δεν είναι κάποιος… άλλος!
«Αυτό καθ’ αυτό μεθ’ αυτού μονοειδές αιεί έν» ΠΛΑΤΩΝ, «Συμπόσιον»
Ξύπνησα κάθιδρος… Οχι από κάποιον εφιάλτη, αλλά από το σοκ του πρώτου πυρωμένου αθηναϊκού μεσημεριού μετά τις διακοπές. Ηταν Τετάρτη 17 Αυγούστου του 1977 και τα χαράματα είχα επιστρέψει από τη Σίφνο, με σκοπό να προετοιμάσω τη «φυγή» μου προς τη Βόρειο Ελλάδα προτού βγουν τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων στο πανεπιστήμιο. Τότε τα αποτελέσματα τα ακούγαμε ξαφνικά από το ραδιόφωνο κάποια μέρα περί τις αρχές Σεπτεμβρίου και (για την περίπτωση αποτυχίας μου) ήθελα να βρίσκομαι μακριά από το σπίτι μου όταν θα έφτανε η ώρα της αλήθειας. Είχα όμως αρκετό καιρό μπροστά μου για να οργανωθώ κατάλληλα… Ετσι έφτιαξα καφέ και είπα να κάνω μερικά τηλεφωνήματα. Εβαλα και το ραδιόφωνο, στα μεσαία, στον αμερικανικό σταθμό της βάσης του Ελληνικού. Επαιζε μια αλληλουχία τραγουδιών του Ελβις Πρίσλεϊ. Ενιωσα ευδιάθετος ακούγοντας τρία τραγούδια του Ελβις στη σειρά, χωρίς να μεσολαβεί η φωνή κάποιου ντισκ τζόκεϊ και το ‘πα και στον φίλο μου τον Νίκο με τον οποίο μιλούσαμε στο τηλέφωνο. «Βάλε τον αμερικάνικο! Παίζει ένα απίθανο νον-στοπ με τραγούδια του Ελβις!».
«Καλά, δεν το ξέρεις;» μου απάντησε. «Ο Ελβις πέθανε σήμερα το πρωί!..».
Θεωρητικά το άγγελμα αυτού του μαντάτου θα έπρεπε να σημαίνει πιο πολλά για τη μαμά μου παρά για μένα τον ίδιο. Είχα γεννηθεί όταν πια ο Ελβις είχε «υπερβεί» τα όρια της διαδρομής του, είχα μεγαλώσει ακούγοντας μεταγενέστερούς του ρόκερς και τη συγκεκριμένη περίοδο άκουγα για πρώτη φορά πανκ συγκροτήματα και βυθιζόμουν σιγά σιγά σε άγνωστές μου, σκοτεινές περιοχές του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Παρ’ όλα αυτά, ένιωσα μέσα μου πως κάτι με είχε χτυπήσει και αυτό το κάτι μου ‘κοψε τα πόδια. Φαίνεται πως χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί είχαμε μεγαλώσει με μια μουσική που οι εκφραστές της, από τους Beatles ως τους Roxy Music και από τον Ντίλαν ως τον (άρτι αφιχθέντα τότε) Ελβις Κοστέλο, χρωστούσαν πάρα πολλά στον Ελβις και αυτή την αίσθηση του χρέους και του δέους μάς την είχαν περάσει με τη στάση και τα τραγούδια τους σε τέτοιο βαθμό που ο θάνατός του να είναι απώλεια και για (μερικούς από) μας.
Αυτό βέβαια δεν το ήξερα τότε, ήξερα όμως πού θα συναντούσα κάποιους μεγαλύτερούς μου ανθρώπους για τους οποίους σίγουρα η είδηση του θανάτου του βασιλιά θα ήταν ιδιαίτερα θλιβερή.
Μπήκα στο δισκοπωλείο «Pop Eleven» όπου επικρατούσε μια πρωτόγνωρη, βουβή ατμόσφαιρα. Ενας από τους αδελφούς Φαληρέα (νομίζω ο Τάσος) είχε περάσει μια μαύρη κορδέλα πάνω σ’ ένα πόστερ που απεικόνιζε τον Ελβις, τον Τζέιμς Ντιν, τη Μέριλιν, τον Μάρλον Μπράντο κ.ά. να πίνουν γύρω από ένα μπαρ. Διάφοροι γνωστοί έρχονταν και τους άκουγα να μιλούν για τον θάνατο του Ελβις με τον ίδιο ηλεκτρισμό που (όταν ήμουν μικρότερος) είχα διακρίνει στις φωνές των μεγάλων τη μέρα που δολοφονήθηκε ο Ρόμπερτ Κένεντι ή το βράδυ που επέστρεψε ο Καραμανλής. Στο μυαλό μου προσπαθούσα να βρω μιαν άκρη… Τι μπορεί να συνέδεε το αίσθημα απώλειας αυτών των Αθηναίων με το αντίστοιχο αίσθημα απώλειας των χιλιάδων Αμερικανών που (λογικά) θα έπρεπε να έχουν αρχίσει να συρρέουν στο Μέμφις του Τενεσί και στην εκεί έπαυλη του Ελβις;
Εκεί, στο παλάτι του που άκουγε στο όνομα Graceland, ο 42χρονος Ελβις είχε περάσει μάλλον ευχάριστα τις τελευταίες ημέρες. Φιλοξενούσε την 9χρονη κόρη του Λίζα-Μαρί και πριν από λίγα βράδια νοίκιασε για όλη τη νύχτα ένα λούνα παρκ για να διασκεδάσει μαζί της και με την παρέα του. Κολυμπούσε καθημερινά, προετοίμαζε μια περιοδεία 12 σταθμών, γελούσε διαβάζοντας το σκανδαλοθηρικό βιβλίο «Elvis: What Happened?», που μόλις είχαν κυκλοφορήσει τρεις πρώην σωματοφύλακές του και ενίοτε έπαιζε και λίγο σκουός.
Το απομεσήμερο της 16ης Αυγούστου και ακριβώς μετά από λίγο σκουός, ο Ελβις ήταν σωριασμένος στο μπάνιο της τεράστιας κρεβατοκάμαράς του. Εκεί τον βρήκαν οι νοσοκόμοι Κρόσμπι και Τζόουνς που κατέφθασαν με το ασθενοφόρο μόλις ειδοποιήθηκαν από τον γιατρό του, τον Ελληνοαμερικανό Τζορτζ Νικόπουλο. Ο Ελβις φορούσε μπλε πιζάμες και ήταν ακίνητος. Μαζί με τον γιατρό, τον έβαλαν στο ασθενοφόρο και καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια να τον επαναφέρουν. Ο Τζόουνς θυμάται πως ο δρ Νικόπουλος σχεδόν εκλιπαρούσε στη διαδρομή: «Ανάσανε, ρε Πρίσλεϊ, ανάσανε!». Αλλά ήταν πια πολύ αργά για τον Ελβις… Ο ίδιος ο Νικόπουλος ανακοίνωσε τον θάνατό του στις 3.30 το απόγευμα. Επίσημη εκδοχή του θανάτου του ήταν η καρδιακή αρρυθμία. Το πτώμα του μεταφέρθηκε από το νοσοκομείο πίσω στην Graceland περί τις 8 μ.μ.
Στρατιές ολόκληρες από μεσήλικες γυναίκες, μακρυμάλληδες ρόκερς, παιδιά, επιχειρηματίες, μοτοσικλετιστές, δημοσιογράφους είχαν ζώσει την έπαυλη. Εκατό φορτηγά είχαν ήδη παραδώσει 3.166 στεφάνια και ανθοδέσμες, με αποστολείς ανώνυμους φαν, το πολίτμπυρο της τότε ΕΣΣΔ, τον Ελτον Τζον αλλά και την αστυνομία του Μέμφις… Το άλλο πρωί (την ώρα που εμείς ήμασταν στο «Pop Eleven») είχαν ήδη μαζευτεί 10.000 άνθρωποι έξω από την Graceland.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο αυτή η ανθρώπινη αλυσίδα δεν σταμάτησε έκτοτε. Οι κλασικές θεωρίες περί την ανθρώπινη δόξα και φήμη υποστηρίζουν ότι άπαξ και κάποιος σταρ πεθάνει ή αποσυρθεί η παρουσία του ξεθωριάζει, όσο και αν τον περιβάλλει κάποιος θρύλος. Αυτό όμως που έχει συμβεί περί τον Ελβις οριοθετεί το ακριβώς αντίθετο! Είναι πιο δύσκολο να αποφύγεις τον Ελβις σήμερα απ’ ό,τι ήταν πριν από 20 χρόνια! Και δεν υπάρχει σήμερα άλλη φιγούρα ζωντανού ή νεκρού θρύλου της ποπ κουλτούρας (από τον Σινάτρα ως τον Λένον) που να έχει τη δυνατότητα να γεννά ενδιαφέρον σε κάθε σημείο του πλανήτη όσο η φιγούρα του Ελβις.
Πρόσφατα, όσο το 1991, 17% των Αμερικανών πίστευαν ότι ο Ελβις μπορεί να είναι ζωντανός, το 1996 καταγράφηκαν πέντε εκκλησίες… πρισλεϊτεριανών στις ΗΠΑ, ενώ πέρυσι πάλι είχαμε κατά μέσον όρο πέντε τηλεφωνήματα ημερησίως στην Graceland από ανθρώπους που ζητούσαν τον… Ελβις. Τετρακόσιοι άνθρωποι την ημέρα επισκέπτονται ακόμη και σήμερα την έπαυλη στο Μέμφις, 100.000 πήγαν εκεί στις 16 Αυγούστου για την 20ή επέτειο από τον θάνατό του (αφήνοντας στην πόλη 25 εκατ. δολ.), 232 διευθύνσεις για τον Ελβις υπάρχουν στο Ιντερνετ, ενώ 500 λέσχες θαυμαστών (φαν κλαμπ) λειτουργούν σε όλο τον κόσμο, 5.000 σωσίες του κάνουν χρυσές δουλειές από την Ιαπωνία ως το Μεξικό και το ποσό των 75 εκατ. δολ. εισπράττει ετησίως από πωλήσεις αναμνηστικών η εταιρεία «Elvis Presley Enterprises», που διευθύνεται από την κάποτε σύζυγό του Πρίσιλα Πρίσλεϊ. Προικισμένη απ’ ό,τι φαίνεται με το άγγιγμα του Μίδα, μετέτρεψε την Graceland σε χρυσωρυχείο, απέκτησε πλήρη έλεγχο των πωλήσεων αναμνηστικών και της χρήσης του ονόματος «Ελβις», ίδρυσε αλυσίδα μπουτίκ αλλά και τρία μουσεία και, στις 15 Αυγούστου, εγκαινίασε το πρώτο μιας αλυσίδας εστιατορίων που ονομάζεται «Elvis Presley’s Memphis». Βρίσκεται στο Μέμφις, ενώ ετοιμάζονται άλλα 12 σε διάφορες πόλεις του κόσμου. Η ουρά απ’ έξω είναι τεράστια και ήδη έχει ξεπουλήσει το στοκ αναμνηστικών που είχε προβλεφθεί για ένα τετράμηνο!
Η καταναλωτική τρέλα περί τον Ελβις όμως δεν είναι μεταθανάτιο φαινόμενο. Πριν από 40 ολόκληρα χρόνια, όταν ο ίδιος είχε μόνο τρία χρόνια καριέρας στην πλάτη του, αν κάποια -ος οπαδός του κατανάλωνε όλα τα προϊόντα «Ελβις» που υπήρχαν στην αγορά θα μπορούσε να ξυπνήσει το πρωί, να φορέσει κάλτσες «Ελβις», παπούτσια «Ελβις», την κλασική ριγέ μπλούζα αλλά και μπλουτζίν «Ελβις» (που ήταν μαύρου χρώματος), χρυσή αλυσίδα «Ελβις» στο χέρι και μαντιλάκι «Ελβις» στο τσεπάκι του σακακιού. Πηγαίνοντας στο σχολείο θα αγόραζε τσικλόφουσκες «Ελβις», θα κράταγε σημειώσεις με μολύβι «Ελβις» και αργότερα, στο σπίτι, φορώντας βερμούδα «Ελβις» θα μπορούσε να γράψει με στυλό «Ελβις» γράμμα σε κάποιον που γνώρισε μέσω του φαν κλαμπ του Ελβις, ενώ θα έπινε αναψυκτικό «Ελβις». Προτού πέσει για ύπνο (φορώντας πιζάμες «Ελβις», φυσικά) μπορούσε να γράψει στο ημερολόγιο «Ελβις» με την πένα «Ελβις» και λίγο προτού ονειρευτεί να ρίξει μια τελευταία ματιά στο πορτατίφ «Ελβις» που έφεγγε πιο εκεί…
Υπήρχαν ακόμη πορτοφόλια, χτένες, κολόνιες, τράπουλες, κούκλες, μπλουζάκια, σελιδοδείκτες, κιθάρες, κονκάρδες, μαξιλάρια, πικάπ και, σύμφωνα με τους καταλόγους διαφήμισης του 1957, 40 ακόμη προϊόντα «Ελβις» που είχαν ήδη αποφέρει κέρδη 55 εκατ. δολ. πράγμα που σημαίνει πως αγοράζονταν φανατικά από τους… φαν της εποχής!
Αυτούς τους απίστευτους αριθμούς πολλοί τους αποδίδουν στο δαιμόνιο του μάνατζερ του Ελβις, του «συνταγματάρχη» Τομ Πάρκερ που συγχωρέθηκε πρόσφατα. Στην πραγματικότητα, εκείνο που ελάχιστοι κατάλαβαν τότε και λίγοι έχουν συνειδητοποιήσει ακόμη και σήμερα είναι πως το δίδυμο Ελβις – Πάρκερ λειτούργησε εν αγαστή συμπνοία. Ηταν μια διμελής ομάδα, η ευφυέστερη ομάδα που είχε εμφανισθεί στον χώρο του θεάματος και που δίδαξε από το «άλφα» πώς παντρεύονται το σόου και οι μπίζνες… Τα απίστευτα επιχειρηματικά κατορθώματα του Πάρκερ με τον Ελβις δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί αν ο Ελβις δεν ήταν αυτό που ήταν. Και αυτό ο «συνταγματάρχης» το ήξερε (και το «προστάτευε» πολύ καλά). Και όταν το «κόλπο» του έγινε πολύ μεγάλο για να μπορεί ν’ απαλλαγεί απ’ αυτό ο Ελβις, τότε ο βασιλιάς απλώς βαρέθηκε και έγινε, για μας, πιο απόμακρος και πιο ανεξήγητος…
Και έτσι άρχισαν τα «ο Ελβις είναι τούτο» και «ο Ελβις είναι τ’ άλλο», «ο Ελβις πουλήθηκε στο Χόλιγουντ», «ο Ελβις έχει… ξεφύγει» και «ο Ελβις είναι κατεστημένο». Διάφοροι που δεν είχαν χορέψει ποτέ τους ροκ-εν-ρολ ξεφούρνιζαν κάθε λογής κοτσάνα για τον Πρίσλεϊ και μόνο οι μουσικοί, οι συνθέτες και οι παραγωγοί δίσκων έδειχναν να κατανοούν και να θυμούνται το μεγαλείο και τη διαφορά τού… Πρώτου! Ο μεγάλος κιθαρίστας Τσετ Ατκινς είπε κάποτε: «Πριν από τον Ελβις υπήρχε ποπ και κάντρι και μπλουζ. Το παιδί είχε τόση δύναμη που τα ανακάτεψε όλα σε κάτι νέο και μέχρι να το πάρουμε αυτό είδηση πολλοί μουσικοί έμειναν άνεργοι γιατί δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από τις προηγούμενες φόρμες. Μια μέρα όλα τα στυλ θα έχουν ξεχαστεί και τότε θα μιλάμε απλώς για τη μουσική της νιότης και, σ’ εκείνο το φαινόμενο, ο Ελβις θα έχει συνεισφέρει όσο κανένας άλλος!».
Οσο να τα κάνει όλα αυτά, ο «Ελβις» είχε διαχωριστεί από τον Πρίσλεϊ και μόνο ο ίδιος ήξερε πού και πότε το παιδί που ξεκίνησε φορτηγατζής από το Τούπελο του Μισισιπή συναντούσε την εικόνα του Ελβις που πουλιόταν σε καρτ ποστάλ ακόμη και στα περίπτερα ελληνικών επαρχιακών πόλεων τη δεκαετία του ’60. Οι σημαντικότεροι μελετητές του Ελβις (που, φυσικά, έγραψαν γι’ αυτόν προτού πεθάνει) το είχαν συλλάβει εγκαίρως. Είχαν αντιληφθεί την πραγματική του εποποιία (που δεν είχε να κάνει μόνο με τη μουσική) και τι μπορούσε αυτή να του προκαλέσει άπαξ και ο ίδιος συνειδητοποιούσε τα μεγέθη της. Και ποια ήταν τα μεγέθη αυτά;
«Το πρόβλημα είναι πως ο Ελβις δεν άλλαξε απλώς τη μουσική» έγραψε το 1976 ο Ντέιβ Μαρς. «Αλλαξε την ίδια την ιστορία, νέτα σκέτα, και κάνοντάς το έγινε ο ίδιος ιστορία. Δεν υπήρχε ανάλογο προηγούμενο ώστε να τον οδηγήσει, κι έτσι ανακάλυπτε ο ίδιος συνεχώς τα όρια του φαινομένου του και σ’ αυτό ήταν τίμιος όσο τίμια ήταν η εξαρχής συνύπαρξη της εικόνας του παιδιού της χορωδίας και της εικόνας του νεαρού παράνομου επάνω του. Και θα ‘ναι πάντοτε εδώ. Δεν είναι «φαινόμενο» ούτε «τρέλα», δεν είναι «καλλιτέχνης» ούτε «τραγουδιστής». Είναι το τέλειο σύμβολο, ένα θεμελιώδες μυστήριο και η κεντρική ιδέα είναι πως μας ξεπερνάει όλους ή τουλάχιστον θα μας ξεπερνάει για όσο θα χρειαστεί και σε μας και σ’ αυτόν να διερευνήσουμε τα όρια του συμβόλου που ενσαρκώνει».
Απέναντι σε όλα αυτά ο Ελβις παρέμεινε ο Ελβις ως το τέλος. Είχε γίνει χοντρός, έλεγαν πως έπαιρνε χάπια και ναρκωτικά (τα όργανά του ποτέ δεν επεστράφησαν μετά την αυτοψία ώστε να μάθουμε από τι τελικά πέθανε), εύλογα δεν είχε πια ενδιαφέροντα, αλλά είχε πάντα χιούμορ και μια ζεστή καρδιά, παρέμενε παιδί και δη γενναιόδωρο, ένα παιδί που διεκπεραίωνε το σύμβολο που λέγαμε πριν και που διασκέδαζε με τα μεγέθη που ερήμην του έπαιρνε το σύμβολο αυτό.
«Πώς θα μπορούσε να τα πάρει στα σοβαρά;» αναρωτιόταν το 1975 ο Γκρέιλ Μάρκους στο βιβλίο του «Mystery Train». «Πώς μπορεί κάποιος να δημιουργήσει όταν απλώς χρειάζεται να εμφανισθεί για να δημιουργηθεί αυτόματα τζίρος εκατομμυρίων δολαρίων; Δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να κάνει ο Ελβις ώστε να υποσκιάσει τον μύθο του. Και έτσι εμφανίζεται απόμακρος, σαρκάζει τον ίδιο του τον μύθο, τον πετά άγαρμπα μακριά…».
Υπ’ αυτή την έννοια ο Ελβις είχε δημιουργήσει σύμβολο πολύ πριν από τον θάνατό του. Υπ’ αυτή την έννοια ο Ελβις δεν ήταν κάποιος άλλος! Ολα (τα τότε και τα τώρα) είναι «επιτεύγματα» του φορτηγατζή από το Τούπελο, που μια μέρα σταμάτησε σε ένα μηχάνημα αυτόματης κοπής δίσκων για να «γράψει» ένα δισκάκι – δώρο για τα γενέθλια της μαμάς του. Από εκεί πήγε πολύ μακριά, έφτασε να γίνει ένα σύμβολο. Και κάποιες στιγμές είχε τη δύναμη να παίζει και μ’ αυτό, ν’ αποπέμπει τον θρύλο του μόνο και μόνο για ν’ απολαύσει την αυτοστιγμεί επιστροφή του, την επάνοδο ενός κάθε φορά μεγαλύτερου θρύλου που γυρίζει πίσω για να τον παγιδεύσει και πάλι…
Υπάρχει μια ζωντανή ηχογράφηση, στο Λας Βέγκας το 1969, όπου ο Ελβις τραγουδά για νυοστή φορά το «Are you Lonesome Tonight?». Μπαίνει ωραία, αλλά μετά το πρώτο κουπλέ ξεσπά σε άγρια γέλια! Η ορχήστρα παίζει κανονικά, οι κοπέλες συνεχίζουν τα φωνητικά και ο Ελβις απλώς ξεκαρδίζεται ανήμπορος να ελέγξει το γέλιο του… Πάει έτσι ως το τέλος, οπότε αποθεώνεται και, συνεχίζοντας να γελά, λέει στο ακροατήριο που παραληρεί: «Δεκαπέντε χρόνια τραγουδώ αυτό το κομμάτι. Δεκαπέντε χρόνια κρατιέμαι να μη με πιάσουν τα γέλια!».
Αυτή η στιγμή είναι στ’ αφτιά μου η απογείωση της συνύπαρξης του Πρίσλεϊ από το Τούπελο και του Ελβις όλου του πλανήτη. Κάθε χρόνο στις 16 Αυγούστου συνήθιζα να παίζω αυτή την ηχογράφηση στο ραδιόφωνο. Φέτος, αφού τα μικρόφωνα του «Ρόδον 94,4.» είχαν σιγήσει λίγες εβδομάδες νωρίτερα δεν μπόρεσα να κάνω το ίδιο.
Αντί γι’ αυτό λοιπόν έγραψα τούτη την ιστορία. Που, φυσικά, τελειώνει με το γέλιο του Ελβις…