Σύμφωνα με έναν αμερικανό επιδημιολόγο ο ιός που επέλασε θανατηφόρα στο Ζαΐρ το 1995 είχε προηγουμένως χτυπήσει το «κλεινόν άστυ». Μόνο που αυτό συνέβη την εποχή του Περικλή!
Πέρασε πάνω από ένας χρόνος από τη σαρωτική και θανατηφόρα επέλαση του ιού Εμπολα από το Κίκουιτ του Ζαΐρ. Τότε η ανθρωπότητα παρακολούθησε με φρίκη τον γρήγορο και επώδυνο θάνατο των θυμάτων του, ενώ η ιατρική έμοιαζε να σηκώνει τα χέρια ψηλά. Ενας ιός – εξολοθρευτής είχε γεννηθεί, σαφώς χειρότερος και από αυτόν του συνδρόμου της επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (του γνωστού μας πια AIDS). Κάποιοι μίλησαν για σημάδια των καιρών…
Σύμφωνα όμως με την άποψη του αμερικανού επιδημιολόγου Patrick Ε. Olson από το Ναυτικό Ιατρικό Κέντρο του Σαν Ντιέγκο, ο ιός Εμπολα όχι μόνο δεν είναι καινούργιος αλλά διαθέτει μια ιστορία χιλιετηρίδων. Ο αμερικανός επιστήμονας, με ένα γράμμα του στο περιοδικό Emerging Infectious Diseases, επικαλείται τον Θουκυδίδη και προτείνει πως ο ιός Εμπολα δεν είναι παρά ο ιός που σκότωσε το ένα τρίτο των Αθηναίων (300.000 ανθρώπους) κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-421 π.Χ.). Είναι γνωστό πως ως τώρα ιστορικοί και επιδημιολόγοι δεν κατάφεραν να αποφανθούν σχετικά με την ταυτότητα της νόσου, παρά τις λεπτομερείς περιγραφές του έλληνα ιστορικού για τα συμπτώματα. Η βουβωνική πανώλη, ο εξανθηματικός τύφος και η γρίπη είχαν προταθεί ως σοβαρές πιθανότητες, καμία όμως από τις ασθένειες αυτές δεν κάλυπτε το φάσμα των συμπτωμάτων του λοιμού που έπληξε την Αθήνα το καλοκαίρι του 430 π.Χ. και ο οποίος έμελλε να σκοτώσει τον ίδιο τον Περικλή.
Κατά τον Θουκυδίδη, ο οποίος υπήρξε ασθενής και (ευτυχώς για εκείνον και την ιστορία) επέζησε της νόσου, όλα άρχιζαν με ισχυρούς πονοκεφάλους και φλεγμονή των οφθαλμών οι οποίοι γίνονταν κόκκινοι. Φτάρνισμα, βήχας και ισχυροί εμετοί αποτελούσαν τη συνέχεια των συμπτωμάτων. Σε ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενούντων εμφανιζόταν λόξιγκας ο οποίος προκαλούσε ισχυρούς σπασμούς. Τα θύματα δεν εμφάνιζαν πυρετό στην αφή ή ωχρότητα, αντιθέτως ήταν κόκκινα και πλήρη εξανθημάτων. Ωστόσο, ένας εσωτερικός πυρετός φαινόταν να βασανίζει τους πάσχοντες, οι οποίοι δεν ήταν πλέον δυνατόν να ανεχτούν το λεπτότερο σεντόνι. Μόνη δυνατή ανακούφιση ήταν το νερό και πολύ κατέφευγαν σε δεξαμενές τυραννούμενοι από ακατάπαυστη δίψα. Πολλά από τα θύματα, σύμφωνα πάντοτε με τον Θουκυδίδη, πέθαιναν μεταξύ εβδόμης και ενάτης ημέρας από αυτόν τον εσωτερικό πυρετό. Η εξέλιξη της νόσου (με έλκος και διάρροια) ήταν όμως εξαντλητική και θανατηφόρα για πολλούς από τους ασθενείς οι οποίοι είχαν διαφύγει τον θάνατο στο πρώτο στάδιο.
Ο Olson είχε διαβάσει για τον λοιμό της Αθήνας στο περιοδικό Life όταν ήταν ακόμη παιδί και χρόνια αργότερα όταν διάβαζε τις αναφορές για την επιδημία του ιού Εμπολα στο Κίκουιτ του Ζαΐρ κάτι, όπως χαρακτηριστικά είπε, «έκανε κλικ» στο μυαλό του. Παρατήρησε πως και οι δύο ασθένειες εμφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν απότομα και πως και στις δύο περιπτώσεις τα θύματα πέθαιναν πολύ γρήγορα. Ακόμη, σύμφωνα με το αρχαίο κείμενο, όσοι φρόντιζαν τους ασθενείς νοσούσαν, ενώ η ασθένεια δεν επεκτάθηκε στους επιτιθέμενους Λακεδαιμονίους οι οποίοι βρίσκονταν εκτός των τειχών της πόλης. Το γεγονός αυτό δηλώνει μετάδοση της νόσου με την επαφή και όχι με τον αέρα, πράγμα που συμβαίνει και με τον ιό Εμπολα. Αλλά αυτό που πραγματικά υπήρξε ιδιαίτερα ενδεικτικό για τον αμερικανό επιστήμονα ήταν το ασυνήθιστο σύμπτωμα του λόξιγκα το οποίο δεν βασάνισε μόνο τους αρχαίους Αθηναίους αλλά και το 15% των ασθενών του ιού Εμπολα στο Ζαΐρ.
Προσπαθώντας να στηρίξει την υπόθεσή του, ο Olson κάνει λόγο για τους γαλάζιους πιθήκους οι οποίοι απεικονίζονται στις τοιχογραφίες της Θήρας. Είναι γνωστό σήμερα ότι ορισμένα είδη πιθήκων αποτελούν ξενιστές για τον ιό Εμπολα και, βεβαίως, η Σαντορίνη δεν αποτελούσε μακρινή απόσταση για τα καράβια του φημισμένου αθηναϊκού στόλου… Ωστόσο, ο αμερικανός επιστήμονας (άραγε για να λύσει το πρόβλημα που προκύπτει από τη μεγάλη χρονολογική διαφορά ανάμεσα στη μινωική Σαντορίνη των τοιχογραφιών και στην Αθήνα του Πελοποννησιακού πολέμου;) δεν παραλείπει να υποθέσει πως ο ιός θα μπορούσε να είχε μεταφερθεί στην Αθήνα μέσω των ναυτικών οι οποίοι εμπορεύονταν με τα αφρικανικά παράλια.
Είναι αδύνατον σήμερα να μάθουμε ποιος ήταν ο αρχικός φορέας του ιού, αξίζει όμως να αναφερθεί πως, σύμφωνα πάντοτε με τον Θουκυδίδη, ο ιός έφτασε στην Αθήνα από το λιμάνι του Πειραιά!
Και ενώ η προτεινόμενη από τον Olson υπόθεση κρίνεται από τους ειδήμονες σαν «τουλάχιστον όχι λιγότερο πιθανή από αυτές που είχαν προταθεί νωρίτερα», παραμένει αναμφισβήτητο το γεγονός ότι ποτέ δεν θα είναι σε θέση να την αποδείξει πειραματικά. Και αυτό όχι γιατί δεν διαθέτουμε σήμερα τις κατάλληλες μεθόδους αλλά γιατί δεν διαθέτουμε το προς μελέτη υλικό. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι έκαιγαν στην πυρά τους νεκρούς τους, σε αντίθεση με τους Αιγυπτίους οι οποίοι τους διατηρούσαν με την ταρίχευση, και έτσι χάθηκε κάθε γενετική ένδειξη του ιού μαζί με τα θύματά του. Αναρωτιέται κανένας αν θα έπρεπε να προσθέσει: «Ευτυχώς ίσως για μας…».