαντασίωσης. Η ίδια υποστηρίζει περιπαθώς τον ρόλο της. Δεν μπορεί παρά να είναι ένας «ρόλος» ο οποίος καμία σχέση δεν έχει με τη δημοσιογραφία, που τη βοηθά απλά και μόνο να υπάρξει τηλεοπτικά και να ξεχωρίσει από το συνάδελφον πλήθος πληρώνοντας οποιοδήποτε τίμημα.


Τη βλέπω να μακιγιάρεται. Φοράει ένα κοντό αποκαλυπτικό μαύρο φόρεμα με βαθύ ντεκολτέ. Ψάχνει να βρει το κατάλληλο βραχιόλι. Απογοητεύεται. Δεν ταιριάζει το χρώμα της πέτρας με αυτήν του δαχτυλιδιού της. «Ντύνομαι λίγο έξαλλα. Είναι μέσα στο κλίμα της εκπομπής». Στην προσωπική της ζωή δεν έχει καμία σχέση με το συγκεκριμένο look, που είναι κόντρα στην προτέρα τηλεοπτική εικόνα της. Νιώθει μάλιστα παγιδευμένη σε αυτήν. Αίφνης έγινε sex symbol. «Δεν είχα σχεδιάσει τίποτα. Προέκυψε στην πορεία». Δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα μπορούσε να κάνει μια προκλητική γυμνή φωτογράφιση. Τώρα πρέπει να υποστηρίξει αυτό που ξεκίνησε, διαφορετικά θα την καταστρέψει. Τα πλοκάμια του ναρκισσισμού την περιτύλιξαν σφιχτά. Παγιδεύεται κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης και απελευθερώνεται. Ζαλίζεται από την κολακεία του φακού. Μετά νιώθει ενοχές, συνειδητοποιεί ότι «δεν μου ανήκει αυτό που κάνω» και αποσύρεται. Αλλά ύστερα ξανά προς τη δόξα τραβά. Είναι δέσμια πια της εικόνας της. Μόνο που τώρα αυτό άρχισε να την κουράζει, να την πνίγει. Φαίνεται καθαρά στο βλέμμα της, που η αισχύνη το σκοτεινιάζει, διακρίνεται στην κουρασμένη, άτονη φωνή της. «Φέτος δεν το κάνω με το ίδιο κέφι που το έκανα πέρυσι αλλά εξακολουθώ να είμαι αληθινή στη συμπεριφορά μου και στην προσέγγισή μου με τους καλεσμένους. Δεν θέλω να τσαλακώνω ανθρωπάκια» επιμένει. Καταδικάζει όλες αυτές τις εκπομπές όπου συνάδελφοι παρουσιαστές ξεπουλάνε τον ανθρώπινο πόνο (!). Δεν θα συνεχίσει τον επόμενο χρόνο την εκπομπή. Ούτε και φέτος θα την έκανε αλλά λόγω κάποιας δικαστικής διαμάχης με το New Channel δεν μπόρεσε να αποδεσμευθεί.


Η ώρα έναρξης της εκπομπής πλησιάζει. Πρέπει να προετοιμασθεί. «Είναι η πρώτη φορά που δεν ξέρω το θέμα» λέει. Αυτή τη φορά δεν είχε προσωπική επαφή με τον καλεσμένο της, όπως κάνει πάντα· δεν πρόλαβε, ήταν στο νοσοκομείο πριν για κάποιο πρόβλημα της υγείας της. Πώς βρήκαν την κυρία Κοκκώνη; «Ηρθε μόνη της. Βάζουμε ένα τρέιλερ και όσοι πιστοί προσέλθετε». Και η «πιστή» προσήλθε για να να βρει τη σωτηρία της ψυχής της (;). «Επιμένω στον χιουμοριστικό τόνο. Δεν θέλουμε να ξεπουλάμε τον ανθρώπινο πόνο» (;) δηλώνει με στόμφο ενώ φυσάει προς τα πάνω τον καπνό του light τσιγάρου της και κοιτάζει κλεφτά το είδωλό της στον καθρέφτη. Αναρωτιέμαι αν βλέπει ποτέ τις εκπομπές της, αν έχει συναίσθηση του τι σημαίνει «ξεπουλάω τον ανθρώπινο πόνο». Αραγε ο χλευασμός τι είναι;





«Πάντως δεν είναι trash TV» ισχυρίζεται η κυρία Μιχαλονάκου. «Αν το «Ερωτοδικείο» είναι trash, τότε τα τηλεοπτικά παράθυρα και οι ειδήσεις τι είναι;» διερωτάται έχοντας κτασκευάσει ένα καθησυχαστικό άλλοθι για τους άλλους και κυρίως για τον εαυτό της. Ολοι οι άλλοι κάνουν λάθος; «Απλώς εδώ στην Ελλάδα βάζουμε πολύ εύκολα ετικέτες» αποφαίνεται κατηγορηματικά. «Το «Ερωτοδικείο» είναι μια απευθείας σύνδεση με το κεντρικό παράθυρο των αισθήσεων και των παραισθήσεων, όπου ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις γίνονται αντικείμενο διαδικασίας και διερεύνησης». Οι λεκτικοί ελιγμοί νομίζει ότι την απενοχοποιούν. «Ο καθένας έχει την αξία του, την ψωνάρα του, την ταλεντάρα του, μπορεί να έρθει να την καταθέσει». Πιστεύει ότι ο έρωτας είναι πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσει «στα χέρια των σοβαροφανών και συντηρητικών» να τη χειρίζονται. Ετσι έρχεται το «Ερωτοδικείο» να βάλει τα πράγματα στη θέση τους (!). Και αντί των σοβαροφανών και συντηρητικών αποφαίνονται γι’ αυτόν άνθρωποι «καθ’ ύλην» και καθ’ όλα αναρμόδιοι.


«Φον» είναι τίτλος που χάρισε στον Κώστα Τσάκωνα κάποια πριγκίπισσα, όταν ζούσε στη Γαλλία, όπως εξηγεί ο ίδιος. Δεν λέει ποια. «Αν ανατρέξετε σε γαλλικές εφημερίδες του 1972-73, θα δείτε» μας παραπέμπει. «Κάποια στιγμή θα βγουν όλα στη φόρα αλλά όχι από μένα» μας διαβεβαιώνει. Απόλυτα συνειδητοποιημένος και κυνικός: «Κάνω το κέφι μου, μπορώ να ξεστομίσω ό,τι μ… θέλω χωρίς να μου κλείσει κανένας το στόμα. Τη βρίσκω. Θέλω να βλέπω βούρλα από κοντά» λέει και ξεσπά σε τρανταχτά γέλια. Δίνει το στίγμα του: επαγγέλλεται «μαθητευόμενος άνθρωπος». Για να ζήσει πουλάει έργα τέχνης, ζωγραφίζει βιτρό. Γράφει και τραγούδια. Ποιοι τα τραγουδούν; «Πολλοί γνωστοί τραγουδιστές». Τα καινούργια θα βγουν με το όνομά του. Τα προηγούμενα ήταν με ψευδώνυμο. Επειδή μια «φίρμα» τον υποτίμησε ενώ ερμήνευε δικά του τραγούδια, αποφάσισε να υπογράφει πλέον με το όνομά του. Περισσότερες πληροφορίες δεν μας δίνει. Υπάρχουν;


Η σχετικά καλοντυμένη, με πομπώδη φο-μπιζού 45χρονη περίπου κυρία που κάθεται δίπλα στον «Φον Τσάκωνα» ονομάζεται Νένα Ζερβού. Απόφοιτος του Γαλλικού Κολεγίου στην Κέρκυρα, ασχολήθηκε και «λίγο» με την ηθοποιία, σπούδασε φωνητική («σοπράνο ντραμάτικα») αλλά από τότε που παντρεύτηκε, 18 χρόνων μόλις, τα εγκατέλειψε. Είναι μόνιμη στην εκπομπή. «Μ’ αρέσει το «Ερωτοδικείο». Χτυπάει το κατεστημένο και κυνηγάει τα κακώς κείμενα» (ίσως η κυρία «πρόεδρος» τους έχει κάνει σεμινάριο: όλοι στη συνέχεια θα πουν ακριβώς το ίδιο). Δεν λέει αν πληρώνεται αλλά δεν είναι τα χρήματα το κίνητρό της. Απλώς βρίσκεται στο «στοιχείο» της (!).


Κόκκινο της φωτιάς από φθηνό, λίκρα, ύφασμα είναι το φόρεμα που φοράει η κυρία Φωτεινή Πατσιούρα, μια πληθωρική οξυζεναρισμένη ξανθιά, ορισμός του κιτς ­ θα μπορούσε να είναι πρωταγωνίστρια του Αλμοδόβαρ. Εχει κατάστημα γυναικείων ενδυμάτων στην Καλλιθέα. Παραλλήλως είναι και «παραψυχολόγος, αστρολόγος και σόου γούμαν» (!). Εχει πάρει «δίπλωμα χορευτικό» (!) και σπούδασε παραψυχολογία σε ένα δάσκαλο από το Θιβέτ, στην Τουρκία (!). Από εκεί είναι η καταγωγή της, από το Πέρα. Στην εκπομπή ήρθε μόνη της. Πάντα της άρεσε η τηλεόραση, η προβολή, αλλά δεν «είχε γνωριμία». Είναι πολύ ευχαριστημένη που συμμετέχει σε μια «κοινωνική εκπομπή που φέρνει μηνύματα».


«Καίτη Μάναλη Κουφοπούλου» γράφει ανορθόγραφα το χαρτί που μου εγχειρίζει ­ επειδή δεν ακούγεται καθαρά το όνομά της μέσα στη γενική φασαρία ­ έτερη ένορκος, ενδεδυμένη με μπλε electric φόρεμα, αντιστοίχου ποιότητος με αυτό της κυρίας Πατσιούρα. (Κάποιος που το βλέπει ρωτάει: «Πρέπει να γράψουμε το όνομά μας σε χαρτί;»…). Κατάγεται από τη Σίκινο και τη Νάξο, «ηθοποιός και φωτομοντέλο». «Και χορεύτρια γράψτε» συμπληρώνει με πανικό μήπως και παραπέσει αυτή η ιδιότητά της. Ηθελε να γίνει θεολόγος (!), τα παράτησε όμως και πήγε σε δραματική σχολή. «Είμαι ένορκος. Εχω κάνει και ρόλους: εισαγγελέας, δικηγόρος, Κλεοπάτρα, σε χορωδία (!), αλλά χορεύω μόνιμα εδώ». (Υπάρχει και ιεραρχία στο «Ερωτοδικείο». Μπορείς να κάνεις καριέρα!). «Εχω συνεργασθεί με τον Χάρρυ Κλυνν, με τον Ζουγανέλη, τον Σταμάτη Φασουλή, ήμουν σε σόου της Μαρινέλλας και στο «Παράθυρο στον ήλιο» (σ.σ.: τηλεοπτική σειρά της Μιρέλλας Παπαοικονόμου)». Ξετυλίσσει προφορικά το βιογραφικό της και περιμένει, με ύφος θριαμβευτικό, εύσημα. Είναι παντρεμένη, έχει μια κόρη, φοιτήτρια στο Πάντειο. Εκείνη δεν έχει αντίρρηση για τη συμμετοχή της στην εκπομπή γιατί «ξέρω να κρατώ τη θέση μου». Λίγο αργότερα θα τη δούμε να «μαλλιοτραβιέται» με την κυρία Καράμπελα και να λικνίζεται υπό τον ήχο του τσιφτετελιού στον ρυθμό των 5/8, μαζί με την κυρία Πατσιούρα, προκαλώντας συγχρόνως γέλιο και θλίψη. «Οι τοποθετήσεις μου δείχνουν ότι είμαι ένα ισορροπημένο άτομο. Δόξα τω Θεώ, δεν έχω πρόβλημα» αποφαίνεται σε μια έκλαμψη αυτοκριτικής και αυτογνωσίας. Μας διαβεβαιώνει ότι πληρώνεται για την εκπομπή. «Δεν πηγαίνω πουθενά χωρίς πληρωμή». Δεν λέει το ποσόν. «Τιμή ηθοποιού για όλα τα χορευτικά».


«Φον», εκδότες και μοντέλα


«Εργάτης του πνεύματος» δηλώνει η Θεοδώρα Καράμπελα. Από πού είναι; «Πυλία γεννηθείσα, έχω εφημερίδα τουλάχιστον οκτώ έτη» μοιάζει να μονολογεί και να ζει σε έναν άλλον κόσμο. Ανοίγει την τσάντα της και βγάζει ένα τρισέλιδο βιογραφικό (!) ­ έχει πάντα ένα αντίγραφο μαζί της «γιατί έχουν γίνει λάθη στο παρελθόν». Εκδότης – δημοσιογράφος αναγράφει. Μητέρα ενός παιδιού, «θήλυ». Και παρακάτω: «Υψος – βάρος – χαρακτηριστικά: 1,70 cm/52 Kgr. /Διαστάσεις: 87, 64, 93. Αδύνατη, πράσινα – λαδιά μάτια, ξανθοκόκκινα μαλλιά». Υπό την ένδειξη «οικογενειακά στοιχεία» γράφει: «Ιδιαίτερες ικανότητες: αντοχή εργασίας, άριστη χρήση της ελληνικής γλώσσας, πείρα στη ζωντανή παρουσίαση τηλεοπτικών εκπομπών, μνήμη, διορατικότητα, θάρρος, επικέντρωση στη λεπτομέρεια, διαίσθηση, αυτοέλεγχος» (!). Στην τρίτη σελίδα περιλαμβάνεται κείμενο με τον τίτλο «Γιατί θέλω να δουλέψω στην τηλεόραση;» όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Στην τηλεόραση, ένεκα της ζωντανής οπτικής τεκμηρίωσης, ζει την είδηση και ο αγράμματος. (…) Το αεικίνητο δίνει στη ζωή μεγάλη αξία. Οι εξετάσεις κάθε μέρα και η διαρκής δράση σ’ ό,τι είμαι προικισμένη μού εξυψώνουν το ηθικό» (!) ­ το συγκεκριμένο βιογραφικό απευθυνόταν σε μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι.


«Δεν με αφήνει ποτέ να περατώσω» μου λέει ψιθυριστά και συνωμοτικά αναφερόμενη στην κυρία Μιχαλονάκου. «Σύζυγος στρατηγού, με οικονομολόγο γιο, παλαιού πολιτικού κυρία, μου τηλεφώνησε προχθές και μου είπε πως με ζηλεύει (η «πρόεδρος»). Εχουν μαζευτεί εκατό άτομα εναντίον της» λέει με φωνή αγανακτισμένη. Λίγες ημέρες αργότερα τηλεφωνεί στην εφημερίδα. Μου επισημαίνει να μην παραλείψω ότι η κυρία Μιχαλονάκου δεν την αφήνει να «περατώσει». Καθημερινά της τηλεφωνούν «γυναίκες, ηλικιωμένες, θεούσες, προβληματισμένες νεαρές» που της λένε πως είναι η μόνη που «δεν φιμώνεται». Και ότι μόνο εκείνη τούς εκφράζει. Νιώθει δικαιωμένη.


Ο διάδοχος του Λεωτσάκου


«Πτυχιούχος δημοσιογράφος, ειδικευθείς στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης» δηλώνει ο 21χρονος Γιάννης Ιωαννίδης, ο οποίος κατέχει τη θέση όπου πριν βρισκόταν ο κ. Λεωτσάκος, αυτή του δημοσίου κατηγόρου. Θεωρεί τη συμμετοχή του στην εκπομπή «στάδιο προλείανσης του εδάφους για τα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα». Πιστεύει ότι η εκπομπή «αποτελεί καινοτομία στα τηλεοπτικά δρώμενα και δίνει γροθιά στην καθεστηκυΐα τάξη». Προσδοκά κάτι το «δημιουργικό και ταυτόχρονα διαχρονικό». Δεν θέλει να είναι «διάττων αστήρ». Ομιλεί εις άπταιστον καθαρεύουσα.


Είμαστε ήδη στο πλατό. Το κρεβάτι με τα κόκκινα σατέν σεντόνια είναι στη γωνία. Επάνω του υπάρχουν παραπεταμένα πράγματα. Απόψε είναι εν αχρησία. Ενας νεαρός κάθεται παράμερα σε μια καρέκλα και παρακολουθεί με ενδιαφέρον. Είναι παλιός ένορκος. Η αρραβωνιαστικιά του τού απαγορεύει να εμφανίζεται στην τηλεόραση. Εκείνος συνεχίζει να έρχεται για να δει τους φίλους του, «να περάσει η ώρα, να γελάσουμε».


Ο πιανίστας προθερμαίνεται παίζοντας μελωδίες στο πιάνο. Απόψε υπάρχουν και κάποιοι ένορκοι που έρχονται για πρώτη φορά: ο Αλέξανδρος Τζανακόπουλος, πορτιέρης το επάγγελμα, φίλος του δικηγόρου Τάσου Φουσέκη, στον ρόλο της υπεράσπισης. Ηρθε γιατί ήθελε να δει το κλίμα από κοντά. «Να σας πω την αλήθεια, έχει και μερικά ψώνια εδώ» διαπιστώνει. «Μου αρέσει και η πρόεδρος ως γυναίκα» εξομολογείται χαμογελώντας πονηρά. Τόσο σοβαρά είναι τα κίνητρα!


Ακούγεται η μουσική του τραγουδιού που τραγουδούσε η Ρίτα Χέιγουορθ στην ταινία «Τζίλντα»: «Put the blame on me, boys». Η εκπομπή αρχίζει. Η «πρόεδρος» αναγγέλλει με λάγνα και μελοδραματική συγχρόνως φωνή το θέμα. Συστήνει την «κατηγορουμένη». Εκείνη διηγείται το δράμα της ζωής της. Λέει για τον μεγάλο έρωτα της ζωής της που τον είδε να σκοτώνεται πάνω στην άσφαλτο, μπροστά στα μάτια της· για κάποιον άνδρα «του συναφιού της» που τον ερωτεύτηκε μετά αλλά ήταν μισογύνης και την πλήγωσε· για τη σκληρότητα του πατέρα της. Σηκώνεται να τραγουδήσει το «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι». Το αφιερώνει στη Μελίνα (Μερκούρη). Το φάλτσο σε μαχαιρώνει. Το τραγούδι κείται κατακρεουργημένο στο πάτωμα.


Θέατρο παραλόγου


Η διαδικασία συνεχίζεται. Ξαφνικά το επίκεντρο μετατοπίζεται στο σώμα των ενόρκων. Φαίνεται να γίνεται εσκεμμένα, για να οξυνθούν τα πνεύματα ­ και να αυξηθεί βεβαίως η τηλεθέαση. Ενα πιθανό live μαλλιοτράβηγμα ανεβάζει κατακόρυφα το ποσοστό. Η κυρία Καράμπελα και η κυρία Κουφοπούλου διαπληκτίζονται ωρυόμενες. Η πρώτη απειλεί ότι θα αποχωρήσει. «Μην είστε ηττοπαθής» την παροτρύνει ο κ. Φουσέκης. Εμπειρος δικηγόρος του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, έρχεται στην εκπομπή «για να εκφράσει κάποιες απόψεις του». Πώς θα βγει άλλωστε η εκπομπή; Παρεμβάλλεται κάποια τηλεφωνική γραμμή. Στην άλλη άκρη μια τηλεθεάτρια, «οπαδός» της κυρίας Καράμπελα. «Είναι πολύ αξιόλογη η εκπομπή σας» λέει. «Και εσείς είστε αξιόλογη αφού συμμετέχεται σε αξιόλογη εκπομπή» ανταποδίδει την κολακεία ο κ. Φουσέκης. Κάποια στιγμή ακούγεται το τραγούδι της Celine Dion από την ταινία «Τιτανικός». Η ατμόσφαιρα μαλακώνει από τη μελωδία. Ενας χορευτής εισβάλλει στο πλατό. Χορεύει με αιθέριες κινήσεις. Είναι επιτέλους «κάποιος», φαίνεται σε κάθε ίντσα του κορμιού του. Το κοινό χειροκροτεί. Ονομάζεται «Ερως». Κέρδισε τον τίτλο «Ερως – Θέρος» στα «Αντικαλιστία» του Ερωτοδικείου. Του άρεσε. Κράτησε το Ερως μόνο για την εκπομπή. Δεν αποκαλύπτει το πραγματικό του όνομα. Εχει σπουδάσει στο Παρίσι με τον Λεωνίδα ντε Πιαν. Παρομοιάζει την εκπομπή με «θέατρο παραλόγου». Ναι, περιμένει κάποια πρόταση μέσα από τις εμφανίσεις του αυτές, λέει ντροπαλά σαν παιδί που πρέπει να ομολογήσει την ένοχη αλήθεια του.


Η ώρα είναι περασμένες δύο μετά τα μεσάνυχτα. Αφού η κυρία Κοκκώνη έχει σκοτώσει κάποιο μονόλογο του Μολιέρου και μερικά ακόμη τραγούδια προκειμένου να επιδείξει τα ταλέντα της και αφού έχουν προηγηθεί διάφοροι διαπληκτισμοί μεταξύ των ενόρκων ­ ένα μπουκάλι ουίσκι πηγαινοερχόταν από το ένα χέρι στο άλλο καθ’ όλη τη διάρκεια της «συνεδρίασης» ­, η εκπομπή κλείνει με την απόφαση του δικαστηρίου. Ολοι καταθέτουν την άποψή τους με ύφος ανάλογο. Ολοι εκτέλεσαν ευσυνειδήτως το καθήκον τους. Και όλοι πέρασαν καλά. Γέλασαν κιόλας, διασκέδασαν. «Οπως είδατε, η εκπομπή έχει κύρος όσο και μια οποιαδήποτε άλλη εκπομπή της τηλεόρασης» λέει με απόλυτη βεβαιότητα και αυτοπεποίθηση ο κ. Φουσέκης κατεβαίνοντας από την έδρα. Αλλη μια δίκη τελείωσε. Ο έρωτας μπορεί να αποσυρθεί για ύπνο ήσυχος.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.