ΒΑΛΑΝΣΙΕΝ. H γενέτειρα του Αντουάν Βατό τού αφιερώνει ως τις 14 Ιουνίου μεγάλη έκθεση πινάκων και σχεδίων του μαζί με έργα διαφόρων μιμητών του. Τα ωραία χρώματα, ο απαλός φωτισμός και τα ειδυλλιακά θέματα των πινάκων του Βατό είναι γνωστά σε όλους τους φίλους της ζωγραφικής. H έκπληξη της έκθεσης στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βαλανσιέν είναι τα σχέδια του Βατό τα οποία εκτίθενται σπανίως. Γεννημένος το 1684, ο Βατό ήταν γιος φτωχού οικοδόμου. Από τα 15 του χρόνια άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και τρία χρόνια αργότερα έφυγε για το Παρίσι. Για την προσωπική ζωή του Βατό δεν υπάρχουν λεπτομερείς αφηγήσεις. Ξέρουμε ότι μιλούσε λίγο, δεν έγραφε, δεν κρατούσε ημερολόγιο και δεν είχε μόνιμη κατοικία. Ιδιαίτερα τα τελευταία του χρόνια ζούσε φιλοξενούμενος σε σπίτια φίλων του. Αντίθετα, για την καλλιτεχνική του παραγωγή γνωρίζουμε σχεδόν τα πάντα: άφησε γύρω στους διακόσιους πίνακες, πλήθος σχεδίων και αρκετά χαρακτικά. Και όλα αυτά μέσα σε 15 μόλις χρόνια. Ο Βατό πέθανε το 1721 στα 37 του χρόνια. Με τη ζωγραφική του ο Βατό ήρθε αντιμέτωπος με τον συντηρητικό ακαδημαϊσμό. Στους πίνακές του δεν απεικόνιζε τα συνήθη για την εποχή θρησκευτικά ή ιστορικά θέματα. Ο Βατό κυκλοφορούσε στους δρόμους, στα πανηγύρια και στις κουίντες των θεάτρων και κρατούσε «σημειώσεις» σχεδιάζοντας πρόσωπα, ενδυμασίες και τοπία εκ του φυσικού. Αργότερα, στο εργαστήριό του τα σχέδια αυτά έδιναν την πρώτη ύλη για τα θέματα που ζωγράφιζε: κυρίως ειδυλλιακές σκηνές στην εξοχή με ανθρώπους να γλεντούν και να χαίρονται τη ζωή τους, τις περίφημες «fêtes galantes» (σκηνές από υπαίθριες γιορτές) που έδωσαν όνομα σε αυτό το είδος των εικαστικών παραστάσεων. Ο Βατό εμπνεύστηκε επίσης από την Commedia dell’ arte και γενικά από το θέατρο της εποχής του. Μια φρικτή μητέρα
ΡΩΜΗ. Οι αυτοβιογραφικές αναμνήσεις της Χέλγκα Σνάιντερ, όπου αφηγείται την ιστορία της απίθανης μητέρας της η οποία την εγκατέλειψε σε τρυφερή ηλικία για να γίνει υποδιευθύντρια στο Αουσβιτς, μεταφέρθηκαν στο θέατρο από τη Λίνα Βερτμύλερ και την ίδια τη συγγραφέα. Με τον τίτλο Αφησέ με, μάνα η παράσταση στο θέατρο Piccolo Eliseo φαίνεται ότι είναι συγκλονιστική. Ομόφωνα ο ιταλικός Τύπος εγκωμιάζει τόσο τη σκηνοθεσία όσο και τους ερμηνευτές. Το θεατρικό έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μουσικόδραμα, αφού οι μονόλογοι τραγουδιούνται σε μουσική που συνέθεσαν οι Ιταλο Γκρέκο και Λούτσιο Γκρεγκορέτι. Την κόρη ενσαρκώνει η Μιλένα Βούκοτις, η οποία είναι και η αφηγήτρια. H Χέλγκα ξανασυναντά τη μητέρα της σε έναν οίκο ευγηρίας και προσπαθεί να την πλησιάσει συναισθηματικά και να καταλάβει επιτέλους πώς μπόρεσε η μάνα της να την εγκαταλείψει όταν ήταν παιδούλα για να πάει να εξοντώνει Εβραίους. H φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων πλανάται στην αίθουσα. Τη μητέρα υποδύεται αριστουργηματικά ο εβραϊκής καταγωγής Ρομπέρτο Χερλίτσκα (στη φωτογραφία μαζί με τη Μιλένα Βούκοτις). H 90χρονη πλέον μάνα, τις στιγμές όπου ξαναβρίσκει τα λογικά της, παρουσιάζεται αμετανόητη ναζίστρια και με τις αποσπασματικές αφηγήσεις της κάνει να φρίττει όχι μόνο την κόρη της αλλά και το κοινό. H Χέλγκα μπροστά σε τούτον τον παραλογισμό και στην ανείπωτη φρίκη που εκλύει θέλει να απαλλαγεί επιτέλους από τούτη τη μάνα η οποία της έχει στοιχειώσει τη ζωή. Πώς ανατέλλει ο ήλιος;
ΛΟΝΔΙΝΟ. H αναβίωση της παραγωγής που είχε κάνει το 1991 για την όπερα του Βέρντι Σιμόν Μποκανέγκρα ο Ιλάια Μοσίνσκι στο Covent Garden έχει ενθουσιάσει κριτικούς και κοινό. H παράσταση βασίζεται στην αναθεωρημένη εκδοχή της όπερας από τον ίδιο τον συνθέτη το 1881. Με τα ωραία αναγεννησιακά σκηνικά του Μάικλ Γίαργκαν και τα κοστούμια της ίδιας εποχής του Πίτερ Τζ. Χολ, καθώς και με το εκπληκτικό καστ και την υπέροχη ερμηνεία του μαέστρου Μαρκ Ελντερ, τούτος ο Σιμόν Μποκανέγκρα είναι μια «παραδοσιακή» αλλά εξαιρετική παράσταση. Από τις κορυφαίες στιγμές της παράστασης ήταν η Αντζελα Γκεόργκιου στον ρόλο της Αμέλια (φωτογραφία): «Ο ήλιος ανατέλλει με τη φωνή της» έγραψαν οι Sunday Times, μια φωνή που, όπως φαίνεται, ήταν «λαμπερή, καθάρια και κομψή όπως η γοητευτική παρουσία της». H ιστορία του Σιμόν Μποκανέγκρα εκτυλίσσεται στον 16ο αιώνα στη Γένοβα, που είχε κυβερνήτη έναν εκλεγμένο δόγη από την τάξη των πατρικίων. Ο Φιέσκο (Ορλιν Αναστάσοφ), που είναι ο δόγης στην αρχή της ιστορίας, έχει μια κόρη, τη Μαρία, η οποία ερωτεύεται έναν πληβείο, τον Σιμόν Μποκανέγκρα (Αλεξάντρου Αγκάτσε). Από τη σχέση τους θα γεννηθεί μια κόρη την οποία εμπιστεύονται σε μια γριά παραμάνα στην Πίζα. Τα χρόνια περνούν και ο Σιμόν Μποκανέγκρα, που είναι ναυτικός, επιστρέφει και πάει να βρει την κόρη του. Αλλά η γριά έχει πεθάνει και το κορίτσι έχει εξαφανιστεί. Ο Μποκανέγκρα συνεχίζει να αναζητεί τη θυγατέρα του χωρίς να ξέρει ότι το κοριτσάκι του το είχε περιμαζέψει κάποτε ο κόμης Γκριμάλντι και το έχει αναθρέψει σαν πραγματική του κόρη. Στη συνέχεια η ιστορία περιπλέκεται με πολιτικές ίντριγκες, προδοσίες, δολοφονίες και κυρίως ερωτικά πάθη. Στις δύο επόμενες παραστάσεις του Σιμόν Μποκανέγκρα στο Covent Garden, στις 8 και στις 11 Μαρτίου, η Αντζελα Γκεόργκιου θα αντικατασταθεί από την επίσης πολύ καλή υψίφωνο Ταμάρ Ιβερι. H υστεροφημία της «Μελωδίας»
NEA ΥΟΡΚΗ. Ως τις 18 Απριλίου στο θέατρο Vivian Beaumont του Lincoln Center ο Κρίστοφερ Πλάμερ ενσαρκώνει πέντε βράδια την εβδομάδα τον Ληρ, τον βασιλιά που κολακεύτηκε από τα ωραία λόγια των δύο μεγαλυτέρων θυγατέρων του και τους μοίρασε το βασίλειό του αποκληρώνοντας τη μικρότερη, η οποία ωστόσο ήταν η μόνη που τον αγαπούσε πραγματικά και τον νοιαζόταν. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο βετεράνος καναδός ηθοποιός υποδύεται αυτόν τον σαιξπηρικό ήρωα. Ο Βασιλιάς Ληρ με πρωταγωνιστή τον Πλάμερ (φωτογραφία) και σκηνοθέτη τον Τζόναθαν Μίλερ παίχτηκε το 2000 στο Φεστιβάλ του Στράτφορντ του Καναδά αποσπώντας πολύ εγκωμιαστικές κριτικές. H προσέλευση του κοινού στο θέατρο Vivian Beaumont είναι τόσο αθρόα ώστε έχουν πουληθεί σχεδόν όλα τα εισιτήρια για τις υπόλοιπες παραστάσεις. Ο 76χρονος Πλάμερ ξεκίνησε την καριέρα του ως σαιξπηρικός ηθοποιός, αλλά αργότερα τον κέρδισε και ο κινηματογράφος, όπου έλαβε μέρος σε περίπου 100 ταινίες, άλλες διαμάντια και άλλες σκουπίδια. Πάντως, όπως λέει ο ίδιος, «διασκέδασα το μεγαλύτερο διάστημα της καριέρας μου, ακόμη και με τις κακές ταινίες – και έχω γυρίσει τόνους από δαύτες». Εχοντας ενσαρκώσει και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού θεατρικούς ήρωες όπως Αμλετ, Αντώνιος, Ιάγος, Συρανό και τώρα βασιλιάς Ληρ και έχοντας πάρει μέρος σε ταινίες όπως στον υποψήφιο για Οσκαρ Insider, θα ήταν άδικο η υστεροφημία του Πλάμερ να σφραγιστεί, όπως φοβάται άλλωστε και ο ίδιος, με τη βραβευμένη με Οσκαρ Μελωδία της Ευτυχίας, όπου έπαιζε τον πλοίαρχο Φον Τραμπ.