Εγκλημα στο Βρετανικό Μουσείο


Πριν από μερικά χρόνια, στις πτυχιακές εξετάσεις του Τμήματος Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, οι φοιτητές ερωτήθηκαν το εξής: «Πιστεύετε ότι ο Ηρόδοτος πράγματι επισκέφθηκε τα μέρη που με τόση λεπτομέρεια περιγράφει στις Ιστορίες του ή μήπως όλα τα φαντάστηκε χωρίς να φύγει από το σπίτι του;». Η επιτυχημένη απάντηση ήταν φυσικά αυτή που αναγνώριζε ότι η καταγραφή της «αντικειμενικής» πραγματικότητας δεν είναι ποτέ πραγματικά αντικειμενική ούτε τα όρια μεταξύ ιστοριογραφίας και μυθοπλασίας είναι πάντοτε ευδιάκριτα.


Το ίδιο ερώτημα, σε άλλη μορφή, ερευνά αυτόν τον καιρό μια εξαιρετικά καλοστημένη έκθεση στο Βρετανικό Μουσείο με τίτλο «Αγκαθα Κρίστι και Αρχαιολογία». Ο επισκέπτης βυθίζεται στη συναρπαστική – και σχεδόν άγνωστη – πτυχή της ζωής της Αγκαθα Κρίστι ως συζύγου του αρχαιολόγου Μαξ Μάλοουαν στη Μέση Ανατολή και στους τρόπους με τους οποίους η εμπειρία της αυτή διαμόρφωσε το γράψιμό της από το 1930 ως τον θάνατό της το 1976.



Οι μουσειακές εκθέσεις με βιογραφικό θέμα είναι συνήθως ανεπαρκείς. Οσο πιο ενδιαφέρουσα η προσωπικότητα τόσο πιο δύσκολο είναι να παρουσιασθεί ολοκληρωμένα μέσα από στατικά εκθέματα. Η έκθεση του Βρετανικού Μουσείου όμως επιχειρώντας μόνο την αναβίωση στιγμών από τη ζωή της Αγκαθα Κρίστι με γνώμονες αρχαία ευρήματα, μουσική, φιλμ, επιστολές, εξώφυλλα βιβλίων, σκιτσάκια, φωτογραφίες, διηγήσεις τρίτων φέρνει στο φως στοιχεία εφάμιλλα των «ανασκαφών» ενός Ηρακλή Πουαρό.


Λονδίνο – Βαγδάτη σε οκτώ ημέρες


Φθινόπωρο 1928. Στην ηλικία των 38 ετών, με έναν αποτυχημένο γάμο – που της χάρισε μια κόρη, τη Ρόζαλιντ – και ένα επιτυχημένο βιβλίο The Murder of Roger Ackroyd, 1926 (Ο φόνος του Ρότζερ Ακρόιντ, εκδόσεις Αγρα) – που της χάρισε τη διεθνή αναγνώριση – πίσω της, η Αγκαθα Κρίστι αποφάσισε να επισκεφθεί τη Συρία.


Προορισμός της ήταν οι ανασκαφές του διακεκριμένου αρχαιολόγου Λέοναρντ Γούλεϊ στην Ουρ και το μεταφορικό μέσο που επέλεξε ήταν το Οριάν Εξπρές.


Η εποχή του Μεσοπολέμου ήταν η χρυσή εποχή των σιδηροδρόμων και αυτό ήταν το πιο πολυτελές, αποκλειστικό και μυθικό διαμάντι τής Compagnie Internationale des Wagons-Lits. Στο αυτοβιογραφικό Come Tell me How you Live, 1946 (Σελίδες αυτοβιογραφίας, εκδόσεις Λιβάνη), έγραψε για το αγαπημένο της τρένο: «Μου αρέσει το τέμπο του, που ξεκινάει allegro con fuoco και όσο κινούμαστε ανατολικά όλο και επιβραδύνεται, για να καταλήξει πλέον εντελώς legato». Για μια ρομαντική ταξιδιώτισσα τίποτε δεν μπορεί να ήταν πιο ρομαντικό από τη διαδρομή Λονδίνο – Βαγδάτη σε οκτώ ημέρες.


Ο Μεσοπόλεμος ήταν επίσης η χρυσή εποχή του άγγλου ταξιδιώτη στην Ανατολή. Της Αγκαθα είχε προηγηθεί η φοβερή Γερτρούδη Μπελ, η οποία περιπλανήθηκε χρόνια ολόκληρα ανάμεσα στις φυλές της Συρίας ταξιδεύοντας έφιππη χωρίς ανδρική συνοδεία. Ανήκε στη γενιά αυτή των Αγγλων που βίωναν την παραμονή τους στην έρημο ως την υπέρτατη υπαρξιακή περιπέτεια και την επαφή τους με τους Αραβες ως ένα είδος μυστικιστικής «αποστολής», όπως περιέγραψε η ίδια η Μπελ στο Daughter of the Desert, καθώς και ο Τ.Ε. Λόρενς στο The Seven Pillars of Wisdom (Επτά στύλοι της σοφίας, εκδόσεις Εστία).


Η Αγκαθα βεβαίως τις ακραίες περιπέτειες προτιμούσε να τις ζει με τη φαντασία της, αλλά οι επιλογές ζωής που έκανε μετά την Ουρ ήταν αντισυμβατικά τολμηρές. Στην ανασκαφή την ξενάγησε ο κατά 15 χρόνια νεότερός της, ανερχόμενος αρχαιολόγος Μαξ Μάλοουαν. Την τρίτη ημέρα ξενάγησης, όταν το αυτοκίνητό τους ξεψύχησε στην έρημο αναγκάζοντάς τους να διανυκτερεύσουν σε ένα αστυνομικό τμήμα-καλύβα στη μέση τού πουθενά, η Αγκαθα δεν έχασε ούτε στιγμή το χιούμορ της και ο Μαξ αποφάσισε ότι είχε γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του.


Την άνοιξη του 1930 της ζήτησε να παντρευτούν. «Σε πειράζει που το επάγγελμά μου είναι να βγάζω πεθαμένους από το χώμα;» τη ρώτησε. Και εκείνη του απάντησε: «Καθόλου, αγάπη μου. Οπως ξέρεις, λατρεύω τα πτώματα».


Ετσι ξεκίνησε το ταξίδι – κυριολεκτικά – ενός γάμου που διέσχισε επί 46 ολόκληρα χρόνια δεκάδες ερήμους, έζησε έναν παγκόσμιο πόλεμο, εγκαταστάθηκε σε έξι από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές τοποθεσίες της Συρίας και του Ιράκ (Ουρ, Νινευή, Νιμρούντ, Τελ-Μπρακ, Αρπατσίγια, Τσαγκάρ Μπαζάαρ) και παρήγαγε, αντί απογόνων, έναν θησαυρό ευρημάτων, τόσο αρχαιολογικών – από την πλευρά του Μαξ – όσο και μυθιστορηματικών – από την πλευρά της Αγκαθα.


Ο αρχαιολόγος Ηρακλής Πουαρό


Το 1931, επιστρέφοντας στην Αγγλία, το Οριάν Εξπρές κόλλησε στα χιόνια της Γιουγκοσλαβίας. Αραγε οι τουρίστες, οι τυχοδιώκτες, οι επιχειρηματίες, οι πολιτικοί, οι προδότες, οι αριστοκράτες, οι καλλιτέχνες, οι κατάσκοποι που υπομονετικά περίμεναν να τους απεγκλωβίσουν, φαντάστηκαν ποτέ ότι η καλοσυνάτη εγγλέζα κυρία που έπινε το τσάι της στωικά ανάμεσά τους ήδη τους μετέτρεπε σε λογοτεχνικούς χαρακτήρες; Και όμως το Murder on the Orient Express (Εγκλημα στο Οριέντ Εξπρές, εκδόσεις Καλοκάθη) γράφτηκε το 1934 και έγινε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Αγκαθα Κρίστι.


Απίστευτα παραγωγική συγγραφέας, έγραφε περίπου ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ανά ανασκαφική σεζόν, δουλεύοντας πάντα μόνο τα πρωινά. Από τα 100 έργα της που εκδόθηκαν μεταξύ 1930 και 1976, άλλα γράφτηκαν στην Ανατολή, άλλα τα εμπνεύστηκε από την Ανατολή, άλλα διαδραματίζονται στην Ανατολή, όλα όμως άμεσα ή έμμεσα έχουν να κάνουν με τα βιώματά της ή μάλλον με το τρομερό της χάρισμα να περιγράφει με χειρουργική – ή αρχαιολογική – ακρίβεια αυτά τα βιώματα.


Το Murder in Mesopotamia, 1936 (Θάνατος στη Μεσοποταμία, εκδόσεις Ερμείας) βασίστηκε στην ασφυκτικά κλειστή, μικρή κοινωνία των αρχαιολόγων της Ουρ. Από το ταξίδι της με ατμόπλοιο στον Νείλο εμπνεύστηκε το Death on the Nile, 1937 (Εγκλημα στον Νείλο, εκδόσεις Μίνωας). Μετά την επίσκεψή της στην Πέτρα της Ιορδανίας έγραψε το Appointment with Death, 1938 (Ραντεβού με τον θάνατο, εκδόσεις Ερμείας), και το They Came to Baghdad, 1951(Ραντεβού στη Βαγδάτη, εκδόσεις Λυχνάρι), γράφτηκε κατά τη διάρκεια μακρόχρονης παραμονής της στη Βαγδάτη.


Σε κάποιο από αυτά τα έργα ένας χαρακτήρας λέει στον Ηρακλή Πουαρό: «Θα ήσασταν καλός αρχαιολόγος, κύριε Πουαρό – έχετε το χάρισμα να αναβιώνετε το παρελθόν». Οντως η πληγωμένη (από ναυτίες, θερμοπληξίες και άλλα συναφή) ματαιοδοξία του ταξιδιώτη-Πουαρό πάντα αποκαθίσταται στο τέλος από τους θριάμβους του ντετέκτιβ-Πουαρό που, ως καλός αρχαιολόγος, ερευνά αίτια, ανασυνθέτει καταστάσεις, δεν αφήνει καμία λεπτομέρεια να του ξεφύγει, και γνωρίζει ότι τα φαινόμενα απατούν. Μια αρχαιολογική αυτοψία δεν διαφέρει πολύ από μια εγκληματολογική αυτοψία, και η προσέγγιση ενός φόνου διά της «ανασκαφικής» μεθόδου ενέπνευσε πριν από την Αγκαθα σημαντικούς βικτωριανούς συγγραφείς όπως ο Εμίλ Γκαμποριό, ο Γουίλκι Κόλινς και, φυσικά, ο δημιουργός του Σέρλοκ Χολμς Σερ Αρθουρ Κόναν Ντόιλ.


Βεβαίως είναι λιγάκι δύσκολο να φαντασθεί κανείς τον μικρόσωμο, χοντρούλη, ψυχαναγκαστικό Βέλγο ως άλλον Ιντιάνα Τζόουνς – ειδικά αν συγκρίνει τη μορφή του Πίτερ Ουστίνοφ με αυτήν του Χάρισον Φορντ. Οπως είναι δύσκολο να πιστέψει ότι τα εξωτικά παραμύθια της Αγκαθα Κρίστι-Μάλοουαν, με τα οποία έχουν ταξιδέψει εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο, δεν είναι ακριβώς παραμύθια.


Παρέα με την… Queen Mary




«Η λάμψη ενός αρχαίου χρυσού στιλέτου καθώς αυτό ξεπρόβαλλε αργά μέσα από την άμμο ήταν για μένα το πιο ρομαντικό θέαμα» – όπως όλοι οι μεγάλοι έρωτες, η αρχαιολογία ανέτρεψε τον κόσμο της Αγκαθα Κρίστι ολοκληρωτικά, αλλά και ταυτοχρόνως με την πιο απόλυτη φυσικότητα.


Περνούσε τους περισσότερους μήνες του χρόνου στις ανασκαφές του συζύγου της, διαμένοντας, ακόμη και στα 68 της, είτε σε σκηνές είτε στα λιτά και άβολα κτίσματα της κάθε αποστολής. Ολοι όσοι την έζησαν θυμούνται σήμερα το έμφυτο χάρισμά της για καλοπέραση με τα ελάχιστα μέσα – και μιαν αγγλοσαξονική εμμονή στη διατήρηση των τύπων κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες: εκείνη και ο Μαξ φορούσαν πάντα βραδινό ένδυμα για το δείπνο, ακόμη και όταν το δείπνο ήταν κάτι που έμοιαζε με σουφλέ σερβιρισμένο μέσα σε τενεκεδάκια από έναν μάγειρο που δεν είχε ποτέ του ξαναμαγειρέψει. Η Αγκαθα στη Νιμρούντ του Ιράκ, όπως ακριβώς στο Ντέβον της Αγγλίας, φορούσε τουίντ, κασμίρι και μετάξι, ενώ ποτέ δεν αποχωριζόταν το μαντίλι στα μαλλιά και το τσαντάκι στο χέρι. Καθάριζε τα αρχαία ευρήματα με ένα πανάκι βουτηγμένο σε γαλάκτωμα καθαρισμού Innoxa για το πρόσωπο και παρελάμβανε τους «Times» όπου κι αν βρισκόταν. Οι μετακινήσεις της γίνονταν με ένα τετρακύλινδρο Φορντ που δεν είχε καθόλου καλή σχέση με την άμμο της ερήμου και το οποίο βάφτισε «Queen Mary» λόγω του μεγαλόπρεπου παρουσιαστικού του.


Παρ’ όλο που η Μις Μαρπλ ήταν βασισμένη σε μια αγαπημένη γριά θεία, δεν μπορεί κανείς να μην τη φαντάζεται ως ένα alter ego της ίδιας της Αγκαθα: δημιουργός και ηρωίδα ενσάρκωναν την απόλυτη αντίθεση μεταξύ του φαίνεσθαι και του είναι.


Οι αντοχές της στην αφόρητη ζέστη, στη σκόνη και στις λοιμώξεις ήταν αξιοθαύμαστες. Διασκέδαζε τους Αραβες διοργανώνοντας αγώνες δρόμου με έπαθλα κοτόπουλα και χαλβά και τους Αγγλους συνθέτοντας χιουμοριστικά ποιηματάκια σε στυλ αρχαίας ωδής ή βιβλικών ψαλμών, όπως ο «Ψαλμός στον Τότο», δηλαδή σε ένα τσοπανόσκυλο. Γνώριζε πολύ καλά την ασσυριακή αρχαιολογία και οι επιδόσεις της στη φωτογραφία ήταν επαγγελματικού επιπέδου. Ως εξαιρετικά ντροπαλός και κατ’ εξοχήν παρατηρητικός άνθρωπος, ένιωθε ασφαλέστερη πίσω από την κάμερα. Εμφάνιζε η ίδια τα αμέτρητα φιλμ που τραβούσε με την πολυαγαπημένη της Leica DRP ΙΙΙ και ήδη από το 1938 γυρνούσε έγχρωμα φιλμάκια 16 mm με μια Kodak 237 FK. Το σίγουρο είναι ότι με αυτά τα φιλμ άφησε πίσω της ένα μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο μιας εποχής όπου η αρμονική συνύπαρξη φυλών, εθνοτήτων και θρησκειών στο Ιράκ και στη Συρία ήταν ακόμη δυνατή, ένα αρχαιολογικό ντοκουμέντο ανασκαφών και ευρημάτων και ένα πολύ προσωπικό και τρυφερά αποστασιοποιημένο ντοκουμέντο ζωής.


Την άνοιξη του 1944, εγκατεστημένη στην Αγγλία και μέσα στην αβεβαιότητα του πολέμου, έγραψε για τη Συρία: «Αγαπώ αυτή την απαλή, γόνιμη γη και τους απλούς ανθρώπους της που ξέρουν να γελούν και να ευχαριστιούνται τη ζωή. Μακάρι, Ινσαλλάχ, να ξαναπάω εκεί και να δω πως όλα αυτά που αγαπώ υπάρχουν ακόμη και δεν έχουν χαθεί για πάντα». Από τότε πήγε ακόμη αμέτρητες φορές…