Η διήγηση από τον σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ της προσπάθειας της διεθνούς κοινότητας να λύσει το Κυπριακό πριν από την ένταξη του νησιού στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχει όλα τα στοιχεία ενός κλασικού έργου. Είμαι βέβαιος ότι σύντομα θα γίνει εγχειρίδιο διδασκαλίας στις διπλωματικές ακαδημίες και ασφαλώς υποχρεωτικό ανάγνωσμα για όλους όσοι ενεργούν, σκέπτονται και κυρίως μιλούν για την Τουρκία και την Κύπρο.
Ο σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ, που πρωταγωνίστησε στις προσπάθειες για τη λύση του Κυπριακού, καταφέρνει να δώσει μια συναρπαστική διήγηση των πολύπλοκων διαδικασιών που ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 υπό την πίεση της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και οδήγησαν στην απόφαση 1240 του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις πρωτοβουλίες του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών που κατέρρευσαν στην Κοπεγχάγη (Δεκέμβριος 2002) και τη Χάγη (Μάρτιος 2003) προτού ενταφιασθούν από το ελληνοκυπριακό δημοψήφισμα τον Απρίλιο του 2004.
Ο σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ, ένας από τους μεγάλους στην εποχή μας λειτουργούς της δημόσιας διοίκησης, υπήρξε μόνιμος αντιπρόσωπος της Βρετανίας στην EE από το 1985 ως το 1990 και στη συνέχεια μόνιμος αντιπρόσωπος στα Ηνωμένα Εθνη. H εμπειρία του αυτή – και η παράδοση η οποία τον διαμορφώνει – του επέτρεψε να έχει μια βαθιά αντίληψη της εσωτερικής δυναμικής του ζητήματος με το οποίο ασχολείται (και όχι την πληθωριστική ιστορικο-εγκυκλοπαιδική γνώση που συχνά συγχέουμε με την ουσιαστική γνώση των πολιτικών διπλωματικών ζητημάτων τα οποία διαχειριζόμεθα).
Εσωτερική δυναμική
Αυτή ακριβώς η κατανόηση της εσωτερικής δυναμικής του ζητήματος κάνει τη διήγηση συναρπαστική. Το βιβλίο απορροφά τον αναγνώστη. Καταγράφει με καθαρότητα και σαφήνεια τις κινήσεις πρωταγωνιστών που αδυνατούν να κατανοήσουν τις συνέπειες των πράξεών τους, αδυνατούν να αφομοιώσουν τους νόμους των φαινομένων μέσα στα οποία είναι τυλιγμένοι. Οδηγούνται έτσι – όπως στην αρχαία τραγωδία – σε αδιέξοδο και αποτελέσματα που ασφαλώς δεν επεδίωκαν.
Ελπίζω ότι τα μεγάλα προτερήματα του βιβλίου θα επιβληθούν ακόμη και σε αυτούς που (στην Κύπρο κυρίως) είχαν δαιμονοποιήσει τον σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ. Οσοι λοιδορούσαν τον ειδικό απεσταλμένο της βρετανικής κυβέρνησης και κατά καιρούς της Ευρωπαϊκής Προεδρίας θα αναγκασθούν ασφαλώς να ξανασκεφθούν τα κατά σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ αναθέματα… Τώρα που στις 250 σελίδες του βιβλίου του θα βρουν την πιο καθαρή, την πιο εύληπτη και την πιο πειστική περιγραφή του πώς ο Ραούφ Ντενκτάς και το εθνικιστικό κατεστημένο στην Αγκυρα εμπόδιζαν πεισματικά τις προσπάθειες του Γενικού Γραμματέα για τη λύση του Κυπριακού, θα αναθεωρήσουν ασφαλώς την προσομοίωση του σερ Ντέιβιντ με φιλότουρκο συνωμότη.
Αν η αναγκαία αυτή αναθεώρηση προχωρήσει στο να θέσει επιτέλους και το θέμα των σχέσεων των κυπριακών ηγεσιών με το φάντασμα της βρετανικής αυτοκρατορικής ιστορίας του νησιού, τότε το βιβλίο θα έχει συμβάλει στη θεραπεία σοβαρών παθολογιών της δημόσιας ζωής που οι συνέπειές τους δεν περιορίζονται ασφαλώς στην Κύπρο.
Ο συγγραφέας, κληρονόμος των μεγαλύτερων παραδόσεων της αυτοκρατορίας, λέει ότι «καθώς μάθαινα όλο και περισσότερο για τον ρόλο μας (των Βρετανών, δηλαδή) τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, άρχισα να καταλαβαίνω καλύτερα την εχθρότητα και την καχυποψία προς τη Βρετανία. Δεν τυλιχθήκαμε δα στη δόξα εκείνη την περίοδο.
Ωστόσο η επιβίωση της καχυποψίας μετά την εξάλειψη των λόγων που τη δικαιολογούσαν ήταν λυπηρό και μικροπρεπές». (σελ. 239)
Αλλά φοβάμαι ότι στη σημερινή κατάσταση που βρίσκονται τα πνεύματα στην Κύπρο κανείς δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεων και των παραλείψεων που έγιναν, μετά την κατάρρευση του Σχεδίου Αναν στη Χάγη, τον Μάρτιο του 2003. Ο πειρασμός να αποδοθούν οι συνέπειες των αποφάσεων που περιγράφει με θουκιδίδεια καθαρότητα ο σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ σε αγγλοαμερικανικές συνωμοσίες, «φιλοτουρκικές» διαθέσεις της διεθνούς κοινότητας και άλλα τέτοια ελληνοκυπριακά κλισέ είναι ακόμη κυρίαρχη.
Ενα στρατηγικό λάθος
«Οι Τούρκοι και οι Τουρκοκύπριοι έκαναν τεράστια τακτικά λάθη, με αποτέλεσμα να χάσουν την πιο ευνοϊκή ευκαιρία για να συμφωνήσουν» γράφει στον επίλογο της διήγησής του… «Αλλά οι Ελληνοκύπριοι έκαναν ένα στρατηγικό λάθος. Και πάλι, όπως το 1963 και το 1974, επέλεξαν ένα στενό κλειστό όραμα για το μέλλον τους, υπαγορευόμενο περισσότερο από συναισθηματικές μνήμες του παρελθόντος παρά από ορθολογική αντιμετώπιση του μέλλοντος. Εγκαταλελειμμένοι από την ηγεσία τους, επέλεξαν, τη στιγμή ακριβώς που εντάσσονταν στην Ευρωπαϊκή Ενωση, για να δείξουν ότι δεν είχαν καταλάβει τίποτε από τους θεμελιώδεις σκοπούς της Ενωσης. Θα αναγκασθούν τώρα να ζήσουν με τις συνέπειες αυτής της απόφασης» (σελ. 245). Με την κρίση αυτή θα έχουν στο εξής να αναμετρηθούν τα ρητορικά γυμνάσματα όσων ολοφύρονταν δημόσια ότι δεν παραδίδουν κοινότητες. H καχυποψία με την οποία και η Τουρκία υποδεχόταν τον σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ τώρα θα έχει πολύ περισσότερους λόγους να διογκωθεί. H προσπάθεια για τη λύση του Κυπριακού, στην οποία πρωταγωνίστησε – η μεγαλύτερη προσπάθεια μετά το 1963 -, οδήγησε στην ένταξη της ελληνοκυπριακής πλευράς στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
H διήγηση της προσπάθειας αυτής εκθέτει στην προσοχή όλων τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων στην Αγκυρα και υπογραμμίζει τα ευρωπαϊκά και δημοκρατικά ελλείμματά τους. H τουρκική διπλωματική γραφειοκρατία αμφιβάλλω αν θα συγχωρήσει ποτέ στον σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ την αυστηρή, (αλλά δίκαιη) κρίση του για τις επιδόσεις της.
Το βιβλίο ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι η κίνηση για τη λύση του Κυπριακού ξεκίνησε από τον σχεδιασμό των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ενωση με την Τουρκία. H απλή αυτή αλήθεια, που φαίνεται να ερεθίζει και να εκνευρίζει ορισμένες πολιτικές ηγεσίες στην Κύπρο, αποκαλύπτει τις συγχύσεις στις γεωπολιτικές διαστάσεις του σημερινού κόσμου, που η διήγηση του σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ ψηλαφεί σε πολλές περιπτώσεις. Συχνά τις ίδιες συγχύσεις μοιράζονται – ομοιόμορφα – οι ελληνοκυπριακές με τις τουρκοκυπριακές ηγεσίες.
Ο συγγραφέας αναζητεί στις συγχύσεις αυτές καθώς και στην τρέχουσα πολιτική παιδεία τους λόγους που επέτρεψαν στη στρατηγική του Ντενκτάς και του εθνικιστικού κατεστημένου στην Αγκυρα να οδηγήσουν σε ναυάγιο την πιο μεγάλη προσπάθεια που έγινε ως σήμερα για τη λύση του Κυπριακού, προτού φυσικά προλάβει να τις ενταφιάσει η ελληνοκυπριακή ηγεσία.