Ερρικάκι, συζυγάκι, ενίοτε και ψυχάκι, προσφωνεί η Σοφία Εγκαστρωμένου τον όλο και συχνότερα απόντα σύζυγό της, ένδοξο μεν αρχαιολόγο, όχι όμως και ιδανικό σύντροφο. Ποτέ τα γράμματα ενός προσώπου δεν δίνουν ευκρινή εικόνα μιας σχέσης, καθώς φωτίζουν μονομερώς συμβάντα και τυχόν προστριβές. Απαιτούνται οι εκατέρωθεν επιστολές για να αναδειχθεί η ομαλή ή τεταμένη κατάσταση που επικρατεί σε ένα ζεύγος. Πόσο μάλλον σε ένα εξόχως ιδιότυπο ζεύγος, όπως θα πρέπει να ήταν ο Ερρίκος και η Σοφία Σλήμαν. Γερμανός αυτός, γιος διαμαρτυρόμενου ιερέα, γεννηθείς στις 6 Ιανουαρίου 1822, είχε ξεκινήσει από μπακαλόπαιδο και εξελίχθηκε σε μεγαλέμπορο αμερικανικής υπηκοότητας, με έδρα την Αγία Πετρούπολη. Αθηναία η Σοφία Εγκαστρωμένου ή και Καστρωμένου, κόρη αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης και κατόπιν υφασματέμπορου, γεννήθηκε ακριβώς 30 χρόνια αργότερα, στις 12 Ιανουαρίου 1852, και όταν πρωτοσυνάντησε τον Ερρίκο Σλήμαν μόλις είχε αποφοιτήσει από το Αρσάκειο. Ο γάμος τους, όπως συνηθιζόταν, από συνοικέσιο, αν και το δικό τους στάθηκε κάπως ιδιαίτερο.
Βιαίως ενηλικιωθείσα
Την άνοιξη του 1869, ο πάντοτε μεθοδικός Σλήμαν, όντας στην Ινδιανάπολη των Ηνωμένων Πολιτειών για την έκδοση του διαζυγίου του από τη ρωσίδα πρώτη σύζυγό του και για να μη χάνει πολύτιμο χρόνο, άρχισε να αναζητεί δι’ αλληλογραφίας, μέσω του φίλου του Θεόκλητου Βίμπου, καινούργια σύζυγο. Αφού αυτός ο αυτοδίδακτος είχε κατορθώσει να συγγράψει πραγματεία στα αρχαία ελληνικά περί αρχαιολογίας και να αναγορευθεί διδάκτωρ φιλοσοφίας, ένιωθε επιτέλους έτοιμος για την ανακάλυψη της Τροίας. Δίπλα του έπρεπε να στέκει μια ελληνίδα σύζυγος, όχι μόνο νέα και όμορφη αλλά επιπροσθέτως λάτρις του Ομήρου, γνωρίζουσα από στήθους τουλάχιστον την Ιλιάδα. Από τις φωτογραφίες που του έστειλε ο φίλος του, επέλεξε τη δεκαεπταετή Αρσακειάδα, πιστεύοντας ότι θα εξελιχθεί πρωτίστως σε αφοσιωμένη μαθήτρια. Τα γράμματα της Σοφίας, αν και ελλιπής πηγή στα περί του γάμου τους, που έμελλε να κρατήσει 20 και πλέον έτη, από τις 23 Σεπτεμβρίου 1869, ημέρα της θρησκευτικής τελετής, ως τον θάνατο του Σλήμαν, στις 12 Ιουνίου 1890, δίνουν μαρτυρία για την προσωπικότητα μιας κοπέλας μάλλον βιαίως ενηλικιωθείσης.
H E. Μπόμπου-Πρωτοπαπά ξεκίνησε την έρευνά της με στόχο μια βιογραφία της Σοφίας Εγκαστρωμένου-Σλήμαν. Τελικά, πιθανώς και λόγω της έκδοσης, το 2001 στο Μόναχο, του βιβλίου της Δανάης Κούλμας Shliemman und Sophia. Eine Liebesgeschichte, αρκέστηκε στη δημοσίευση 161 επιστολών της Σοφίας προς τον Ερρίκο, μετά σχετικά εκτενούς εισαγωγής. Παρ’ όλο που, όπως μας πληροφορεί στον πρόλογό της, στο Αρχείο Σοφίας Σλήμαν της Γενναδείου φυλάσσονται ισάριθμες επιστολές του Ερρίκου προς τη σύζυγό του, στις οποίες και εντρύφησε, δεν αξιολόγησε να αναστήσει τον επιστολικό διάλογο του ζεύγους, που εν τέλει συνιστά ουσιαστικό κομμάτι της συνομιλίας τους, αφού για μικρά μόνο διαστήματα συμβίωσαν. Υστερα, οι επιστολές της Σοφίας, παρά την αδιαμφισβήτητη αξία τους, παραμένουν απαντητικές στον κυρίαρχο λόγο του πρωταγωνιστούντος στον βίο της Ερρίκου Σλήμαν.
Οι επιστολές ξεκινούν ουσιαστικά το 1874, μετά την κοινή τους πρώτη εξόρμηση το φθινόπωρο του 1871 και πάλι το 1872 στον λόφο του Ισαρλίκ για την ανασκαφή της Τροίας, και κατανέμονται άνισα ως το 1890. Ενας κατάλογος με τις ημερομηνίες των επιστολών, καθώς και τις διευθύνσεις αποστολέα και παραλήπτη, θα έδινε μια εποπτική εικόνα, όπως άλλωστε και ο χρονολογικός πίνακας των μετακινήσεων του πλάνητα Σλήμαν, ο οποίος έχει ήδη καταρτιστεί από άλλους μελετητές. Παρεμπιπτόντως, όπως είχαμε ήδη σημειώσει προ πενταετίας, με αφορμή την πρώτη στα ελληνικά συγκεντρωτική έκδοση κειμένων του Σλήμαν από τον Γεώργιο Λαγανά (Ερρίκος Σλήμαν «Ανταποκρίσεις από την Τροία» εκδόσεις Ωκεανίδα), παρά τις πολυάριθμες μελέτες και βιογραφίες με θέμα τον σκαπανέα αρχαιολόγο, για τον έλληνα αναγνώστη, που θα ήθελε να τον γνωρίσει, υπάρχει μεταφρασμένη μόνον η βιογραφία του Εμίλ Λούντβιχ, προ πολλού εξαντλημένη.
Τρυφερή και ανορθόγραφη
Παρά τη μόνιμη μελαγχολία της Σοφίας από το ταξίδι του μέλιτος και ύστερα, οι επιστολές της διατηρούν έναν ανάλαφρα τρυφερό τόνο. Μία από τις πρωταρχικές απαιτήσεις του συζύγου της ήταν η εκμάθηση ξένων γλωσσών και δη, με τη δική του ταχύτητα. Αν και η Σοφία δυσκολεύτηκε, επέμεινε, στην προσπάθειά της να τον ευχαριστήσει. Στις επιστολές της, με παιγνιώδη διάθεση, εναλλάσσει, έστω και κάποτε ανορθόγραφα, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, ενώ δοκιμάζεται και στην ελληνική αρχαΐζουσα. Ωστόσο, η επιστολογραφία της δεν είναι καθόλου χαρούμενη. Κύρια θέματα: η κακή της υγεία, η ανησυχία για τη δική του, η έγνοια των παιδιών, η φροντίδα του έργου του, πασχίζοντας και εκ του μακρόθεν να συμμετέχει. Ακόμη τα προβλήματα με την οικογένειά του, τις κουνιάδες της και τα παιδιά του από τον πρώτο γάμο του, και, τέλος, τα οικονομικά. Αν και μίλια μακριά της, ο Σλήμαν παραμένει απόλυτος κύριος της οικογενειακής εστίας. Με αυστηρότητα ελέγχονται οι μετακινήσεις της και οι χρηματικές δαπάνες μέχρι τελευταίας δεκάρας. Οπως φαίνεται, στην ανυπόμονη προσμονή της να σμίξουν έστω και μόνο για τις εορτές των Χριστουγέννων, αυτός υπεκφεύγει ζητώντας να στολιστεί το δέντρο ετεροχρονισμένα, ενώ στους όρκους της για αιώνιο έρωτα, απαντά, ως επί το πλείστον, με επιπλήξεις. Για περισσότερα, όταν ποτέ εκδοθούν στα ελληνικά οι επιστολές του Σλήμαν. Εν τω μεταξύ, στην εισαγωγή της Μπόμπου-Πρωτοπαπά, παρατίθενται βιογραφικά στοιχεία, καθώς και μερικά αποσπάσματα από επιστολές του Σλήμαν, που δείχνουν πως η Σοφία τα κατάφερε στους πολλαπλούς ρόλους της. Σύζυγος, μητέρα, σύμβουλος, καίτοι χαρακτηρίζει εαυτόν κώνωπα, και ακόμη οικοδέσποινα στο Ιλίου Μέλαθρον, που χτίστηκε δέκα χρόνια μετά τον γάμο τους από τον συμπατριώτη του Σλήμαν, Ερνέστο Τσίλερ.
Οσον αφορά την επιμέλεια της έκδοσης, πιστεύουμε ότι οι επιστολές χρειάζονταν περαιτέρω υπομνηματισμό και ένα καλό ευρετήριο. Να σημειώσουμε πως υπάρχει και ένα πολύτιμο δεκαεξασέλιδο με φωτογραφίες, μόνο που αντί του ονόματος των φωτογράφων δίνεται το όνομα του αντιγραφέα.