dionysos@panteion.gr
Οταν το 1927 ο Χάιντεγκερ συνέβαλλε με το Είναι και χρόνος στη γιγαντομαχία περί της ουσίας ή του νοήματος του Είναι, γνώριζε πολύ καλά ότι η αναγκαιότητα να διανοιχθεί μια νέα περιοχή του Είναι συνδέεται άρρηκτα με τη δημιουργία μιας καινοτόμου γλώσσας εντός της οποίας «η περιπλοκή στη διαμόρφωση των εννοιών και η τραχύτητα της έκφρασης αναπόφευκτα θα αυξηθούν». Ακολουθώντας τα ίχνη των χαϊντεγκεριανών μονοπατιών της σκέψης, ο προσφάτως εκλιπών γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά επιχείρησε να επαναδιατυπώσει τα ερωτήματα της μεταφυσικής παράδοσης μέσω της δημιουργίας νέων σχημάτων και τρόπων του λόγου, έχοντας ωστόσο πλήρη επίγνωση του ότι κανείς δεν μπορεί να υπερβεί απόλυτα τη γλώσσα της μεταφυσικής (λ.χ., να σκέπτεται μέσα από αντιθέσεις ή αιτιακές σχέσεις), αφού είναι αναγκασμένος να προσφεύγει στα προδιαγεγραμμένα σχήματά της. Μολαταύτα, η ντεριντιανή γλώσσα επιχειρεί να αποδομήσει έστω και περιστασιακά το συντακτικό και το λεξιλόγιο του φιλοσοφικού λόγου με την εισαγωγή μεταφορικών «εννοιών» που λόγω της συμπληρωματικής τους δομής ματαιώνουν τη δημιουργία ενός μεταφυσικού συστήματος βασισμένου σε μία κεντρική έννοια (σημαινόμενο), η οποία θα διαρρήγνυε την αλυσιδωτή διολίσθηση των σημαινόντων. Ιδού μερικές «ολισθηρές» λέξεις της φιλοσοφίας του, στις οποίες εν προκειμένω αδυνατούμε να «σταθούμε»: υμένας, ομφαλός, τύμπανο, φάρμακο, στίγμα, ίχνος, έμβολο, παράκαμψη, έκλειψη, ελιγμός, ξεχείλισμα, πρό-γραμμα, λοξότητα, απόθεμα, τυφλό σημείο, καρτ ποστάλ, τηλεπάθεια κ.ο.κ.
* Αποδόμηση
Αν και αυτό που ο Ντεριντά ονομάζει «αποδόμηση» μπορεί να τυποποιηθεί σε κανόνες και τεχνικές, εν τούτοις δεν αποτελεί «μέθοδο» ούτε επιστημονική κριτική, επειδή μια μέθοδος είναι μια τεχνική της διερώτησης ή της ανάγνωσης ικανή να χρησιμοποιηθεί κατ’ επανάληψη σε διάφορους συσχετισμούς, χωρίς να λάβει υπόψη της τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καθεμιάς περίπτωσης. H αποδόμηση δεν είναι τεχνική ανάγνωσης κειμένων με τη στενή τους σημασία. Προϋποθέτει τη γενίκευση της έννοιας της γραφής και του κειμένου πέραν της έννοιας του «βιβλίου». H «γενικευμένη» αυτή έννοια της γραφής μπορεί να εκλάβει ως «κείμενο» ή «γραφή» εξίσου έναν θεσμό, ένα σώμα, έναν χορό ή μια πόλη. Από την άλλη, η αποδόμηση δεν μπορεί να ταξινομηθεί σαν ένα ειδικό «γνωστικό αντικείμενο» των πανεπιστημιακών σπουδών. Δεν αποτελεί μια συγκεκριμένη μάθηση, αλλά μάλλον μια ατέρμονη διεργασία των μαθήσεων – μια κίνηση που, κυριολεκτικά, δια-σχίζει πλαγίως όλα τα είδη του λόγου, διαταράσσοντας τα όριά τους, χωρίς όμως να δημιουργεί νέες ολότητες ή ιεραρχίες. H αποδόμηση δεν επιχειρεί να κυριαρχήσει πάνω σε κάποια περιοχή· απεναντίας, καταφάσκει τη δομική αστάθεια που χαρακτηρίζει όλα τα θεωρητικά συστήματα.
Επίσης, δεν πρόκειται για «ερμηνευτική» μέθοδο αναζήτησης της ενότητας ή της ταυτότητας ενός δεδομένου νοήματος (περιεχομένου ή σημασίας) συγκαλυμμένου στο βάθος του κειμένου, επειδή το νόημα, ιδωμένο συνήθως ως τελευταία στρωμάτωση ενός κειμένου, είναι ήδη πάντα διηρημένο και πολλαπλό, καθιστώντας έτσι αδύνατη την πλήρη περισυλλογή του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ένα κείμενο δεν έχει νόημα(!), αλλά ότι μπορεί να έχει νόημα ακριβώς επειδή η καταγωγή του νοήματος οφείλεται σε μια προγενέστερη διαφορά εκ της οποίας αναδύεται ανέκαθεν καθυστερημένο, μετατοπισμένο ή συμπυκνωμένο. Το νόημα (λ.χ. του ονείρου) αναδεικνύεται μετά την αποδόμησή του ως αποτέλεσμα ενός συσχετισμού στοιχείων (λ.χ., γραμμάτων, φωνημάτων) που καθαυτά δεν έχουν – όπως και τα μαθηματικά σύμβολα – κανένα νόημα.
* Λογο-φωνο-κεντρισμός
Σύμφωνα με την ερμηνεία του Ντεριντά, ο Πλάτωνας εγκαινιάζει μια εποχή απώθησης της γραφής (με την ευρεία της σημασία ως χωροποίησης και χρονοποίησης), στον κλοιό της οποίας συγκροτούνται η φιλοσοφία ως επιστήμη και η αλήθεια ως ενότητα του λόγου και της φωνής. H ιστορία αυτή της κυριαρχίας του φωνητικού σημειωτικού συστήματος μπορεί πλέον να διαγραφεί, επειδή η απώθηση της γραφής (λ.χ., ως ιδεογράμματος ή εικονογράμματος) δεν ολοκληρώθηκε χωρίς να αφήσει πίσω της ίχνη (επιστροφή του απωθημένου). Εν όψει της εμφάνισης των νέων ψηφιακών μέσων αποθήκευσης, επεξεργασίας και μεταβίβασης πληροφοριών, ο γάλλος φιλόσοφος διαπιστώνει την εκπνοή του λογοφωνοκεντρισμού, όχι όμως και το τέλος της γραφής με τη ευρεία της σημασία. Οπως έχει πει χαρακτηριστικά, η αποδόμηση δεν νοείται σήμερα χωρίς κομπιούτερ. Ο φωνητικός γραμμικός κώδικας αντικαθίσταται από μια αλγεβρική γραφή που οφείλει την αρχιτεκτονική της στις νέες ηλεκτρονικές μνημοτεχνικές. Ο λόγος περί εκπνοής του λογοφωνοκεντρισμού έχει σαφέστατα στρατηγική σημασία αφού στοχεύει στην καρδιά τού κατ’ εξοχήν μεταφυσικού ιδεολογήματος: την παρουσία του υποκειμένου μέσα στην πνοή (φωνή) του. Ηδη ο γερμανός φιλόσοφος Λάιμπνιτς (αργότερα ο Χούσερλ) εξέφρασε με απόλυτη καθαρότητα την απειλή που έρχεται από μια μη φωνητική, «τεχνητή» γλώσσα καθαρών συνδυασμών μεταξύ κενών συμβόλων, η οποία «κόβει την ανάσα» της υποτιθέμενης «φυσικής» μας γλώσσας. Ο ψηφιακός υπολογισμός καθαρών σημαινόντων, ο χειρισμός καθαρά κενών μαθηματικών συμβόλων δεν απαιτεί πλέον απολύτως καμία αναφορά στην παρούσα στον εαυτό της υποκειμενικότητα μέσω της «φωνής» (Λάιμπνιτς).
* Διαφωρά
H ντεριντιανή έννοια της διαφωράς, που είναι συγχρόνως και μια ανήκουστη διαφορά του γράμματος, αποστασιοποιείται από την αντίστοιχη εγελιανή διαλεκτική έννοια της διαφοράς μέσω μιας ριζοσπαστικής σκέψης σχετικά με την περατότητα και τη θνητότητα του ανθρώπου, όπως αυτή έχει ήδη προαναγγελθεί στο Πέραν της αρχής της ηδονής του Φρόυντ και στο Είναι και χρόνος του Χάιντεγκερ. Διά μέσου της διαφωράς ο Ντεριντά στοχάζεται τόσο την αυτοσχεσία της πεπερασμένης ύπαρξης καθ’ οδόν προς τον δικό της θάνατο όσο και τη συνθήκη δυνατότητας της ίδιας της γραφής. Ο χρονικός ορίζοντας του Είναι ανοίγεται πάντα εκεί όπου πραγματευόμαστε τη σχέση μας με τον θάνατο ως είναι προς θάνατο (Χάιντεγκερ)· ανοίγεται μέσω μιας αναβλητικής δύναμης, η οποία οφείλεται με τη σειρά της σε εκείνη τη δραστηριότητα που ο Ντεριντά ονομάζει «γραφή». Πρώτιστα η γραφή, ως χρονικότητα και χωρικότητα, καθιστά δυνατή τη συστηματική μετατόπιση της παρουσίας του νοήματος της ζωής σε ό,τι υπολείπεται της ίδιας ως ελευσόμενο μέλλον της. H ζωή βιώνεται μόνο μέσα από την εμπειρία του θανάτου της, το ζωντανό πνεύμα μέσα από το νεκρό γράμμα, το νόημα μέσα από την απουσία νοήματος. Διαφέρω και, άρα, αναβάλλω την παρουσία (του θανάτου μου, του αντικειμένου της επιθυμίας) για να ανοίξω έναν χωρόχρονο ζωής. Ο Ντεριντά κατανοεί εν τέλει αυτή τη διαφωρά – το σχίσμα δηλαδή που χαράσσει η αναβολή μες στον παρόντα χρόνο καθώς και τη χρονική υστέρηση μεταξύ της αρχής της πραγματικότητας και της αρχής της ηδονής (η ζωή, ο πόθος ως ένας ελιγμός του θανάτου) – ως τόπο ανάδυσης της γραφής.
* Συμπλήρωμα
H ενδελεχής ενασχόληση του Ντεριντά με το ερώτημα περί της γραφής οδηγεί σε μια επαναξιολόγηση της έννοιας του συμπληρώματος, αφού η γραφή είναι υποκατάστατο όχι μιας «πραγματικής» αλλά μιας ήδη αναβεβλημένης παρουσίας. Ο άνθρωπος είναι το ον που φέρει το στίγμα της καθυστέρησης· δεν μπορεί να βιώσει ποτέ σε απόλυτα πραγματικό χρόνο τον κόσμο και τον εαυτό του. H επιθυμία του για μια καθαρή παρουσία πηγάζει ακριβώς από την αδυνατότητά του να βιώσει την υποκειμενικότητά του δίχως να την απολέσει, διανοίγοντάς την στον χωρόχρονο. Ακολουθώντας το οδηγητικό νήμα της γραφής, ο Ντεριντά οδηγείται έτσι σε μια λογική της συμπληρωματικότητας: δηλαδή, στη διάνοιξη ενός παιχνιδιού μεταξύ παρουσίας και απουσίας, το οποίο μας μεταθέτει στην εσωτερικότητα της εξωτερικότητας του εσωτερικού κόσμου. Πρόκειται για διαφωρά που παράγει συμπληρώματα. Ο Ντεριντά ανάγει σε γραμματολογική αρχή την όψιμη σωσυριανή ενόραση, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν φωνήματα προ των γραφημάτων. Αυτό σημαίνει ότι η προφορική γλώσσα είναι ήδη συμπλήρωμα, μια επίσης υλική μορφή γραφής, αφού και αυτή λειτουργεί επί τη βάσει φωνητικών διαφορών. Ετσι όμως η αναγκαιότητα του συμπληρώματος απαλλάσσεται από το στίγμα της έλλειψης, το δε συμπλήρωμα γίνεται αντικείμενο μιας νέας απεριόριστης κατάφασης: είναι ανέκαθεν συμπλήρωμα συμπληρώματος.
* Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης και το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών διοργανώνουν εκδήλωση για τον Ντεριντά, αύριο Δευτέρα στις 7.30 μ.μ., στο Θέατρο Χυτήριο, Ιερά οδός 44. Θα μιλήσουν οι μελετητές και μεταφραστές του έργου του Γιώργος Βέλτσος, Δημήτρης Δημηρούλης, Χρήστος Λάζος, Αριστείδης Μπαλτάς, Βαγγέλης Μπιτσώρης, Γιώργος Φαράκλας, ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αλέν Φορ και ο διευθυντής του ΕΚΕΜΕΛ Αρης Μπερλής.