Ο υπερηχητικός άνθρωπος





Ο πιλότος της βρετανικής πολεμικής αεροπορίας ο οποίος έσπασε το φράγμα του ήχου με αυτοκίνητο στην έρημο της Νεβάδας μιλάει στο «Βήμα» για τη μοναδική εμπειρία να τρέχεις γρηγορότερα από τη φωνή σου.


Αν κάτι ειπωθεί μία φορά, πόσες φορές μπορείτε να το ακούσετε; Μία; Λάθος! Απειρες ­ με μία προϋπόθεση! Αν είχατε 2.000 ώρες πτήσης με μαχητικό τζετ, τι θα μπορούσε να σας κατεβάσει στο έδαφος; Τίποτε; Λάθος ­ με μία προϋπόθεση! Αν πείτε «εγώ τρέχω πιο γρήγορα απ’ τον ήχο», μπορεί να λέτε αλήθεια; Οχι; Λάθος ­ με μία προϋπόθεση! Ποια είναι η προϋπόθεση; Να έχετε το Thrust Supersonic Car, το αυτοκίνητο που έσπασε το φράγμα του ήχου για πρώτη φορά στα χρονικά της ανθρωπότητας. Πόσο τρέχει, μη ρωτάτε. Απλώς δοκιμάστε να διαβάσετε δυνατά αυτή τη φράση. Το Thrust θα τρέχει πιο γρήγορα απ’ τις λέξεις σας. Θα φθάσει στον απέναντι κύριο πιο γρήγορα απ’ τη φωνή σας. Και ο οδηγός του ­ θεωρητικά τουλάχιστον ­ μπορεί να σας ακούσει να λέτε το ίδιο πράγμα δύο φορές! Επιστημονική φαντασία; Καθόλου! Ρωτήστε τον 36χρονο Αντι Γκριν, τον οδηγό του. Τον βρετανό πιλότο της RAF που στις 25 Σεπτεμβρίου 1997 στην έρημο Μπλακ Ροκ της Νεβάδας καβάλησε το Supersonic… και ο ήχος έφαγε τη σκόνη του ­ ή την άμμο του, αν προτιμάτε! Μέση ταχύτητα, 714 μίλια την ώρα! Ζηλέψατε την κούρσα του; Λοιπόν, τι περιμένετε; Σήμερα «Το Βήμα» σάς φύλαξε θέση συνοδηγού στο Thrust. Στο τιμόνι ο κ. Γκριν. Μόνο, αν είστε από τους οπαδούς της δεξιάς λωρίδας, κατεβείτε όσο ακόμη είναι καιρός!


­ Λοιπόν, κύριε Γκριν. Πείτε πως τώρα μπαίνουμε στο Σουπερσόνικ.


«Λοιπόν, βάζω μπρος, και…».


­ Ενα λεπτό! Δεν ρίχνουμε μια ματιά στο κόκπιτ προτού βάλουμε πρώτη;


«Α, ναι, βέβαια! Εχουμε μπροστά μας κουμπιά, πολλά κουμπιά. Και λαμπάκια, και μοχλοί ένα σωρό. Είναι σαν μαχητικό αεροσκάφος εδώ μέσα. Εγώ κάθομαι άνετα ανάμεσα στους δύο κινητήρες».


­ Και αν κοιτάξετε απ’ το τζάμι;


«Τότε βλέπω τη μύτη του Σουπερσόνικ. Μπροστά της ξεκινά μια λευκή γραμμή ­ είναι ο «μπούσουλάς» μου. Πάνω σ’ αυτήν θα πηγαίνω όσην ώρα θα οδηγώ. Μακάρι να την δω να τελειώνει σύντομα. Θα πει πως τα έχω καταφέρει».


­ Και ο ορίζοντας στο βάθος;


«Είναι σαν ένα τεράστιο «ταυ» αυτό που βλέπω. Η λευκή γραμμή, που ξαφνικά χτυπά στον ορίζοντα. Μια από τις πρώτες μου σκέψεις με το που μπήκα στο Σουπερσόνικ: Είναι τόσο επίπεδη η έρημος της Νεβάδας που από το πλαίσιο του παραθύρου βλέπεις στο βάθος τη γη να καμπυλώνει. Πρώτη σου φορά καταλαβαίνεις ότι ζεις πάνω σε μια σφαίρα. Και ο ορίζοντας είναι τόσο κοντά ­ μόλις δύο μίλια πέρα κόβεται ο κόσμος. Σαν να σε περιμένει το τέρμα της γης στα δύο μίλια!».


­ Δεν έχουμε ώρα όμως. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε.


«Ναι. Μα πρώτα πρέπει να αδειάσω το μυαλό μου απ’ όλα…».


­ Να αδειάσετε το μυαλό σας;


«Τι νομίζετε; Πως είναι παίξε – γέλασε; Τα δυόμισι λεπτά που ακολουθούν είναι τα πιο κουραστικά δυόμισι λεπτά που μπορεί ανθρώπινο μυαλό να φανταστεί. Κοιτάς το κόκπιτ και πρέπει να ‘σαι σίγουρος ότι τα ηλεκτρονικά συστήματα δουλεύουν, οι κομπιούτερ είναι εντάξει, όλα είναι στη θέση τους…».


­ Και πώς μπορείς να μη σκέπτεσαι τίποτε πέρα απ’ αυτά;


«Ενστικτο αυτοσυντήρησης! Μέσα στο Σουπερσόνικ η παραμικρή σκέψη μπορεί να είναι επικίνδυνη».


­ Τι εννοείτε;


«Εννοώ ότι, αν αρχίσεις να σκέφτεσαι «πρέπει να πάω καλά, γιατί αν πάω καλά, θα είναι η πρώτη υπερηχητική διαδρομή στον κόσμο, και τότε θα σπάσω το ρεκόρ, κι έτσι θα γίνω διάσημος…», και πάει λέγοντας, τότε το πιο πιθανό είναι ότι απλά… δεν θα γυρίσεις σπίτι σου το βράδυ! Θέλει αυτοσυγκέντρωση αυτό το μηχάνημα. Πρέπει να σου ρουφήξει το μυαλό για να σπάσει το φράγμα του ήχου».


­ Σαν να λέμε, το καύσιμό του είναι το μυαλό σας.


«Να το πω αλλιώς: Αν δεν σπάσεις το φράγμα του ήχου, θα πει απλώς ότι εσύ δεν ξέρεις πώς να το κάνεις. Το αυτοκίνητο δεν φταίει σε τίποτε».


­ Δηλαδή όσοι ως τώρα δεν μπόρεσαν να το σπάσουν, είχαν εκείνοι το φταίξιμο;


«Ηταν και η τεχνολογία λιγότερο ανεπτυγμένη… αλλά μπορεί και οι ίδιοι να μην το πίστευαν ειλικρινά».


­ Και εσείς, σε τι διαφέρατε; Γιατί εσείς και όχι αυτοί; Υπάρχουν γεννημένοι νικητές λέτε;


«Ε, μία μία τις ερωτήσεις! Λοιπόν, γεννημένοι νικητές, ναι, και βέβαια υπάρχουν».


­ Μήπως μιλάω με έναν απ’ αυτούς τώρα;


«Εγώ; Οχι, εγώ δεν είμαι γεννημένος νικητής! Εγώ απλώς ήμουν τυχερός. Είχα δίπλα μου την ανεξάντλητη δεξαμενή πίστης που ακούει στο όνομα Ρίτσαρντ Νομπλ!».


­ Ο προπονητής σας.


«Ή, αν προτιμάτε, ο γεννημένος νικητής σας! Ο κάτοχος του ρεκόρ ταχύτητας στο έδαφος, ώσπου του το πήρα εγώ. Ηταν τόσο, μα τόσο αποφασισμένος που δεν μπορούσες να μην τον πιστέψεις. Οι εταιρείες δεν μας επιδοτούσαν και ο Ρίτσαρντ έλεγε «θα βρεθεί τρόπος. Περίμενε, Αντι, και θα βρεθεί». Το πρόγραμμα ξέμενε από λεφτά, ο Ρίτσαρντ εκεί. Εγώ απλώς οδηγούσα το Σουπερσόνικ. Αλλά αυτός οδηγούσε εμένα!».


­ Οπως τα λέτε, μου φαίνεται ότι, αν δεν έβρισκε χρήματα, θα σας έπαιρνε στην πλάτη να σπάσετε το ρεκόρ!


«Μην το γελάτε καθόλου! Ο άνθρωπος αυτός είναι αρχηγός από κούνια. Μπορεί να σε πείσει να τον ακολουθήσεις και στην κόλαση ακόμη. Εχει αυτή την απόλυτη πίστη σε ό,τι κάνει, έχει κι αυτήν τη χαρισματική προσωπικότητα… Σε κάνει να τον συμπαθήσεις και ύστερα σε γεμίζει με ό,τι πιστεύει. Δεν μπορείς να μην πειστείς ­ αυτός είναι ο Ρίτσαρντ, και ο Ρίτσαρντ έχει πάντα δίκιο!».


­ Νομίζετε ότι ο άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι επιθυμεί, αρκεί να το θέλει πολύ;


«Οχι πάντα. Το να θες κάτι είναι βασική προϋπόθεση. Αλλά από εκεί και πέρα χρειάζεσαι και άλλες παραμέτρους. Χρειάζεσαι τύχη. Ας είσαι όσο αποφασισμένος θες. Αν πιάσει καταιγίδα, αν βαλθεί η φύση να σ’ τα χαλάσει, το Σουπερσόνικ δεν τρέχει. Πάει και τελείωσε».


­ Την τύχη του όμως ο καθένας πρέπει να την βοηθά.


«Δεν ξέρω… Εγώ δεν είδα να βοηθάω τη δική μου!».


­ Και όμως, ίσως να το κάνατε με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σας ­ με το να είστε γρήγορος σε όλα. Ας πούμε, μιλάτε με πολύ μεγάλη ταχύτητα!


«Ναι, αυτό μου το έχουν πει κι άλλοι. Μιλάω γρήγορα ώς… υπερηχητικά! Λέτε να είναι στη φύση μου η ταχύτητα;».


­ Λέω ότι, αν είχατε γεννηθεί 100 χρόνια πριν, ίσως να ήσασταν δυστυχής. Ολα πήγαιναν τόσο σιγά τότε…


«Ναι, ίσως… Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν το σκέφτηκα αυτό. Στα τέλη του 1890… για να δούμε. Δηλαδή λίγα χρόνια προτού γίνει το πρώτο ρεκόρ εδάφους. Ηταν 39 μίλια την ώρα, το 1898… Ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί να είχα κάποια ανάμειξη σ’ αυτό κι εγώ!».


­ Είστε εκ φύσεως εξερευνητής, λοιπόν.


«Οχι εξερευνητής. Κυνηγός της περιπέτειας».


­ Και αν είχατε να διαλέξετε απ’ την περιπέτεια του ουρανού ή της γης; Μαχητικά ή Σουπερσόνικ;


«Τη γη την δοκίμασα. Τώρα αδημονώ να βρω τον ουρανό ξανά!».


­ Την τρίτη διάσταση, που αλλάζει τα πάντα.


«Ναι… Αλλά μη ρωτήσετε γιατί. Είναι το μόνο πράγμα που ό,τι κι αν σας πω δεν θα το καταλάβετε. Μόνο οι άλλοι πιλότοι της RAF μπορούν να πιάσουν αυτό που αισθάνεσαι εκεί πάνω. Πώς η ρουτίνα τού να κάνεις κάθε ημέρα το ίδιο γίνεται πινελιά ζωής… Τέλος πάντον, ας… προσγειωθούμε ξανά».


­ Ναι, αφήσαμε το… ρεκόρ μας στη μέση!


«Λοιπόν, ξανά στο Σουπερσόνικ. Που όσο πάει αυξάνει και αυξάνει και αυξάνει την ταχύτητά του… Αλλά πάντα σταδιακά ­ μόνο έτσι είναι ασφαλές. Ωσπου αρχίζει η φοβερή επιτάχυνση. Από τα 200 στα 600 μίλια την ώρα, μέσα σε 20 δευτερόλεπτα!».


­ Απίστευτη ταχύτητα!


«Απίστευτη δεν θα πει τίποτε! Είναι η μόνη στιγμή που τραντάζεται λιγάκι το αυτοκίνητο. Σαν να ιδρώνουν τα χέρια σου όπως κρατάς το πηδάλιο. Δεν το ήξερα πως θα μου συμβεί αυτό. Το Σουπερσόνικ μού το κρατούσε για… έκπληξη!».


­ Και γιατί συνέβη;


«Αγνωστον! Ξαφνικά το όχημα σταμάτησε να επιταχύνει. Ισως να έφταιγε η τριβή στο έδαφος, ίσως και κάτι άλλο… Τι να σας πω; Εχει και το Σουπερσόνικ δικαίωμα να κρατάει μερικά μυστικά για τον εαυτό του».


­ Ναι, αλλά εσείς δεν φοβηθήκατε;


«Οχι!».


­ Ούτε μια στιγμή;


«Ούτε! Το αντίδοτο του φόβου είναι η πίστη. Πιστεύεις στην τεχνολογία, στην ομάδα, στον εαυτό σου… και ξαφνικά ο φόβος χάνεται».


­ Πολλοί λένε ότι ο φόβος βοηθά, σε γεμίζει αδρεναλίνη.


«Οσοι το λένε μπερδεύουν τον φόβο με την ένταση. Ο φόβος σε παγώνει, μπερδεύει το μυαλό και τα χέρια σου ­ είναι κάτι κακό. Αντίθετα, το να έχεις ένταση είναι καλό: σε κάνει να κινείσαι πιο γρήγορα, να αντιδράς άμεσα, κάνει το μυαλό σου να ρολάρει. Αλλά αν ξεπεράσει ένα όριο, η ένταση γίνεται φόβος. Είναι τότε που παθαίνεις… υπερφόρτωση. Σαν το κρασί ­ δύο ποτήρια, σε χαλαρώνουν· απ’ τα τέσσερα και πάνω, μεθάς. Γίνεσαι επικίνδυνος».


­ Και καλά εσείς. Οι φίλοι σας, όσοι παρακολουθούσαν; Κανείς τους δεν φοβόταν;.


«Ποτέ τους δεν θα παραδέχονταν ότι φοβήθηκαν. Αλλά βαθιά μέσα τους, δεν μπορεί, κάτι θα τους έτρωγε, μήπως στραβώσει τίποτε… Βέβαια, κανείς τους δεν μου το είπε. Και, ξέρετε, το εκτιμώ αυτό».


­ Μα, οι φίλοι δεν είναι για να σου λένε πάντα την αλήθεια;


«Οχι πάντα. Σε μερικές περιπτώσεις η μισή αλήθεια είναι πιο καλή. Γιατί ο πιστός φίλος δεν σε σταματάει ποτέ απ’ τα όνειρά σου. Και αν φοβάται, κοιτάζει να σε καθησυχάσει με το να είναι εκεί. Οχι με το να σε αποτρέψει».


­ Μη μου πείτε τώρα πως ούτε οι γονείς σας δεν φοβήθηκαν.


«Α, αυτό δεν το ξέρω! Γιατί απλούστατα οι δικοί μου δεν ήταν εκεί. Με είδαν σε ζωντανή μετάδοση από την τηλεόραση, στην Αγγλία».


­ Λέτε να το περίμεναν ότι ο γιος τους μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;


«Η αλήθεια είναι ότι… δεν ξέρουν πια τι να περιμένουν από μένα! Οταν ήμουν μικρός, ήθελα να γίνω όλα αυτά που θέλουν να γίνουν τα αγοράκια όταν μεγαλώσουν: πρώτα μηχανικός, μετά πυροσβέστης επειδή ήταν ο πατέρας μου προϊστάμενος της πυροσβεστικής υπηρεσίας, μετά οδηγός αγώνων, μετά, στα 15 μου, πιλότος…».


­ Τι είπε ο πατέρας σας όταν του ανακοινώσατε ότι θα γίνετε πιλότος;


«Τι να πει; «Ναι, ναι, βέβαια παιδί μου…». Είχε προηγηθεί το «πυροσβέστης», το «οδηγός αγώνων» και το «μηχανικός», βλέπετε, και νόμιζε ότι πάλι θα αλλάξω γνώμη. Μόνο που αυτή τη φορά δεν άλλαξα…. και εκείνος είχε ήδη πει «ναι»!».


­ Αλήθεια, θυμάστε την πρώτη σας πτήση;


«Ξεχνιούνται αυτά; Ημουν πιτσιρίκος και καθόμουν στο πίσω μέρος ενός μικρού αεροπλάνου. Δεν θυμάμαι πού πήγαινα. Αλλά θυμάμαι που στην απογείωση περνούσαμε πάνω από σπίτια. Σπίτια – κουτάκια! Απίστευτο μου φαινόταν. Είχα παραδοθεί στην αίσθηση. Αλλά μη νομίζετε ότι το είχα αποφασίσει τότε να γίνω πιλότος. Αργότερα μου ήρθε».


­ Και όμως, ακόμη κι όταν το αποφασίσατε, δεν ξέρατε πώς θα είναι το να πετάτε με μαχητικό. Πώς αποφασίζει κανείς να γίνει κάτι που ούτε το φαντάζεται;


«Εσείς όταν πηγαίνατε στο σχολείο δεν ξέρατε πώς θα είναι αργότερα, όταν θα οδηγούσατε προς το γραφείο κάθε ημέρα ­ και όμως ξέρατε πώς θα το κάνετε. Ξέρατε πως θα γίνετε δημοσιογράφος. Ετσι είναι και για μας τους πιλότους: μετά τις πρώτες φορές, το πέταγμα γίνεται ρουτίνα. Πάμε στα σύννεφα και είναι σαν να πηγαίνουμε στο γραφείο μας!».


­ Απ’ το γραφείο σας στα σύννεφα, πάλι στη γη. Δεν θα μου συνεχίσετε τη βόλτα με το Σουπερσόνικ;


«Ε, δεν θα σας την σταματούσα τώρα που έρχεται το καλύτερο! Λοιπόν, όπως «γκαζώνεις», κάποια στιγμή οι κραδασμοί σταματούν. Φθάνεις πια τα 700 μίλια την ώρα. Πας… σφαίρα, όλα είναι σταθερά. Αυξάνεις, αυξάνεις… 720, 740, 760…. Και ξαφνικά σπας το φράγμα!».


­ Και πώς νιώθεις τότε;


«Και αναρωτιόμουν πώς και δεν με ρωτήσατε νωρίτερα!.. Λοιπόν, είναι αυτό το παράξενο πράγμα… Ξεπερνάς την ταχύτητα του ήχου και όμως δεν το νιώθεις».


­ Δηλαδή είναι σαν βιντεοπαιχνίδι; Απλώς χειρίζεσαι τα κουμπάκια και τους μοχλούς;


«Ναι, κάπως έτσι… Αλλά έχεις συναίσθηση του τι κάνεις, ακόμη και αν δεν μπορείς καν να πεις ποια ακριβώς είναι η στιγμή που έσπασες το φράγμα. Εχετε ταξιδέψει ποτέ με κονκόρντ;».


­ Οχι… Δεν έτυχε.


«Κρίμα! Γιατί θα με καταλαβαίνατε καλύτερα. Είναι περίπου το ίδιο: στο κονκόρντ απλώς βλέπεις κάτι σαν σταθερή εικόνα έξω. Δεν έχεις αίσθηση του τι σου συμβαίνει. Σπας το φράγμα του ήχου και είναι απλώς σαν να πετάς».


­ Το περιμένατε να είναι έτσι;


«Το ήξερα, αν εννοείτε αυτό. Είχαμε κάνει τόσες δοκιμές, τόσα τεστ, που ήξερα πώς ακριβώς θα είναι. Αλλά πάντα οι εμπειρίες έχουν τη γλύκα τού να τις ζεις, ακόμη κι αν σου έχουν πει χίλιοι άνθρωποι πώς θα είναι».


­ Και τελικά πώς ήταν;


«Ούτε με μαχητικό αεροσκάφος θα έχετε πετάξει, φαντάζομαι».


­ Σωστά φαντάζεστε.


«Εγώ όμως είμαι πιλότος μαχητικών. Και μπορώ να σας πω ότι όταν πετάς με το υπερηχητικό σου τζετ κοντά στο έδαφος είναι σαν να οδηγείς ένα είδος Σουπερσόνικ».


­ Τι γνώμη έχετε για το μποτιλιάρισμα;


«Συγγνώμη;».


­ Λέω, μάλλον σας φαίνεται απίστευτο, όταν μπορείτε και τρέχετε με 700 μίλια την ώρα, να κάθεστε τρία τέταρτα σταματημένος σ’ ένα φανάρι στο κέντρο του Λονδίνου.


«Οχι, όχι, μην το βλέπετε έτσι. Οταν οδηγείς το αυτοκίνητό σου, μπορεί να βρέχει, μπορεί να γλιστράει ο δρόμος, να είναι νύχτα ή να έχει κίνηση. Με το Σουπερσόνικ ποτέ δεν οδηγείς όταν βρέχει, ούτε όταν είναι νύχτα. Ο δρόμος δεν γλιστράει και ως γνωστόν στην έρημο της Νεβάδας δεν έχει ποτέ κίνηση! Αρα είναι πολύ πιο ασφαλές να σπας το φράγμα του ήχου με το Σουπερσόνικ παρά να πηγαίνεις το πρωί στη δουλειά σου με το δικό μου το Τογιότα MR2!».


­ Σαν πολύ απλή την παρουσιάζετε αυτή την υπόθεση του Σουπερσόνικ, και εμένα μου μοιάζει μπερδεμένη.


«Γιατί;».


­ Γιατί δεν μπορεί να μην έχετε αναρωτηθεί αν είναι ο άνθρωπος φτιαγμένος για να τρέχει τόσο γρήγορα όσο εσείς…


«Πράγματι… Και θα σας απογοητεύσω λέγοντάς σας ότι ακόμη δεν έχω δώσει απάντηση. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η φύση του ανθρώπου δεν του αφήνει περιθώρια. Τον αναγκάζει να βγει έξω, να εξερευνήσει. Να ψάξει τα όριά του. Αν δει ένα ψηλό βουνό, θα το σκαρφαλώσει. Αν δει ένα σύννεφο, θα φτιάξει αεροπλάνο. Αν δει τη Σελήνη, θα φθάσει ως εκεί να δει πώς μοιάζει. Και αν δει πως ο ήχος τρέχει γρήγορα, θα τον ξεπεράσει. Οχι μόνο για να δει πώς είναι. Και για να μπορεί να πει μετά ότι «ναι, τα κατάφερα. Μπορώ ακόμη περισσότερα. Τα όριά μου είναι πιο πέρα»».


­ Τελικά υπάρχουν όρια για τον άνθρωπο;


«Δεν νομίζω».


­ Ο Θεός δεν είναι ένα όριο;


«Τι εννοείτε;».


­ Οτι, αν ο άνθρωπος βελτιώνεται διαρκώς, κάποια στιγμή θα πρέπει να φθάσει στο τέλειο. Και το τέλειο είναι ο Θεός.


«Μμμμ, σαν να υποτιμάτε τον Θεό, μου φαίνεται. Και κάνετε λάθος: εμείς, οι άνθρωποι, απλώς χρησιμοποιούμε τα χαρίσματα που Εκείνος μας έδωσε για να κάνουμε ό,τι γίνεται καλύτερο. Αυτό που λέμε «τέλειο» όμως δεν υπάρχει. Αν υπήρχε, κάποια στιγμή οι άνθρωποι θα χάναμε το ενδιαφέρον μας. Ποια η ουσία να συνεχίζουμε αν τα έχουμε κάνει όλα;».


­ Το να συνεχίζουμε αδιάκοπα όμως κάνει τα πάντα πιθανά για το μέλλον. Ετσι δεν είναι;


«Δεν θα σας πω «ναι», γιατί όπως πάτε θα μου πείτε να σας φτιάξω τώρα ένα αυτοκίνητο που να τρέχει με την ταχύτητα του φωτός! Αλλά, όταν πρόκειται για ανθρώπους, ποτέ δεν μπορείς να πεις «ως εδώ ήταν. Ποτέ δεν θα πάνε πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο μακριά». Πάντα θα υπάρχει ένα βήμα πιο πέρα».


­ Λέτε σε χίλια χρόνια όλα τα αυτοκίνητα να σπάνε το φράγμα του ήχου κάθε ημέρα;


«Μάλλον σε χίλια χρόνια θα έχει βρεθεί άλλος τρόπος μεταφοράς!».


­ Θα… διακτινιζόμαστε;


«Πού να ξέρω; Ρωτήστε με τότε! Οπως πάει η ιατρική, μπορεί να ζούμε ακόμη!».


­ Πάντως, θεωρητικά τουλάχιστον, με το Σουπερσόνικ ήδη μπορούμε να ακούμε το ίδιο πράγμα δύο φορές.


«Ναι, τεχνικά ναι. Μπορούμε να ακούσουμε έναν ήχο, να τον περάσουμε και να τον περιμένουμε να μας ξαναφθάσει, και να τον ξανακούσουμε».


­ Δεν σας φοβίζει αυτό; Μοιάζει ασύμβατο με την ανθρώπινη φύση.


«Οσο είναι ασύμβατο με την ανθρώπινη φύση το να πετάς με κονκόρντ! Και ακόμη κι αν εγώ δεν έχω τόσα λεφτά ώστε να μπω σε κονκόρντ, δεν μπορώ να πω στους άλλους που έχουν «μην πάτε έτσι στη Νέα Υόρκη, γιατί είναι αντίθετο στη φύση σας». Για τον απλούστατο λόγο ότι… θα με περάσουν για παλαβό!».


­ Οπως για παλαβό θα σας περνούσαν και αν πριν από 30 χρόνια λέγατε «εγώ θα σπάσω το φράγμα του ήχου στο έδαφος».


«Η αλήθεια είναι ότι και στη Νεβάδα οι θεατές, ώσπου να με δουν να το κάνω, δεν το πίστευαν. Μόνο όταν άκουσαν το «μπαμ!» από το σπάσιμο του ήχου βεβαιώθηκαν. Τότε ξέσπασαν σε ζητωκραυγές».


­ Αλλά εσείς μέσα στο Σουπερσόνικ δεν τους ακούγατε.


«Οχι… και ουδόλως με πείραξε. Αλλο με ενδιέφερε τότε».


­ Τι;


«Δεν φαντάζεστε; Πείτε πως είστε σε έναν δρόμο και πάτε με 100 μίλια την ώρα. Ξαφνικά βλέπετε κόκκινο φανάρι στα 40 μέτρα. Τι σας ενδιαφέρει τότε; Αν ουρλιάζουν οι άλλοι απ’ έξω;».


­ Οχι βέβαια! Μ’ ενδιαφέρει μόνο να φρενάρω!


«Ακριβώς! Και στο Σουπερσόνικ, πατάς φρένο! Ηδη η λευκή γραμμή που σε οδηγεί έχει κοπεί, τελειώνει. Εσύ φρενάρεις, με δύναμη. Πετάγονται τα αλεξίπτωτα πίσω, η ταχύτητα «κόβει» με ένα τράνταγμα, και ύστερα σιγά σιγά σταματάς. Εν ολίγοις, 6 μίλια γκαζώνεις, 6 μίλια φρενάρεις… κι αν είσαι τυχερός, μένει και ένα μίλι μπροστά, για προληπτικούς λόγους ­ χτύπα ξύλο!».


­ Ναι, αλλά έχετε και την επιστροφή.


«Αυτή δεν μετράει. Είναι… βαρετή!».


­ Βαρετή;


«Ναι. Πας μόνο με 300 μίλια την ώρα!».


­ Και είναι βαρετό αυτό;


«Δεν είναι; Στο Σουπερσόνικ, όταν πας με 150 μίλια την ώρα σβήνεις τη μηχανή!».


­ Δηλαδή σαν να έχεις μια Πόρσε και να πηγαίνεις με 20 στην αριστερή λωρίδα!


«Στη δεξιά εννοείτε ­ εγώ είμαι Αγγλος! Και πράγματι, κάπως έτσι γίνεται. Πιάνεις τη δεξιά, ανάβεις αλάρμ ­ που λέει ο λόγος, σιγά σιγά σταματάς…».


­ …και τελειώνει η διαδρομή, μαζί με τη συνέντευξη!


«Α, μη βιάζεστε! Ξέρετε τι λένε οι Αμερικανοί; «Καμία όπερα δεν τελειώνει προτού τραγουδήσει η χοντρή κυρία»».


­ Εσείς είστε αδύνατος, άρα κάποιος άλλος θα πρέπει να έπαιξε τον ρόλο της χοντρής κυρίας στην περίπτωση του Σουπερσόνικ.


«Ναι… Ηταν ο Ανταμ, ο οπερέισον μάνατζερ ­ μόνο που ούτε αυτός είναι χοντρός! Εν πάση περιπτώσει, μετά τη συνέντευξη Τύπου είχαμε μαζευτεί όλη η ομάδα μαζί και μιλούσαμε. Κάποια στιγμή κουνάει το κεφάλι ο Ανταμ. «Ξέρετε τι λέω, ρε παιδιά;». Ολοι γυρίσαμε να ακούσουμε ­ ο Ανταμ είναι και λιγάκι φιλόσοφος».


­ Και τι είπε;.


«Κάτι που δύσκολα θα το ξεχάσω. «Σαν σημαντικό να είναι αυτό που κάναμε» λέει. «Γιατί μπορείς να γράψεις τ’ όνομά σου στον πίνακα με τα ρεκόρ κάθε ημέρα, αλλά να γράψεις ιστορία μπορείς μόνο μία φορά!»».