Ανάμεσα στην ποίηση και στη δικαιοσύνη
zenakos@dolnet.gr
Στην Κωνσταντινούπολη είχαμε πει μια καλημέρα. Ο Νταν Κάμερον, όπως οποιοσδήποτε επιμελητής τις ημέρες των εγκαινίων της έκθεσής του, μοιραζόταν φρενήρης ανάμεσα σε ομιλίες, εξηγήσεις και ρυθμίσεις της τελευταίας στιγμής. Από το 1995 διευθυντής του New Museum of Contemporary Art της Νέας Υόρκης, ο Νταν Κάμερον τιτλοφόρησε την Μπιενάλε που επιμελήθηκε «Ποιητική δικαιοσύνη». Υπό την καλλιτεχνική διεύθυνσή του συγκεντρώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη 86 σημαντικοί καλλιτέχνες από 42 χώρες του κόσμου. Ανάμεσά τους βρίσκονται ο Αρναουτ Μικ, ο Κουτλούγκ Αταμάν, η Τάνια Μπρουγκέρα, η Μόνικα Μπονβιτσίνι, ο Μάικ Νέλσον, η Ανίκα Λάρσον, ο Φερνάντο Μπράις, ο Πολ Νόουμπλ, η Φιόνα Ταν, η Εμιλι Τζακίρ και πολλοί άλλοι. Συμμετέχουν επίσης δύο ελληνίδες καλλιτέχνιδες, η Ντιάνα Μαγκανιά και η Λίνα Θεοδώρου. Το ευτύχημα ήταν ότι τρεις ημέρες μετά τα εγκαίνια ο Νταν Κάμερον βρισκόταν στην Αθήνα για να επισκεφθεί το Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ και να συζητήσει τη συμμετοχή του στην έκθεση με έργα της συλλογής του Δάκη Ιωάννου, η οποία θα διοργανωθεί κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Μολονότι αστραπιαία, η επίσκεψή του μας έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουμε για τον τρόπο με τον οποίον ο Νταν Κάμερον αντιλαμβάνεται τη σύγχρονη τέχνη.
– Με ένα θέμα όπως η «Ποιητική δικαιοσύνη» δεν φοβηθήκατε ότι το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι υπερβολικά κειμενολογικό; Μια πολιτική θέση είναι αρκετά συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ τα έργα τέχνης είναι από τη φύση τους ευρέα και αμφίσημα…
«Αυτό που λέτε είναι αλήθεια, δεν νομίζω όμως ότι το θέμα της έκθεσης είναι η πολιτική per se. Είναι περισσότερο οι δύο έννοιες, της ποίησης και της δικαιοσύνης, και η προσπάθεια να τις αναλογιστεί κανείς τη μία δίπλα στην άλλη: δημιουργικότητα και ακτιβισμός, εσωτερικός συλλογισμός και εξωτερική δράση. Αυτό που μου αρέσει στον τίτλο είναι ότι στην πραγματικότητα δεν σημαίνει τίποτε. Είναι μια ανοικτή κατηγορία, η οποία επιτρέπει την πολυστρωματική ερμηνεία που απαιτούν τα έργα τέχνης. Ενα από τα χαρακτηριστικά της έκθεσης, από την άποψη της επιμέλειας, είναι ότι υπάρχει μια διακύμανση ανάμεσα στα πιο ποιητικά έργα και στα πιο πολιτικά».
– Ας διατυπώσω λοιπόν το πρόβλημα ως εξής: Οι θεωρητικές συζητήσεις που περιβάλλουν την καλλιτεχνική παραγωγή και την επιμέλεια εκθέσεων συχνότατα αναλύουν ορισμένες κοινωνιολογικές παρατηρήσεις και στη συνέχεια παραθέτουν ορισμένα έργα τέχνης τα οποία κατά κάποιο τρόπο δείχνουν προς την κατεύθυνση αυτών των παρατηρήσεων. Αυτό που δεν συναντώ σχεδόν ποτέ σε αυτές τις συζητήσεις είναι μια ανάλυση για μορφολογικά ζητήματα, για το «πώς», για τον τρόπο που ένα έργο οικοδομεί μια παρατήρηση, κατασκευάζοντας ένα αντικείμενο, μια προβολή, μια δράση…
«Πιστεύω ότι αντιμετωπίζουμε μια δυσκολία σχετικά με αυτό επειδή το όλο ερώτημα του πώς επικοινωνεί ένα έργο τέχνης είναι μάλλον μυστηριώδες. Τα έργα τέχνης δεν είναι διδακτικά. Εχω συνειδητοποιήσει εδώ και πολύ καιρό πως ο λόγος που δεν είμαι καλλιτέχνης δεν είναι ότι δεν μπορώ να αναπτύξω δεξιότητες αλλά ότι βρίσκω εντελώς ακατανόητη τη μετάδοση ενός συναισθήματος ή ενός ενστίκτου και τη μεταμόρφωσή του σε αντικείμενο ή εμπειρία ή γεγονός. Δεν καταλαβαίνω πώς γίνονται τα έργα τέχνης. Υπάρχει κάτι που κάνουν οι καλλιτέχνες που μου διαφεύγει τελείως. Ο λόγος λοιπόν που παρακάμπτουμε το ζήτημα που θέσατε είναι ότι είναι τόσο δύσκολο να εντοπίσουμε τι ακριβώς είναι αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε με έναν συγκεκριμένο τρόπο».
– Ωστόσο δεν το αποφεύγαμε πάντα. Δεν έχετε την αίσθηση ότι ως πριν από μία εικοσαετία περίπου δεν μιλούσαμε σχεδόν για τίποτε άλλο παρά για ζητήματα μορφής;
«Είναι ένα ενδιαφέρον παράδοξο αυτό που περιγράφετε… Αν σκεφτεί κανείς τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, κυριαρχεί μια διττή κατάσταση όπου η αδυναμία περαιτέρω περιστολής του θέματος είναι αλληλένδετη με την απόλυτη καθαρότητα της μορφής. Εκείνη την εποχή κατανοούμε το έργο του Τζάκσον Πόλοκ ακριβώς μέσω του τρόπου με τον οποίο είναι φτιαγμένο και, ακόμη πιο συγκεκριμένα, μέσω του τρόπου που η τεχνική του συντάσσεται με την ανάγνωση της ιστορίας της τέχνης στην οποία πιστεύουμε. Αυτή η βεβαιότητα θρυμματίζεται στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970, όταν ο μοντερνισμός φτάνει στο τέλος του και αρχίζει μια νέα εποχή. Οταν φτάνουμε στον μεταμοντερνισμό, η ιδέα της μορφολογικής καθαρότητας, η πίστη μας στη δυνατότητα μιας μόνο ανάγνωσης συντρίβεται. Και αυτό δεν νομίζω ότι αφορά μόνο την τέχνη της εποχής μας αλλά, όπως παραδέχονται πολλοί ιστορικοί, και την κατανόηση της τέχνης του παρελθόντος. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό της ιστορικής στιγμής στην οποία ζούμε, μια κατάσταση απόλυτης αβεβαιότητας».
– Πιστεύετε ότι ζούμε ακόμη στη μεταμοντέρνα εποχή ή μήπως η δεκαετία του 1990 σήμανε μια περαιτέρω αλλαγή;
«Πιστεύω ότι η αλλαγή σημειώθηκε πριν από τότε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 κυριαρχεί η αποθέωση της εννοιολογικής τέχνης και ύστερα, στα μέσα της δεκαετίας, πολύ γρήγορα και ξαφνικά εμφανίζεται κάποιος σαν τη Σίντι Σέρμαν. H Σέρμαν είναι ολοκληρωμένη καλλιτέχνις ως το 1980. Και μολονότι φτιάχνει μια δουλειά που δεν δέχεται τη νομιμότητα της εικόνας, μολονότι πιστεύει ότι η εικόνα δεν είναι κάτι στο οποίο μπορείς να βασιστείς, δημιουργεί εικόνες παρ’ όλα αυτά. Τα πάντα όμως είναι σε εισαγωγικά, σου κλείνουν το μάτι με νόημα, είναι ειρωνικά. Πρόκειται για την εποχή στην οποία όλα γίνονται μετα-. Μεταεξπρεσιονισμός, μεταεννοιολογία, νεοεννοιολογία, δεν θυμάμαι καν όλα όσα έχουν ειπωθεί κατά καιρούς. Τίποτε όμως δεν είναι κίνημα πλέον. Είναι τα είδωλα των κινημάτων, αντικατοπτρισμοί σε μια εποχή όπου τα νοήματα δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν και όλοι λειτουργούμε με σπαράγματα συμβάσεων, τα οποία χρησιμοποιούμε για να δείξουμε προς την κατεύθυνση των νοημάτων που υπήρχαν. Βλέπετε, ακόμη γνωρίζουμε αυτά που υπήρχαν. Απλώς δεν τα πιστεύουμε πια».
– Στον κατάλογο της Μπιενάλε θέτετε το ερώτημα: «Μπορεί η τέχνη να παράσχει ένα μοντέλο για διαπολιτιστική επικοινωνία και ανταλλαγή, το οποίο να μπορεί να εφαρμοστεί, έστω έμμεσα, σε καταστάσεις μεγαλύτερης και πιο επείγουσας πολιτικής σημασίας;». Στ’ αλήθεια πιστεύετε ότι υπάρχει τέτοια περίπτωση;
«Δεν ξέρω… H τέχνη ακόμη περιορίζεται λίγο-πολύ στο κοινό που είναι ήδη κάπως εμπλεγμένο στην καλλιτεχνική εμπειρία. Πιστεύω όμως επίσης ότι αυτό αλλάζει. Πιστεύω ότι το κοινό της τέχνης μεγαλώνει. Μεγαλώνει επίσης η ομάδα των ευρύτερα ενδιαφερομένων, των περίεργων, αυτών που λένε «μα τι κάνετε όλοι εσείς;». Ο καλλιτέχνης, όπως ο εφευρέτης, διασπά το βασίλειο του πραγματικού και περνάει στο βασίλειο του πιθανού. Εμείς τον ακολουθούμε, ταξιδεύουμε στα απόνερά του. Γενικά μιλώντας πρόκειται για μια κατάσταση παρόμοια με αυτήν της θεωρητικής φυσικής. Αν ακούγαμε μερικούς φυσικούς να μιλούν, θα τους παρακολουθούσαμε ως ένα σημείο και μετά θα τους χάναμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι η θεωρητική φυσική δεν έχει επηρεάσει τη ζωή μας. Παρομοίως, δεν μπορείς να κόψεις δρόμο προς την κατανόηση της τέχνης. Θέλει χρόνο».
– Δεν θα μπορούσα όμως να πω ότι το ίδιο φαινόμενο που θεωρούμε ρίζα των δεινών μας, η παγκοσμιοποίηση, στην πραγματικότητα μας προσφέρει το πιο αποτελεσματικό όχημα για «διαπολιτιστική επικοινωνία»; Δεν επικοινωνούμε «διαπολιτιστικά» περισσότερο λόγω της τουριστικής βιομηχανίας, των αεροπορικών εταιρειών, των παγκόσμιων MME, όλων των εξαιρετικά κερδοφόρων δραστηριοτήτων, τις οποίες δαιμονοποιούν οι σύγχρονοι θεωρητικοί και καλλιτέχνες;
«Εγώ όμως δεν ορίζω την παγκοσμιοποίηση με αυτόν τον τρόπο. Οι πρακτικές που αναφέρετε για εμένα είναι η επέκταση και η κινητικότητα των ατόμων και των πολιτισμών μέσα στον κόσμο. H παγκοσμιοποίηση είναι ένα μονοπολιτιστικό φαινόμενο. Θα μπορούσα να δεχτώ ότι και τα δύο εμφανίζονται ως αποτελέσματα ορισμένων άλλων φαινομένων, με τον τρόπο που ένας δρόμος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά είτε πατατών είτε όπλων. H δική σας εμπειρία από τα ταξίδια σας δεν είναι απαραιτήτως συγκρίσιμη με αυτή των αμερικανών φοιτητών που έρχονται στην Κωνσταντινούπολη και πηγαίνουν στα MacDonald’s ή στα Burger King επειδή δεν γνωρίζουν τίποτε άλλο. Το πρόβλημα δεν είναι το μέσο. Ο,τι μας δίνει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε τις διαφορές μεταξύ μας είναι εγγενώς το αντίθετο της παγκοσμιοποίησης».
Ογδοη Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης. Ως τις 16 Νοεμβρίου. Πληροφορίες στο τηλ. 0090 212 3340.763 ή στον δικτυακό τόπο http: //www. istfest.org.