Ο εκμαυλιστής μοντέρνος
Το πρώτο πράγμα που θα επισημάνω για ένα τόσο σημαντικό βιβλίο είναι ότι το θέμα του μόνο εν μέρει ανταποκρίνεται στον ελληνικό τίτλο του. Ο πρωτότυπος τίτλος, «Οι πολιτιστικές αντιφάσεις του καπιταλισμού», περιέχει το ουσιώδες που ο γενικόλογος ελληνικός τίτλος αποσιωπά. Επιπλέον ο νέος τίτλος δημιουργεί την εντύπωση μιας «αποδοχής» του μεταβιομηχανικού πολιτισμού· διόλου δεν προϊδεάζει για την παρακμή της νεωτερικότητας (και επομένως του αντίστοιχου πολιτισμού) που ως θεμελιακός άξονας διαπερνά τη δομή του βιβλίου.
Ο κοινωνιολόγος Ντάνιελ Μπελ (γενν. 1919, Νέα Υόρκη) έχει σαφή επίγνωση του κενού που άφησε ο μαρξισμός όσον αφορά μια αξιόπιστη θεωρία της κουλτούρας που να υπερβαίνει το γνωστό μανιχαϊστικό αξίωμα της βάσεως και του εποικοδομήματος. Εδώ έγκειται η χρηστικότητα του βιβλίου του. Είναι από τα ελάχιστα βιβλία που κρίνουν τον όψιμο καπιταλισμό υπό το πρίσμα της κουλτούρας. Από τα ελάχιστα επίσης βιβλία που ερευνούν τη νεωτερικότητα ως τις έσχατες κοινωνικές της συνέπειες.
Επιθυμίες και ανάγκες
Ας δούμε πρώτα τα κυριότερα σημεία της θεωρίας του Ντάνιελ Μπελ. Από τα μέσα του 19ου αιώνα ως και σήμερα η οικονομία και η κουλτούρα στη Δύση είχαν κοινή μήτρα την αστική κοινωνία, μια κοινωνία που συνέδεσε τις κατακτήσεις της με την απόρριψη της παράδοσης και της αυθεντίας του παρελθόντος. Ωστόσο στις απαρχές της αυτή η κοινωνία κατάφερε τόσο στην οικονομία όσο και στην κουλτούρα της να εξασφαλίσει μια ισορροπία ανάμεσα στο «συντηρητικό» παρελθόν και στη γενική τάση της για «απελευθέρωση». Η αστική οικονομία ξεκίνησε παλεύοντας να εξασφαλίσει μια ενότητα ανάμεσα σε δύο αντιφατικά «ορμέμφυτα»: στον ασκητισμό του οικονομείν αφενός, που περιέβαλε την εργασία με θρησκευτικό και ηθικό νόημα άμεση απόρροια του προτεσταντικού credo (όπως απέδειξε ο Max Weber) , και στην κτητικότητα αφετέρου, την αδηφάγο επιθυμία κατοχής συνεχώς περισσότερων αγαθών. Ως μέσον για την επίτευξη αυτής της δύσκολης ενότητας χρησίμευσε ο ορθός λόγος, η ορθολογικοποίηση της παραγωγής σε πλαίσια που αντιμετωπίζουν ακόμη και τους εμπλεκομένους σ’ αυτήν ως πράγματα. Τα δύο αντίπαλα «ορμέμφυτα», στις απαρχές του καπιταλισμού, συνυφάνθηκαν σε μια ενότητα ικανή να νομιμοποιεί ηθικά και κοινωνικά την καπιταλιστική συμπεριφορά· αλλά στο τέλος, με τη μετατόπιση του καπιταλισμού από την παραγωγή στην κατανάλωση (δηλαδή με την προοδευτική έμφαση στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, όπως αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές κτλ.) επικράτησε η κτητικότητα, υπερβαίνοντας σήμερα σε βαθμό ύβρεως την κάλυψη αυτών που ορίζονται ως ανθρώπινες ανάγκες (και που σαφώς αντιδιαστέλλονται προς τις εσαεί βουλιμιώδεις ανθρώπινες επιθυμίες).
Η κουλτούρα της αστικής τάξης ξεκίνησε με τη σειρά της παλεύοντας να διατηρήσει μια ενότητα ανάμεσα σε εξίσου αντιφατικά «ορμέμφυτα»: αφενός στο ιερό, αυτό που καθορίζει όρια παραβάσεως και ηθικής για το ανθρώπινο, αυτή τη συλλογική τράπεζα της παράδοσης, στην οποία η ανθρωπότητα πριν από τον καπιταλισμό αποταμίευε την εμπειρία της ζωής και όπου σε δύσκολες ώρες προσέφευγε ως σε αγκυροβόλιο· και αφετέρου στο δαιμονικό, την τάση για το παράλογο, το καταστροφικό, το μηδενιστικό, το σκοτεινό, το διονυσιακό, το ανορθολογικό. Ως μέσο για την επίτευξη αυτής της ενότητας στις απαρχές του καπιταλισμού χρησίμευσε η θρησκευτική πίστη, με την πολύ ευρεία έννοια του όρου, αλλά και με την έννοια του προστατευτικού τελετουργικού που εξασφαλίζει η θρησκεία. Στο τέλος όμως και εδώ η βαθμιαία έλλειψη ενός κέντρου, είτε εθνικού είτε διεθνούς, ο θρυμματισμός της κουλτούρας σε αυτόνομα κομμάτια, έξω από κάθε δεσμό με την οικουμενική ή την εθνική παράδοση, οδήγησε στην επικράτηση του δαιμονικού στοιχείου με θλιβερή κατάληξη να κυριαρχεί σήμερα, σε όλες τις εκδηλώσεις του πολιτισμού, το χυδαίο, το χαμηλό, το φτηνό, το ανήθικο, το ανίερο.
Σε αυτή τη δίδυμη επικράτηση της κτητικότητας και του ανίερου στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο, ως διαλυτικών ροπών στην ενότητα της κοινωνίας, καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο, κατά τον Μπελ, «εκμαυλιστής» μοντερνισμός. Εμμένοντας στην αυτονομία της αισθητικής έναντι των ηθικών προτύπων· αποδίδοντας μεγαλύτερη αξία στο νέο και στο πειραματικό, και, τέλος, αποθεώνοντας το Εγώ ως λυδία λίθο κάθε ζητήματος σχετικού με την κουλτούρα, ο μοντερνισμός τροφοδότησε την τάση της κτητικότητας στην αστική οικονομία δυναμιτίζοντας το πρωταρχικό αστικό όραμα της προτεσταντικής ηθικής. Αυτή η διαδικασία, στις αρχές αυτού του αιώνα και ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε αναμφισβητήτως η αιτία για ένα από τα «μεγαλύτερα δημιουργικά ξεσπάσματα στη δυτική κουλτούρα»· αλλά σήμερα, στη μεταβιομηχανική και μεταμοντέρνα εποχή, έχει πλέον οδηγήσει στην απόλυτη δημιουργική παρακμή.
Οταν στη διάρκεια της «αμερικανικής» δεκαετίας του εξήντα η μοντερνιστική «απελευθέρωση» πέρασε από τη σφαίρα της υψηλής τέχνης και κουλτούρας στη μαζική παραγωγή και κατανάλωση με τη μορφή του μεταμοντερνισμού, ενσωματώθηκε θαυμάσια σε έναν εξίσου «απελευθερωμένο» στις κτητικές ορέξεις του καπιταλισμό· ο τελευταίος δεν δεσμεύεται πλέον από τις οποιεσδήποτε αξίες του ορθού λόγου ή της αστικής ηθικής. Τον κόσμο της σύγχρονης καπιταλιστικής επιχείρησης κυβερνά ένας εικονικός ορθολογισμός (της παραγωγής και οργάνωσης), ένα εικονικό ήθος (της αφοσίωσης στην επιχείρηση). Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις εικόνες αίγλης και ερωτισμού με τις οποίες προωθεί τα προϊόντα της η καπιταλιστική επιχείρηση, ή στα στελέχη των εταιρειών: δουλευταράδες την ημέρα, αποχαλινωμένοι γλεντζέδες τη νύχτα. Αυτή η «αποδέσμευση» από την αστική ηθική της οικονομίας έχει ήδη προοικονομηθεί από τη μοντερνιστική κουλτούρα του απόλυτα αποδεσμευμένου Εγώ της «ατομικής απελευθέρωσης» που αναζητά μονίμως το δαιμονιακό και το ανίερο.
Συνοψίζοντας: ο καπιταλισμός στη μεταβιομηχανική εποχή που διανύουμε έχει υποκύψει σε δύο ενδογενείς αντιφάσεις: αφενός στην αντίφαση του οικονομείν και της κτητικότητας, αφετέρου στην αντίφαση της αστικής κουλτούρας (το ιερό, η θρησκεία) και της νεωτερικότητας (το δαιμονικό, το ανίερο). Η κατάληξη είναι μια κοινωνία που στερείται απαντήσεων στα βασικά ερωτήματα της ζωής. Στη θέση τους επιδεικνύει την καταλήστευση της παγκόσμιας πολιτιστικής αποθήκης, την άρνηση της επιστημονικής μεθόδου, την απαλοιφή της διάκρισης μεταξύ υψηλής και κατώτερης κουλτούρας και έναν απεριόριστο σχετικισμό στο πεδίο της κοινωνικής ή όποιας άλλης κριτικής.
Σε μια εποχή που έχει χάσει τα όποια οράματά της, σε μια εποχή που η κουλτούρα της κατανάλωσης συνιστά τον θεμελιώδη τρόπο ζωής, σε μια εποχή που το αμερικανικό πολιτιστικό «παράδειγμα» έχει φθάσει στο σημείο να προετοιμάζει κοινωνίες συναίνεσης στη βαρβαρότητα του πολέμου, εποχή που αναγορεύει οτιδήποτε σε καθολική αξία εν τη απουσία καθολικών κριτηρίων αξιολόγησης, εποχή που οι δεσμοί με την παράδοση όχι μόνο έχουν κοπεί αλλά και κάθε απόπειρα επανασύνδεσης μαζί της λοιδορείται, η εκ πρώτης όψεως συντηρητική σκέψη του Μπελ πιστεύω ότι το λιγότερο αξιώνει την περίσκεψη.
Το βιβλίο συνιστά προϋπόθεση για κάθε συζήτηση που αφορά τον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό. Σε αυτό το βιβλίο οι Ηνωμένες Πολιτείες κρίνονται ως παραδειγματικό μοντέλο αστικής κοινωνίας· ο Μπελ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη δεκαετία 1920-1930, καθώς και στις δεκαετίες 1950-1960, ενώ αναπτύσσει την κρίση του από μια ασφαλή απόσταση που ξεκινάει από το 1978 (Προλεγόμενα) και καταλήγει στα 1996 (Επιλεγόμενα). Αυτό το διάστημα (’78-’96) συμπίπτει με τις θεμελιώδεις αλλαγές που έφερε η παγκοσμιοποίηση και στη δική μας κουλτούρα. Το βιβλίο ως εκ τούτου αποτελεί εξαιρετική βάση για τη συζήτηση φαινομένων που στην Ελλάδα είτε ακόμη παρουσιάζονται ως καινούρια είτε επανεκτιμώνται στις νέες συνθήκες, όπως της αντίφασης υψηλής και χαμηλής κουλτούρας, εθνισμού και οικουμενικότητας, καθώς και γενικοτέρων ζητημάτων της μαζικής κουλτούρας στον βαθμό βεβαίως που όλα αυτά αγγίζουν την περιφερειακή ζωή μας.
Ο κ. Αρης Μαραγκόπουλος είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Οι ωραίες ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου».