Ο Βασίλης Ιωακείμ (Αγιος Κωνσταντίνος Αιτωλίας, 1953), ασυρματιστής του εμπορικού ναυτικού που ταξίδεψε δέκα χρόνια με ποντοπόρα πλοία, στεριανός πλέον, είναι ένας από τους τελευταίους έλληνες ναυτικούς οι οποίοι, εκτός από το έργο που έχουν να επιδείξουν, διατηρούν και μια συνεχή παρουσία στα λογοτεχνικά δρώμενα. Το Αιγαίο, ένα αφήγημα με κεντρικό ήρωα κάποιον που περιπλανάται στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, όπου συνυπάρχουν οι αρχαίοι θεοί με τους πειρατές των περασμένων αιώνων, οι άγιοι των χριστιανών με τους τουρίστες που ξεφαντώνουν στα πανηγύρια, είναι το πρόσφατο δημιούργημά του. Οπως και στα προηγούμενα βιβλία του (βλέπε παρουσίαση της συλλογής του Αμήχανος κληρονόμος στα «Βιβλία» της 26ης Δεκεμβρίου 1999), έτσι και εδώ γίνεται αντιληπτή η εμμονή του Ιωακείμ σε μια συγκεκριμένη θεματική και η ικανότητά του να απευθύνεται στον αναγνώστη με ένα ιδιάζον προσωπικό ύφος. Η θεματική του συνδέεται με τη θάλασσα και τα ταξίδια ενώ το προσωπικό ύφος με μια ποιητικότητα που σπανίως συναντάμε σήμερα στην πεζογραφία.


Το Αιγαίο είναι ένα αφήγημα με πολλές ανεξάρτητες ιστορίες που το κάνουν να μοιάζει με συλλογή διηγημάτων. Στην αρχή βλέπουμε τον ήρωα-αφηγητή και συνδετικό κρίκο των ιστοριών, τον Βασίλη, που μπορεί να είναι ο συγγραφέας, να περιμένει ένα καράβι. Είναι καλοκαίρι. Ο ήρωας ονειρεύεται, ονειροπολεί, θυμάται ένα ποίημα του καπετάνιου-ποιητή Δημήτρη Αντωνίου, ψιθυρίζει στίχους του Καβάφη και του Ελύτη, ταξιδεύει στη Μύκονο, συλλογίζεται τη Μαντώ Μαυρογένους και τη Μέλπω Αξιώτη, βλέπει εδώ έναν ψαρά, παραπέρα έναν καπετάνιο που ψάχνει για ναύτη, αφηγείται την ιστορία μιας καρδερίνας, αντικρίζει το άγαλμα ενός αγωνιστή της επανάστασης στη Σύρα, θέλει να κλάψει στην κορυφή της Καλντέρας στη Σαντορίνη. Ο αφηγητής περιηγείται τα νησιά των Κυκλάδων, επαναλαμβάνει μικρές ιστορίες που του αφηγούνται ναυτικοί, γέροι και γυναίκες και μας πληροφορεί για γεγονότα αλλοτινών καιρών.


Οι σελίδες του βιβλίου είναι γεμάτες αρμύρα και ήλιο, μικρές κοινωνικές επισημάνσεις και έθιμα. Πανταχού παρούσα όμως ή μάλλον απούσα είναι η Κόρη, η άπιαστη φανταστική γυναίκα που λάμπει από νιάτα και ομορφιά και υπάρχει σε όλα τα βιβλία του Ιωακείμ. Εδώ τη συναντάμε στη Δήλο, είναι ψηλή, λεπτή, διακρίνεται η ελληνική ομορφιά της, κάνει τη σερβιτόρα σε ένα φαγάδικο. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει κάποιες επιρροές από τον Νίκο Καββαδία («Αχ, γεροκαπετάνιε και σοφέ», σ. 84), αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει πως ο Ιωακείμ αντιγράφει ή μιμείται τον ποιητή του Μαραμπού. Το αφήγημά του είναι απολύτως ιδιότυπο, πρωτότυπο, φέρει τη δική του σφραγίδα, που είναι η τρυφερότητα για τα πράγματα και τους ανθρώπους. Ωστόσο εδώ δεν συναντάμε αλλόκοτα στοιχεία, νεράιδες, ξωτικά, φαντάσματα, όπως στα άλλα βιβλία του, τα πρόσωπα που περιγράφει έχουν υπόσταση, έχουν σώμα και φωνή. Το Αιγαίο είναι σαφώς το καλύτερο βιβλίο του Βασίλη Ιωακείμ (συμπυκνώνει όλες τις εμμονές, τα οράματα και τις αναμνήσεις που συναντήσαμε στα προηγούμενα βιβλία του), ο οποίος από το 1989, οπότε εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Ποταμούλα, έχει κάνει σημαντική πρόοδο ως προς το αφηγηματικό του στυλ.


Η Αλεξάνδρα Μητσιάλη (Κέρκυρα, 1967) μας πηγαίνει δυτικώς του Αιγαίου, στο Ιόνιο, στο νησί του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και του Λορέντζου Μαβίλη, του Ιάκωβου Πολυλά και του Τζούλιο Καΐμη, στον τόπο όπου έζησαν ο Διονύσιος Σολωμός και ο Ανδρέας Κάλβος, εκεί όπου εκδίδεται το περιοδικό Πόρφυρας (το διευθύνουν ο ποιητής Δημήτρης Κονιδάρης και ο συγγραφέας Περικλής Παγκράτης). Μετά τον θάνατο των Σπύρου Πλασκοβίτη – την αποτύπωσε στο μυθιστόρημά του Η πόλη – και Τάσου Κόρφη – ιδρυτή του περιοδικού Πρόσπερος – μετριούνται στα δάχτυλα οι καταγόμενοι από το συγκεκριμένο νησί που ασχολούνται με τον γραπτό λόγο και έχουν πανελλήνια εμβέλεια: Αλέξανδρος Ασωνίτης, Νίκος Α. Καββαδίας, Τηλέμαχος Χυτήρης, Ευγένιος Αρανίτσης, Σωτήρης Τριβυζάς, Αριστείδης Κάντας. Ερχεται τώρα μια γυναίκα να δώσει το στίγμα της και να διεκδικήσει μια θέση στο πάνθεον της κερκυραϊκής λογοτεχνίας.


Η Αλεξάνδρα Μητσιάλη μετά τη νουβέλα της Θα σε μάθω να πετάς (Ομβρος, 1998) εξέδωσε το μυθιστόρημα Οδός Αθώων, θάλαμος 17, με θέμα τους ανθρώπους της ελληνικής μέσης εκπαίδευσης και γενικότερα το ελληνικό σχολείο. Το μυθιστόρημα αρχίζει με μια αυτοκτονία στην Κέρκυρα, τον χώρο δράσης. Στη συνέχεια βλέπουμε τον κεντρικό ήρωα, τον φιλόλογο Μάρκο Δουβένη, να επιστρέφει στο νησί για να ξεκαθαρίσει κάποιους λογαριασμούς αισθηματικού περιεχομένου. Στην πλοκή της ιστορίας πρωταγωνιστούν δύο γυναίκες, η Μαρίνα, μια μαθήτρια ερωτευμένη με τον καθηγητή, και η Ελλη, μια καθηγήτρια εν διαστάσει και με παιδί. Η συγγραφέας χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή τριτοπρόσωπη αφήγηση αναλύει με οξυδέρκεια τη συμπεριφορά των ηρώων της και θέτει επί τάπητος τα προβλήματα που ενδημούν στα γυμνάσια και στα λύκεια της χώρας: καθηγητές και καθηγήτριες εναντίον μαθητών και μαθητριών, συντηρητικοί εκπαιδευτικοί κατά προοδευτικών, συμβιβασμένοι και ευθυνόφοβοι δημόσιοι υπάλληλοι αντιμέτωποι με ασυμβίβαστους, κόντρες και ζήλιες, διαστάσεις απόψεων. Η Αλεξάνδρα Μητσιάλη με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα κατάφερε να δώσει μια παραστατική εικόνα του ελληνικού σχολείου, ιδίως αυτού της επαρχίας.


Με τη σειρά του ο Παναγιώτης Βενάρδος (Αθήνα, 1941) μας μεταφέρει σε ένα λιμάνι της Αφρικής, στην Αλεξάνδρεια, κάποτε σημαντικό ελληνικό εμπορικό και πνευματικό κέντρο. Δημοσιογράφος στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, έχοντας στο ενεργητικό του πληθώρα ρεπορτάζ, αποφάσισε να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα, όπως το χαρακτηρίζει, με τίτλο Το φλογόδεντρο, χρησιμοποιώντας μόνο ιστορικά στοιχεία και αποφεύγοντας τις επινοήσεις. Η ιστορία που αφηγείται είναι γνωστή στους μυημένους, στους Αιγυπτιώτες, στους αναγνώστες του Στρατή Τσίρκα και στους επαρκώς ενημερωμένους πολίτες για τα γεγονότα της Μέσης Ανατολής τον Απρίλιο του 1945, δηλαδή για το περίφημο «κίνημα» των ελλήνων αντιφασιστών στον στρατό και στον στόλο που ζητούσαν την εκκαθάριση των ενόπλων δυνάμεων από τα ακροδεξιά στοιχεία. Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Στρατής Ζερμπίνης (γιος του βιομηχάνου Γιάννη Ζερμπίνη, εξέχοντος μέλους της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας), ο οποίος «πρόδωσε» τη μεγαλοαστική τάξη του και προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο ενίσχυε παντοιοτρόπως, οικονομικά και ηθικά. Η πολιτική στάση και δράση του Στρατή ήταν οχληρή στους κρατούντες της Αιγύπτου και στην εκεί ελληνική ομογένεια μα και στον αδελφό του. Ετσι όχι μόνο φυλακίστηκε και εξορίστηκε από τους Αγγλους αλλά απελάθηκε και τελικά αναγκάστηκε να καταφύγει στη Γαλλία, όπου είχε ένα τραγικό τέλος (ανοίχθηκε μεσοπέλαγα με μια βάρκα και πνίγηκε μυστηριωδώς).


Η αυθεντική ιστορία (η αγωνιστική δράση του ήρωα, η σύγκρουση με τον ιδεολογικά αντίθετο αδελφό του Δημήτρη, η αισθαντική ατμόσφαιρα της Αλεξάνδρειας, το φορτισμένο πολιτικά κλίμα της εποχής) προσφέρεται για ένα αξιανάγνωστο περιπετειώδες μυθιστόρημα, ικανό να σαγηνεύσει τον αναγνώστη. Ατυχώς ο συγγραφέας, εθισμένος στο δημοσιογραφικό στυλ, δεν κατόρθωσε να του εμφυσήσει πνοή, έμεινε στα τετριμμένα και η λογοτεχνική του προσπάθεια εν πολλοίς δεν καρποφόρησε.


Ο κ. Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το βιβλίο του «Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη».