Προοιμιακά αν και όχι απαραίτητα: σημειώνουμε ότι, εμμένοντας – με ελάχιστες εξαιρέσεις στα ερωτηματικά και στα κόμματα – ο Βέλτσος στην αστιξία, με το τελευταίο ποίημά του ποταμό Σκιά φαίνεται να εμπιστεύεται τον αναγνώστη του ή να του χρεώνει το ρίσκο των ελεύθερων διατομών στον λόγο, προτρέποντάς τον στο παιχνίδι των αδόκητων ανατροπών είτε στην ιδιωτική, αθέμιτη έως ασελγή, «απόλαυση του κειμένου», αν και, σαν σημειολογική προτροπή, μπορεί να προμνηματίζει την πρόθεσή του, θυσιάζοντας στην ετερότητα, να κρατήσει αποστάσεις από τον λόγο ως άλλο.


Να το πούμε εξαρχής, αφήνοντας για πιο πέρα τις παραπομπές στη διασπορά τους. H Σκιά του ποιητή Γιώργου Βέλτσου (όγδοο ποιητικό του έργο στη δεκαετία 1993-2003) είναι ένα προκλητικό πεδίο του αγεωμέτρητου φάσματος της Συνειρμολογίας για την οποία υπάρχει έλλειμμα σοβαρής και υπεύθυνης μελέτης, που χρεώνεται στους ειδικούς, όχι βέβαια στους γλωσσολόγους.


Σε πολύ γενικές γραμμές, πρόκειται για ένα απέδιστο, μη αναχαιτίσιμο μπαρόκ που εκτινάσσεται από το πλάσμα των εμπράγματων ουσιών, μαρκαρισμένων στη συνέχεια από την καύτρα του βέλτσειου σαρκαστικού θερμοκαυτήρα.


Υποθέτω πως θα ‘ναι από τον αβλέμονα ενός μειδιώντος τάχα, πλην σαρκάζοντος λυγμού αυτό που αναθρώσκει από την ποίηση τούτη, αντανακλώντας ενεργά εγκαύματα της ψυχόσφαιρας του ποιητή, εκτεθειμένης στις παρμενίδειες, και όχι μόνο, διαθερμίες διαρκείας.


Κείμενο (που λες και του μέλλεται – για πόσο άραγε; – να το συνοδεύει πινακίδα με τη σύσταση «Παράκαμψη» προς τους οχουμένους τον πάνυ γε αχαμνό κριτικό καλαμοκέλητα) ακαταχώρητο από αγκυλωμένα πνεύματα που υπηρετούν επιταγές του Αριστοτέλειου Συντάγματος.


«Συντρίβομαι ωσεί παρών» λέγει ο ποιητής της Σκιάς «καθότι ο ίσκιος μου αιματώνεται διαρκώς από υπολογισμούς στη στερεοσκοπική του εκδοχή, που αθανασία θα ήθελε, ο αφελής, ν’ αποκαλεί, ενώ σκιά είναι και τη σκιά υπηρετεί ο άνθρωπος στο πρόσωπό του».


Πρόκειται άραγε για αποδομητικό εγχείρημα στο πινδαρικό όναρ που πραγματεύεται ο ποιητής, επινοώντας έναν ίσκιο αιματηρό λόγω υπολογισμών οι οποίοι περιέχουν την αθανασία του, ο αφελής, με κόστος τη συντριβή του, ωσεί παρόντος;


Ομολογεί ο Βέλτσος, εκκεντρικός όσο ποτέ, δοσμένος στο ιδίωμα του ανέμου για να προκαλέσει ανατροπές, να χωρίσει την ποίηση από τον πολτό, νιώθοντας «χρεώστης εκ μεταφοράς που άφησε ανοιχτούς λογαριασμούς με τη σκιά».


Ωστόσο αφήνει να φανεί ότι το χαίρεται που διαψεύδεται στην προσπάθεια να «ωριμάσει τάχα» με το να γνωρίσει τα «ασφαλή», που «είναι μεν θέσει ωραία, πεφωτισμένα, σύμμετρα, μνημειωμένα αλλά όχι φαινομενικά όπως η τέχνη του είναι, σε αποχρώσεις ζαφοράς», για ν’ απογειωθεί, όπως γράφει, μ’ εκείνο το: «H Τέχνη ή άλλως, ένα σκέπτεσθαι αλλιώς την ετερότητα, τον ορισμό, τη δύναμη του ελέους, το φαύλο μιας ερώτησης που θέτει ο Σταγειρίτης».


Εξάλλου καταθέτει ότι «έλαβε άδεια να στιχουργεί μονάχα για ό,τι φαίνεται» και ότι «κινείται από κλαγγές μιας επικής μανίας». Και ακόμη, κάτι πιο συλλογικό, κάτι της συντεχνίας, ότι «εισηγητής του ασταθούς κι εκδότης του ασήμαντου, ο ποιητής, στο άκρον άωτον άπληστος για πόρνες μεθοδεύσεις, δεν την καταλαβαίνει τη σειρά των γεγονότων, πλέοντας το δημιούργημα της παντοαδυναμίας».


Στην υποθετική ερώτηση του κάθε γλωσσολόγου (που, εν παρόδω, «θεωρεί τη γλώσσα του ως λάθος των εικόνων») για το τι είναι η ποίηση, ο Βέλτσος απαντά: «Ποίηση είναι η διάψευση, του βάρους η απώλεια, ο γλωσσισμός του πνεύματος, ο παφλασμός του ανήκουστου στου τύμπανου τη ρώμη, το αλάνι του θυρεοειδούς, έρπης στο χείλωμα, στον κόκκυγα γεράνι, της ρίμας η δολιοφθορά, η εγκόλπωση του μέλλοντος στου τάφου τον πλακούντα», και άλλα τέτοια της λαίλαπας, αναστατώνοντας τις χορδές μιας ερεθισμένης άρπας, ανήκουστα και όμφακες για τις αλώπεκες που νέμονται τα χθαμαλά υπόλοιπα μιας εκπνέουσας χλωρίδας στις αχανείς πραιρίες της ποίησης, όπου ατιθάσευτα mustangs καλπάζουνε οι ποιητές σαν τύχει να ‘ναι τωόντι τέτοιοι.


Αδίστακτος, λοιπόν, σε απροσδόκητες μεταφορές ο Βέλτσος, ανακαλεί τιτάνες και τιτανίδες επενεργειών που του προσπόρισαν ένα σύμπαν εμπλουτισμένων ή μεταλλασσόμενων – διόλου ερήμην του – βιωμάτων, υποσχόμενων πλούσια συγκομιδή αποχρώντος λόγου από τα άδυτα σκοτεινών θαλάμων σαν εκείνων του Τέρνερ, του Σεζάν, του Ελ Γκρέκο, του Ντελακρουά, του Σαγκάλ, του Ελιοτ, του πυρωμένου δίπλα στον Ρεμπό Βερλέν, του Παζολίνι, της «εξάρτησης του άνθους από τον αχινό»… Και επικαλείται τη Σκέπη της Μεγαλόχαρης ώστε να δώσει η Χάρη της κατά τα μεγαλυνάρια από έμπλεους με δέος μελωδούς ψαλτάδες, να ειπωθεί το ανείπωτο στις «εκ περάτων γλώσσες». Κι ελόγου του, να του δοθεί «όχι το νόημα, μα η φώτιση». Κι ας είναι σύγχυση, πλην αλάθευτη… «ώστε τίποτα ποτέ να μην ολοκληρούται… κι όλα να χτίζονται εξαρχής».


Απεκδυόμενος ο ποιητής μας την πείρα του, που «ολωσδιόλου περιττή ολοένα φθίνει… έως ότου το ανθρώπινο να εξαφανιστεί», καταλήγει στο: «Τίποτα δεν κατάλαβα στα βολ-πλανέ μου απάνω, εκτός ότι η βαρύτητα έχει προκρίνει τη συντριβή, ενώ έχει ήδη προκαλέσει την ανύψωση». Να ‘ναι ειρωνεία (εις βάρος τίνος;) που εδώ ο ποιητής της Σκιάς υπαινίσσεται το αίτημα ύπαρξης και κύρους ενός ηθικού status διάχυτου στο Σύμπαν, που τάχα παραβιάζεται (κοσμολογική κακουργία) από μια φυσική δύναμη (βαρύτητα), με το να εμπνέει την ανύψωση (Υβρις), για να πετύχει τη συντριβή (κάθαρση); Το σκηνικό να αναδεικνύει δηλαδή την τραγωδία, δήθεν εγγεγραμμένη στη συνθήκη του ανθρώπου: αυτού του «ωσεί παρόντος» στις κοσμικές πλεκτάνες;


Με τη Σκιά του ο Βέλτσος καταθέτει το γράφημα του στοχαστικού σφυγμού του, εμπλουτισμένου με ποιητικό καύσιμο τέτοιο που οι συχνότητες αυτού του σφυγμού καλύπτουν πάμπολλες υψομετρικές στάθμες από το ανάγλυφο της καταστημένης κοσμοεικόνας, όπως την επιτρέπουν η θέαση και η ενόραση του μεγάκοσμου.


Οσο για τις τυχόν κάποιες αμηχανίες του αναγνώστη, προσωπικά απολαμβάνω τον, από Σκιάς, οπό της εύτολμης λογουργίας του Βέλτσου. Ενα παράδειγμα αμηχανίας: τι να ‘ναι το μόσχευμα εκείνο που εμφυτευόμενο στην «Κυριακή», όταν ελόγου της «υγρανθεί από ψιχάλες θλίψης», συνδράμει στη δόνηση του συγκινησιογόνου μας κυττάρου;


Τέλος, η ποίηση του Βέλτσου ίσως να δικαιώνεται με την απόπειρα να καταστήσει εφέσιμη την απολυτότητα του ανείπωτου ή να ωθήσει την εφεκτικότητα του άρρητου προς τις επισφαλείς εσχάρες του εκφράσιμου.


Οπως έγραψα, εδώ στο «Βήμα», για τον Γιώργο Βέλτσο, πάει καιρός: ακούμε συγχορδίες ενός ευσεβούς τολμητία να ψαύει τα κλαβιέ όπου συνέθεσαν μεγάλοι και να ποιεί μουσικήν.


Ο κ. Εκτωρ Κακναβάτος είναι ποιητής.