Το ταξίδι του Γιώργου Πεχλιβανίδη από την Αττάλεια της Μικράς Ασίας ως το λιθογραφείο


της οδού Μιλτιάδου 7


Ο μικρασιάτης πρόσφυγας που ξεκίνησε μαζί με τα αδέλφια του από νερουλάς στην Ερμιόνη όπου βρέθηκε μετά τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες της Ιωνίας ευτύχησε να δώσει εικόνα και χρώμα στα παιδικά όνειρα, φτιάχνοντας το πιο επιτυχημένο εβδομαδιαίο περιοδικό πριν από την έλευση της μαυρόασπρης τηλεόρασης, ένα περιοδικό με εκατοντάδες χιλιάδες πιστούς αναγνώστες που η φήμη του πέρασε και το κατώφλι της Βουλής και προκάλεσε οξύτατες αντιπαραθέσεις στους πνευματικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής μετά τον πόλεμο.


Η «αμερικανοποιημένη» μορφή των ηρώων του Βίκτωρος Ουγκό και άλλων πρώτων ονομάτων της παγκόσμιας λογοτεχνίας ξάφνιασε, ερέθισε, ενόχλησε και εξόργισε εξίσου με την πρόθεση ενός εκδότη να «βγάλει την κλασική λογοτεχνία στο πεζοδρόμιο». Οι εφημερίδες και τα περιοδικά των αρχών της δεκαετίας του ’50 φιλοξενούν πολεμικές για το νέο φαινόμενο ή για το εισαγόμενο φρούτο από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Ο ακαδημαϊκός Ευάγγελος Παπανούτσος και ο λογοτέχνης Ασημάκης Πανσέληνος ­ που για ένα μικρό χρονικό διάστημα εκπροσώπησε τη Λέσβο στο κοινοβούλιο ­ αποτελούν δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις πνευματικών ανθρώπων της «προοδευτικής πλευράς» που δεν έκαναν και την καλύτερη υποδοχή στα Κλασικά Εικονογραφημένα.


«Εγώ δεν αναγνωρίζω καμμίαν εξουσίαν άλλην από την εξουσίαν της Ελλάδος. Δεν μπορώ να προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε φατρίες», λέει ο νεοαφιχθείς στο Μεσολόγγι λόρδος Βύρων, ενώ ο Αθανάσιος Διάκος αναρωτιέται: «Τι λες, ορέ Κοντογιάννη; Εδώ σηκώθηκε το Γένος και εσύ κοντοστέκεσαι;». Διάλογοι ηρωικοί που συνοδεύουν τις χρωματιστές φιγούρες των αγωνιστών του ’21, γραμμένοι από λογοτέχνες στρατευμένους στην παράταξη της Αριστεράς, που άλλοτε υπογράφουν με το πραγματικό τους όνομα και άλλοτε με ψευδώνυμο ή και καθόλου. Δύο από αυτούς που υπογράφουν είναι ο Βασίλης Ρώτας και η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, που από ό,τι φαίνεται δεν κατανοούν τις αντιρρήσεις ή και τις πολεμικές των συντρόφων τους ή και άλλων φιλελεύθερων διανοουμένων.


Αλλά οι αντιπαραθέσεις για το περιεχόμενο ή την εμφάνιση του περιοδικού ουδόλως αφορούν τους πιτσιρικάδες της εποχής. Αυτοί, και εμείς μέσα σε αυτούς, έτρεχαν κάθε Παρασκευή για να αγοράσουν τα Κλασικά Εικονογραφημένα και κάθε Πέμπτη το «μικρό» τους αδελφάκι με τα παραμύθια.


Η ιστορία των Κλασικών Εικονογραφημένων χάνεται κάπου στη μακρινή Αττάλεια της Μικράς Ασίας και στην οδό Αθηνάς. Η ιστορία αυτού του καλτ περιοδικού είναι η ιστορία των αδελφών Πεχλιβανίδη. Οπως αναφέρει ο κ. Ακης Πεχλιβανίδης, γιος του Γιώργου Πεχλιβανίδη, οι σταμπωτές κάλτσες στα καροτσάκια της οδού Αθηνάς στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα μας ήταν το πρώτο ­ και συνάμα καταλυτικό ­ ερέθισμα για την ενασχόλησή τους με τις τυπογραφικές εργασίες και στη συνέχεια με τις εκδόσεις.


Οι σταμπωτές αυτές κάλτσες άφηναν το καλύτερο μεροκάματο στην πιάτσα και η ιδέα σφηνώθηκε στο μυαλό τους. Κάπως έτσι οι τρεις μικρασιάτες πρόσφυγες πέρασαν… από το ύφασμα στο χαρτί. Σημαντικό ρόλο στο πέρασμά τους έπαιξε η γνωριμία των τριών αδελφών με το λιθογραφείο Γκρδούμαν, τον σεβάσμιο γέροντα που ήταν το αφεντικό της δουλειάς και τον αρχιεργάτη του λιθογραφείου Γιάννη Γεωργαντά.


Το λιθογραφείο Γκρδούμαν επί της οδού Μιλτιάδου 7 δεν άργησε να περάσει υπό τον έλεγχό τους και τα τρία αδέλφια ρίχτηκαν κυριολεκτικά στη δουλειά με τις μηχανές στο φουλ για εκτυπώσεις παντός είδους, από ετικέτες σε συσκευασίες ως αξιόγραφα. Ηταν το 1927 και η φίρμα «Μιχ. Πεχλιβανίδης & Σία» άρχισε να αποσπά αξιόλογο μερίδιο από την αθηναϊκή αγορά, αφού προηγουμένως εγκαθίστανται στον χώρο του παλαιού λιθογραφείου υπερσύγχρονες για την εποχή τους μηχανές offset.


Εκείνα τα χρόνια ούτε σκέψη για καλλιτεχνικές ή άλλες εκδόσεις. Χρειάστηκε να περάσουν δέκα και πλέον χρόνια ­ και σπουδές στην Ακαδημία Γραφικών Τεχνών της Λειψίας τη διετία 1935-37 των δύο μικρότερων αδελφών, του Γιώργου και του Κώστα ­ για να βγουν τα πρώτα παιδικά βιβλία. «Τα πρώτα βιβλία που κυκλοφόρησαν», λέει ο κ. Ακης Πεχλιβανίδης, «ήταν το Χριστολούλουδο και η Κοκκινοσκουφίτσα με εικόνες του ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Ντόρη Παπαδημητρίου».


Οι αδελφοί Πεχλιβανίδη δίχως να εγκαταλείψουν τις εμπορικές εκτυπωτικές δραστηριότητες πίστεψαν ­ και δεν έκαναν λάθος ­ ότι η έκδοση βιβλίων για τα παιδιά θα ήταν μια προσοδοφόρα εργασία. «Τα χρήματα δεν ήταν το μοναδικό τους κίνητρο», διαβεβαιώνει σήμερα ο κ. Ακης Πεχλιβανίδης. «Οι μικρασιατικές παραδόσεις είχαν παίξει τον δικό τους ιδιαίτερο ρόλο, διαμορφώνοντας μια κλίση προς το παραμύθι».


Το εκδοτικό εγχείρημα του 1939 δεν είχε τη συνέχεια που όλοι περίμεναν. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και εν συνεχεία η κατοχή ανέστειλαν τα φιλόδοξα σχέδια που ξαναβγήκαν από το συρτάρι στην αρχή της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας. Ενα υπερατλαντικό ταξίδι ήταν αρκετό για να ερεθίσει εκ νέου το εμπορικό δαιμόνιο των τριών Μικρασιατών. Το «μυστικό» το αποκαλύπτει ο κ. Ακης Πεχλιβανίδης: «Στο ταξίδι που έκαναν στην Αμερική έπεσε τυχαία στα χέρια τους ένα τεύχος του περιοδικού Classical Illustration». Δεν ήθελαν και τίποτε άλλο. Γυρίζουν πίσω στην Ελλάδα μαζί με τον «εισαγόμενο θησαυρό τους» και αρχίζουν να «στήνουν» την ελληνική έκδοση του αμερικανικού περιοδικού με τις εικονοποιημένες περιλήψεις των αριστουργημάτων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο τίτλος του καινούργιου περιοδικού το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια… μετάφραση. Η εντολή για το τυποθήτω των Κλασικών Εικονογραφημένων είχε δοθεί. Το πρώτο τεύχος ­ Οι Αθλιοι του Βίκτωρος Ουγκό ­ με τιμή 5.000 (πριν από την υποτίμηση του Μαρκεζίνη) δραχμές βγήκε πριν από 35 χρόνια.


Με την πρώτη φορά, το περιοδικό «έσπασε» όλα τα ταμεία. Σύμφωνα με στοιχεία που μας διέθεσε ο κ. Ακης Πεχλιβανίδης, οι χρωματιστοί ήρωες του Βίκτωρος Ουγκό πούλησαν γύρω στο ένα εκατομμύριο κομμάτια σε όλη την Ελλάδα. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι και από τότε και κάθε Παρασκευή ­ για τρεις ολόκληρες δεκαετίες ­ τα Κλασικά Εικονογραφημένα «από τα αριστουργήματα των μεγαλυτέρων συγγραφέων του κόσμου» ήταν σε περίοπτη θέση στα περίπτερα και στην καρδιά των πιτσιρίκων όλης της χώρας.


«Η μέση κυκλοφορία του περιοδικού δεν έπεσε κάτω από τις 200.000 με 300.000 αντίτυπα. Ολόκληρη η σειρά, που εκδόθηκε και επανεκδόθηκε αρκετές φορές, αριθμούσε 180 τεύχη, από τα οποία 60 ήταν ελληνικά θέματα από τη μυθολογία, την αρχαία τραγωδία, το Βυζάντιο και την Επανάσταση του ’21».