Ενα βασικό χαρακτηριστικό του μεγαλύτερου μυθιστορηματικού έργου του Ανδρέα Νενεδάκη είναι το ότι πάντα στηρίζεται σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό υλικό. Γεγονότα, πρόσωπα, καταστάσεις αποτελούν σχεδόν πάντα έναν κύκλο αληθινών στοιχείων, μια «ιστορική μαγιά» με βάση την οποία πλάθεται τελικά ο κόσμος του μυθιστορήματος και φωτίζονται αντίστοιχα ανθρώπινες στάσεις, αντιδράσεις, τρόποι σκέψης, νοοτροπίες και πρακτικές. (Δεν είναι τυχαίο που ο διάσημος κοινωνικός ανθρωπολόγος και ελληνιστής Michael Herzfeld διάλεξε το έργο και τη ζωή του Ανδρέα Νενεδάκη ως σημείο αναφοράς για να αποπειραθεί να διεισδύσει στα νοήματα, στις αξιακές και πολιτισμικές εντάσεις και στις φαντασιακές σχέσεις της ελληνικής κοινωνίας των τελευταίων δεκαετιών, τουλάχιστον όπως τα βλέπει ένας δραστηριοποιημένος και αγωνιστικός άνθρωπος που βρίσκεται έξω από το «κυρίαρχο σύστημα».)
Η λογοτεχνική θεματική του συγγραφέα παρουσιάζει τριπλό ενδιαφέρον. Πρώτον, γιατί προσδίδει ρεαλισμό στην αφήγηση και μπορεί ακριβώς να μελετηθεί ο τρόπος κατά τον οποίο το «πραγματικό στοιχείο» προσθέτει στη βαρύτητα και στην πειστικότητα του κειμένου, ανεξάρτητα από την ποιότητα της τέχνης που το τελευταίο περικλείει. Δεύτερον, γιατί διαμορφώνεται ένα ρευστό πεδίο διαπλοκής του «ιστορικά πραγματικού» με το φανταστικό. Τρίτον, γιατί ένα τέτοιο λογοτεχνικό κείμενο αποτελεί πηγή πληροφοριών και στοιχείων, ηθογραφικού και άλλου περιεχομένου, γύρω από συγκεκριμένες κοινωνίες κι εποχές. Ιδιαίτερα μπορεί να συμβάλει στη βαθύτερη κατανόηση συλλογικών παραστάσεων, συμβόλων και στάσεων ζωής που ενδιαφέρουν τον ιστορικό και κοινωνικό επιστήμονα, ανεξάρτητα από τη μυθιστορηματική ανάπλαση. Το έργο του Ανδρέα Νενεδάκη και από τις τρεις παραπάνω σκοπιές παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Στο λογοτεχνικό έργο του Νενεδάκη κυριαρχεί η ρεθυμνιώτικη κοινωνία των προπολεμικών δεκαετιών του ’20 και του ’30. Παραπέρα υπάρχει όμως ολόκληρη η ελληνική κοινωνία, όπως ζυμώνεται μέσα στις εντάσεις, στις αντιθέσεις και στις τραγικές συγκρούσεις, που συνέβησαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο του 1944-49. Μια κοινωνία που παλεύει να βρει την ταυτότητά της πιεζόμενη από την ξένη εξάρτηση και παράλληλα αποπειρώμενη να συνειδητοποιήσει το βάθος των δικών της δυνάμεων, που θέλουν να πουν κάποια «όχι», να προβούν στις δικές τους υπερβάσεις. Μια κοινωνία όπως τη βλέπει κυρίως εκείνος που είναι με την πλευρά των «όχι», με την πλευρά των υπερβάσεων!
Και το νέο βιβλίο του Νενεδάκη Αδεια Ηνιοχείας αναφέρεται στη μεσοπολεμική κοινωνία του Ρεθύμνου γι’ αυτό και αποτελεί συνέχεια των Βουκέφαλων και ο ίδιος ο συγγραφέας το αποκαλεί Βουκέφαλοι 2 , στα καθιερωμένα κοινωνικά πρότυπά της, στις κυρίαρχες στάσεις της, στις φανερές ή υπολανθάνουσες αντιθέσεις της και σε εκείνες τις παντέρημες τελικά φωνές της που τόλμησαν να ελέγξουν και να κριτικάρουν τις στερεότυπες πρακτικές της. Ο συγγραφέας προσπαθεί κυρίως να εκφρασθεί με τη γλώσσα των πραγμάτων, αποφεύγοντας τον επιτηδευμένο και ιδιαίτερα φορτωμένο λόγο.
Από τη μια ο κόσμος των ευυπόληπτων πολιτών οι πλούσιες οικογένειες που προσφέρουν φιλανθρωπικό έργο, οι καθηγητές γυμνασίων με τις αυστηρές αρχές, οι πρόξενοι, οι μεγαλέμποροι, οι άνθρωποι των αρχών κτλ. και από την άλλη οι μικρασιάτες πρόσφυγες που δεν μπορούν ακόμη να βολευτούν, περιφρονημένοι σχεδόν από όλους, ποικίλοι λαϊκοί τύποι π.χ. ο Γκόγκος, οι «ταμπάκηδες», το στραβόξυλο, ο πατέρας της Χρυσής κ.ά. , μικροαστοί και μικρομαγαζάτορες που προσπαθούν να ανεβούν οικονομικά προσαρμοζόμενοι στις νέες συνθήκες δηλαδή μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και το φευγιό των Τούρκων που είχαν και τις μεγάλες περιουσίες και ο δημοσιογράφος Δρακάκης με τη μαχητική του εφημερίδα «Αστραπή», που έχει βάλει σκοπό να φωτίσει τις σκοτεινές γωνιές της ζωής αυτής της απομακρυσμένης κρητικής πολιτείας. Ακόμη είναι και η Χρυσή, η προσφυγοπούλα, που μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και στην κακοτυχία, που έχασε μικρή τη μάνα της και βγήκε γρήγορα στη δουλειά, που γνώρισε τον έρωτα σχεδόν βιαζόμενη, που κατάντησε να δουλεύει ως καθαρίστρια στα μπορντέλα της πόλης για να μπορέσει να ζήσει με ένα εξώγαμο παιδί στην πλάτη.
Ο Δρακάκης που ήταν υπαρκτό πρόσωπο και η Χρυσή αποτελούν δύο ανθρώπους-σύμβολα: ο ένας εκπροσωπεί τη θαρραλέα φωνή του κριτικού ελέγχου των «κακώς κειμένων» μιας κοινωνίας που δεν μπορεί πραγματικά να σταθεί στα δικά της γερά πόδια, τη φωνή της αυτόνομης σκέψης, της στάσης εκείνης που ξεσκεπάζει την υποκρισία και τη συμβιβαστική κοινωνική ηθική του κομφορμισμού. Η άλλη εκπροσωπεί τον ουσιαστικά απροστάτευτο κόσμο, που δεν διαθέτει κανένα προνόμιο ή πρόσβαση στην εξουσία και που αναγκάζεται να κάνει χίλιους δυο συμβιβασμούς και υποχωρήσεις για να μπορέσει να επιβιώσει όπως όπως. Ο κόσμος που στηλιτεύει ο πρώτος ουσιαστικά δεν είναι διατεθειμένος να φροντίσει για την προστασία και την προκοπή του δεύτερου, αν και τον χρησιμοποιεί για να δείξει τη μεγάθυμη φιλάνθρωπη διάθεσή του (μια άλλη ακόμη εκδοχή της γενικότερης υποκρισίας του λεγόμενου «καλού κόσμου»).
Ο Δρακάκης και ο κάθε Δρακάκης τελικά από το κοινωνικό του περιβάλλον απομονώνεται και αποβάλλεται. Η κοινωνία του συμφέροντος, της επιτηδευμένης υποκρισίας, της απονιάς, του διανοητικού λήθαργου και της επιδερμικής οικονομικής επιτυχίας αντιδρά και χτυπά αμείλικτη τον αμφισβητία της. Τελικά ο θαρραλέος και μορφωμένος δημοσιογράφος μη προσαρμοζόμενος εγκαταλείπει την πολιτεία και καταλήγει μακριά της να πεθάνει τελικά από πείνα! Πρόκειται για μια ακραία περίπτωση της εξαιρετικά δύσκολης πορείας κάθε ασυμβίβαστου αμφισβητία των συμβατικών προτύπων και των κατεστημένων συμφερόντων μιας παραδοσιακής κοινωνίας.
Γιατί τα όσα συνέβαιναν στην επαρχιωτική κοινωνία του Ρεθύμνου κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και ό,τι ειδικά συνέβη στον επαναστατήσαντα δημοσιογράφο θα μπορούσαν να παρατηρηθούν και σε άλλες επαρχιωτικές πόλεις της Ελλάδας την ίδια εποχή ή και αργότερα (ας θυμηθούμε, π.χ., την Πρέβεζα του Καρυωτάκη). Ενας κόσμος ρουτίνας, κλειστών οριζόντων, καλυμμένων αδικιών και ατιμιών, επιδερμικών επιτυχιών και κοινωνικών διακρίσεων, που ουσιαστικά δεν διαθέτει πνευματικότητα βάθους και δυνατότητες αυτοδύναμης πορείας. Κάπου μιμείται, κάπου ζει με τις σκιές κάποιων όχι δικών του προτύπων, κάπου δυσκολεύεται να παραδεχθεί και να αξιοποιήσει γνήσια τις δικές του εσωτερικές δυνάμεις, κάπου τελικά επαναλαμβάνεται ανιαρά και αδυνατεί να κρύψει τη βαθύτερη γύμνια και τη ρηχότητά του.
Ο κ. Φίλιππος Νικολόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.