» Σημασία έχει να μάθεις να αποδέχεσαι τον θάνατο »



«Ως θέμα ο ίδιος ο θάνατος δεν με ενδιαφέρει» παραδέχεται ο Αλεχάντρο Αμενάμπαρ. «Αυτό που μου κεντρίζει το ενδιαφέρον είναι το πώς χειριζόμαστε τον θάνατο, το πώς αντιδρούμε απέναντί του. Με το «H θάλασσα μέσα μου» θέλησα να μιλήσω για το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας της ζωής».


Νιώθεις κάπως παράξενα ενώ κάθεσαι στον κήπο του ξενοδοχείου «Des Bains» κάτω από τον αισιόδοξο σεπτεμβριανό ήλιο του βενετσιάνικου Λίντο αναλύοντας το πιο μακάβριο θέμα του κόσμου με έναν από τους πιο καταξιωμένους σκηνοθέτες της Ισπανίας.


Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορούσε να γίνει και αλλιώς. Βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία, η «Θάλασσα μέσα μου» («Mar a dentro»), τέταρτη και τελευταία ως σήμερα μεγάλου μήκους ταινία του Αμενάμπαρ, είτε το θέλει είτε όχι, είναι βουτηγμένη στη «θανατίλα». Πραγματεύεται την περίπτωση ενός παράλυτου – από τον λαιμό και κάτω – άνδρα, του Ραμόν Σαμπέδρο (Χαβιέρ Μπαρδέμ), ο οποίος διεκδικεί το δικαίωμά του στον θάνατο μη βρίσκοντας πλέον νόημα στη ζωή του. Ο Σαμπέδρο έπαθε το ατύχημά του σε ηλικία 25 χρόνων κάνοντας καταδύσεις στη θάλασσα και έζησε στην ακινησία για τα επόμενα 30 χρόνια «φυλακισμένος» στο σπίτι του αδελφού του, με πιο στενό «φίλο» του ένα παράθυρο· το παράθυρο μέσα από το οποίο η φαντασία του «έβγαινε» για να πετάξει. «H παραδοξότητα που υπάρχει ανάμεσα σε έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να κουνηθεί και σε κάποιον που έχει την ικανότητα να πετάξει είναι, νομίζω, το στοιχείο που περισσότερο από κάθε άλλο μου έδωσε το έναυσμα για να γυρίσω την ταινία» λέει ο σκηνοθέτης.


Στο ίδιο δωμάτιο ο Σαμπέδρο έθεσε κάποια στιγμή τέρμα στη ζωή του βιντεοσκοπώντας την αυτοκτονία του. Το γεγονός έλαβε τεράστιες διαστάσεις στην Ισπανία γιατί ως τότε ο πνευματώδης άνθρωπος είχε αποκτήσει φήμη για τη μάχη του με τη Δικαιοσύνη και την Εκκλησία, από τις οποίες ζητούσε την «άδεια» να τερματίσει τη ζωή του (χάρη σε αυτό ήταν ιδιαιτέρως αγαπητός στις γυναίκες). Πολύ προτού αποφασίσει να κάνει την ταινία ο Αμενάμπαρ είχε δει τον πραγματικό Σαμπέδρο στην τηλεόραση. «H συμπεριφορά του δεν δήλωνε άνθρωπο που ήθελε να ξεφύγει από κάτι» λέει ο σκηνοθέτης. «Ηταν γαλήνιος, ψύχραιμος, αποφασιστικός και ήξερε να τεκμηριώνει την άποψή του. Οταν πέθανε διάβασα το βιβλίο του και ανακάλυψα έναν άνθρωπο εξαιρετικά έξυπνο και ευαίσθητο. Δεν μπορούσα όμως να βρω το κλειδί με το οποίο θα άνοιγα την πόρτα στον πλούτο του μυαλού του για να τον μετατρέψω σε κινηματογραφικές εικόνες. H ιστορία μας απαιτούσε από τον Σαμπέδρο να μη βγαίνει ποτέ από το δωμάτιό του λόγω της κατάστασης στην οποία βρισκόταν – και εγώ ήθελα μια κινηματογραφική ταινία, όχι ένα θεατρικό έργο».


H λύση στο πρόβλημα δόθηκε όταν οι πληροφορίες για τον Σαμπέδρο άρχισαν να πληθαίνουν αλλά και όταν ο Χαβιέρ Μπαρδέμ είπε το «ναι» στον ρόλο. Το σενάριο των Αμενάμπαρ – Ματέο Γκιλ περιστρέφεται γύρω από τις σχέσεις του Ραμόν με τις γυναίκες, τη σχέση του με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, τη σημασία που έπαιξαν τα όνειρα αλλά και η μουσική στη ζωή του Σαμπέδρο. Σε όλες τις ταινίες του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ, από τον εφιαλτικό – ονειρικό κόσμο τού «Ανοιξε τα μάτια» ως τα φαντάσματα των «Αλλων», ο θάνατος διαρκώς παραμονεύει και κινεί τα νήματα του σεναρίου. Οπως όλοι μας, έτσι και ο Αμενάμπαρ είχε μικρός την πρώτη εμπειρία του με την ιδέα του θανάτου, όταν μια συγγενής του πέθανε στον ύπνο της. Ο Αλεχάντρο – τεσσάρων χρόνων τότε – ρώτησε τι συνέβη στη θεία και η απάντηση που πήρε ήταν ότι κοιμήθηκε. Λίγο αργότερα πέθανε ένα πλάσμα ακόμη πιο αγαπητό στον μικρό Αλεχάντρο, το κατοικίδιο κουνέλι του. «Οταν ρώτησα έναν παπά τι έγινε το κουνέλι μου, εκείνος μου είπε ότι απλά έφυγε. Ενιωσα απελπισμένος. Μεγαλώνοντας όμως άρχισα σιγά σιγά να καταλαβαίνω ότι σημασία έχει να μάθεις να αποδέχεσαι τον θάνατο και όχι να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου τρέφοντας αυταπάτες. Αν δεν μιλήσουμε από νωρίς για τον θάνατο, θα το κάνουμε αργότερα στον ψυχίατρο. Οσο περισσότερο μιλάμε για τον θάνατο τόσο εξοικειωνόμαστε με την ιδέα του και είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για το δικό μας τελευταίο ταξίδι. Το κλάμα δεν οδηγεί πουθενά».


«Είμαι αγνωστικιστής» συνεχίζει ο Αμενάμπαρ. «Συνεπώς, ακριβώς όπως ο Ραμόν, υποψιάζομαι ότι μετά τον θάνατο δεν υπάρχει τίποτε. Σέβομαι αυτούς που το πιστεύουν, για εμένα όμως η άποψη ότι αν ζήσεις καλά θα πας στον Παράδεισο είναι το όραμα ενός νηπίου…».


Γεννημένος στις 31 Μαρτίου 1972 από χιλιανό πατέρα και ισπανίδα μητέρα, ο Αλεχάντρο Αμενάμπαρ σήμερα ανήκει στις μεγάλες δυνάμεις του ισπανικού κινηματογράφου. Είναι επίσης μουσικός. Γράφει τη μουσική τόσο των δικών του ταινιών όσο και άλλων, όπως το «La lengua de las mariposas» που δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Για τον Αμενάμπαρ όταν πηγαίνουμε στον κινηματογράφο ονειρευόμαστε. «Εχουμε μπροστά μας αυτό το τεράστιο παράθυρο και βουτάμε μέσα σε έναν άλλον κόσμο. Αυτό είναι το αίσθημα που επιθυμώ να προκαλώ στον θεατή. Το παράθυρο στο δωμάτιο του Ραμόν και το παράθυρο της οθόνης είναι ταυτόσημα».


Ενας δύσκολος ρόλος για έναν σπουδαίο ηθοποιό


Αρχικώς ο Χαβιέρ Μπαρδέμ, ο οποίος συμπτωματικά έχει υποδυθεί ξανά παράλυτο ήρωα – στην «Καυτή σάρκα» του Πέδρο Αλμοδόβαρ -, δεν ήθελε να ερμηνεύσει τον Σαμπέδρο. Υστερα από πολλές συναντήσεις με τον Αμενάμπαρ ο σκηνοθέτης τον έπεισε για την πρόκληση που είχε ο ρόλος. «Οποτε καλείσαι να παίξεις ένα υπαρκτό πρόσωπο» είπε αργότερα ο ισπανός ηθοποιός (είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα βρίσκεται στην πεντάδα των υποψηφίων για το Οσκαρ A’ ρόλου) «εύκολα μπορεί να σε κυριέψει ο φόβος μη τυχόν και δεν σεβαστείς όπως οφείλεις το πρόσωπο αυτό – ή, αν το πρόσωπο έχει πεθάνει, τα όσα άφησε πίσω του. Με το συγγραφικό έργο του ο Ραμόν μάς άφησε μια δυναμική μαρτυρία γύρω από τα πράγματα που μας απασχολούν σε καθημερινή βάση: τον θάνατο, την κυριότητα του σώματός μας, την εγωιστική αγάπη αλλά και την αγάπη απέναντι στον εαυτό μας. Για να υποδυθεί έναν τέτοιον ήρωα ο ηθοποιός πρέπει να κάνει στην άκρη και να τον αφήσει να εισχωρήσει μέσα του. Δεν επιτρέπεται να μεταφέρεις τις προσωπικές συγκρούσεις σου στον ήρωα. Αν π.χ. επέτρεπα στη φυσική φοβία που έχω απέναντι στον θάνατο να με επηρεάσει, δεν θα μπορούσα να χτίσω τον ήρωα». Το δυσκολότερο πάντως εμπόδιο ανάμεσα σε μια σειρά εμποδίων που ο Μπαρδέμ έπρεπε να ξεπεράσει στα γυρίσματα της ταινίας ήταν η σκηνή του θανάτου του Σαμπέρδο, ο οποίος είχε βιντεοσκοπήσει την αυτοκτονία του. Το βίντεο παραχωρήθηκε στην παραγωγή του «H θάλασσα μέσα μου» και ο Μπαρδέμ έπρεπε αναγκαστικά να το παρακολουθήσει πολλές φορές. «Ενιωσα ότι χρησιμοποιούσα τον πόνο του» λέει ο Μπαρδέμ. «Ταυτοχρόνως όμως βλέποντας πόσο υπέφερε ενώ πέθαινε καταλάβαινα ότι το μήνυμα του Ραμόν δεν θα έπεφτε στο κενό. Το «H θάλασσα μέσα μου» είναι μια ταινία για την αγάπη αλλά και την ικανότητα να αδιαφορούμε για τα όσα έχουμε την επιθυμία να αποκτήσουμε. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου του οποίου η συνείδηση υπήρξε ο μοναδικός θεός και αυτό είναι η ένδειξη του πόσο ελεύθερος και ανθρώπινος ήταν».


«H θάλασσα μέσα μου», που προβάλλεται από την περασμένη Παρασκευή στις αίθουσες, διεκδικεί τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και ερμηνείας σε δραματική ταινία (X. Μπαρδέμ)