Μια αναλυτική παρουσίαση της στάσης της Εκκλησίας της Ελλάδος από τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής ως και το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου επιχειρεί ο Γιώργος Ν. Καραγιάννης με το βιβλίο του Η Εκκλησία από την Κατοχή στον Εμφύλιο.
Το βιβλίο του Γ. Ν. Καραγιάννη συμβάλλει ουσιαστικά στη συμπλήρωση των «λευκών σελίδων» της ιστορίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μια ιστορία η οποία στα 168 χρόνια που μεσολάβησαν από την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου ως τις ημέρες μας χαρακτηρίστηκε από τη συνύπαρξη, την κοινή πορεία και την αλληλοϋποστήριξη Εκκλησίας και Κράτους και τη διαμόρφωση ενός πλαισίου σχέσεων το οποίο επηρεάστηκε κυρίως από τις επεμβάσεις της Πολιτείας στην Εκκλησία.
Ο Γ. Ν. Καραγιάννης παρουσιάζει άγνωστα ντοκουμέντα της δραματικής δεκαετίας 1940-1950 και κυρίως της περιόδου 1946-1949. Χρόνια κατά τα οποία η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος και των ηγετικών της κύκλων ήταν καθοριστική για την έκβαση της πολιτικής σύγκρουσης Αριστεράς – Δεξιάς.
Κεντρικά πρόσωπα στο βιβλίο αναδεικνύονται κατά τα χρόνια της Κατοχής, όταν ο αγώνας κατά των κατακτητών είχε άμεση σχέση με τη διαπάλη για την πολιτική εξουσία και τη μελλοντική τύχη της χώρας, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός που λόγω αξιώματος δρούσε στο προσκήνιο και ο προκάτοχός του Χρύσανθος, από το παρασκήνιο.
Οπως σημειώνει ο συγγραφέας, ο «βενιζελικός» Δαμασκηνός εθεωρείτο από τους Βρετανούς το κατ’ εξοχήν ικανό πρόσωπο για να συσπειρώσει γύρω του ευρύτατα στρώματα λαού με στόχο την εξασφάλιση της συνέχειας του αστικού καθεστώτος και την αποτροπή της νίκης των δυνάμεων της Αριστεράς. Με τους ίδιους στόχους, από το στρατόπεδο των βασιλικών όμως, εκινείτο και ο Χρύσανθος, ο οποίος ήταν εκπρόσωπος του Γεωργίου Β’ στην κατεχόμενη Ελλάδα και καθοδηγητής μαχητικών αντικομμουνιστικών ομάδων.
Την ίδια περίοδο μια μεγάλη μερίδα μελών της Ιεράς Συνόδου αντιτάχθηκε στο αντιστασιακό κίνημα και κάλεσε τον λαό να απομονώσει τις αντιστασιακές οργανώσεις και να αποδεχθεί τη συνύπαρξη με τους κατακτητές. Δεν έλειψαν επίσης και οι ιεράρχες που προτίμησαν την ασφάλεια της Αθήνας από την ανασφάλεια των επαρχιών τους.
Την ίδια εποχή όμως και για πρώτη φορά στην ιστορία της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος μέσα στους κόλπους της αναπτύσσεται ένα ισχυρό ρεύμα συμπόρευσης με τις αντιστασιακές οργανώσεις και τις δυνάμεις της Αριστεράς. Μητροπολίτες όπως οι Κοζάνης Ιωακείμ, Ηλείας Αντώνιος και Χίου Ιωακείμ εντάσσονται στο ΕΑΜ. Αλλοι όπως οι Σάμου Ειρηναίος και Χαλκίδος Γρηγόριος συνεργάζονται με τις ΕΑΜικές οργανώσεις. Μεγάλη είναι και η συμμετοχή κατώτερων κληρικών όχι μόνο στις πολιτικές αντιστασιακές οργανώσεις αλλά και στις μονάδες του ΕΛΑΣ.
Ολα αυτά αλλάζουν μετά τον Δεκέμβρη, τη Βάρκιζα και τον αφοπλισμό της Αριστεράς. Οι ΕΑΜικοί κληρικοί απομακρύνονται και όσο η χώρα διολισθαίνει στον Εμφύλιο η Εκκλησία και οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις μετατρέπονται σε ισχυρό βραχίονα του ιερού αντικομμουνιστικού αγώνα. Και η Πολιτεία ποδηγετεί την Εκκλησία ως ιδεολογικό (και όχι μόνο) μηχανισμό.
Η συνεργασία αυτή, όπως αναλύεται με πλήθος στοιχείων στο βιβλίο, αλλά και η ανοχή της επίσημης Εκκλησίας στην τρομοκρατία των συμμοριών της Ακροδεξιάς, στους βασανισμούς χιλιάδων πολιτών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες, είχαν και τη θεωρητική θεμελίωσή τους. Σε «άρθρα γραμμής» κορυφαίων παραγόντων της Εκκλησίας μέσα από τα επίσημα έντυπά της ο μαρξισμός χαρακτηριζόταν εγκληματική ιδεολογία και οι κομμουνιστές άνθρωποι εκθηριούμενοι που έπρεπε να αντιμετωπισθούν ως εγκληματίες.
Ο συγγραφέας σημειώνει όμως ότι, παρά τη σκληρότητα του Εμφυλίου Πολέμου, η Εκκλησία δεν προχώρησε σε αφορισμό των οπαδών της Αριστεράς, όπως έκανε εκείνα τα χρόνια η Καθολική Εκκλησία. Μάλιστα στο βιβλίο παρατίθεται και η αρνητική απάντηση της Ελλαδικής Εκκλησίας μέσω γνωματεύσεως του καθηγητή Αμίλκα Αλιβιζάτου σε σχετικό ερώτημα της Εκκλησίας της Κύπρου.
Ιδιαίτερα επίκαιρο, λόγω της επικείμενης επίσκεψης του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ και της πολεμικής που ξεσήκωσε η αποδοχή της από την Εκκλησία της Ελλάδος, είναι το κεφάλαιο που αναφέρεται στις σχέσεις με το Βατικανό. Τότε που μεσούντος του Εμφυλίου Πολέμου αναβίωσε το παλιό δίλημμα «τουρκικόν φακιόλιον ή λατινική καλύπτρα;» μετά τις πιέσεις που δέχθηκε η Εκκλησία της Ελλάδος να συναινέσει στη σύναψη διακρατικών σχέσεων μεταξύ του Βατικανού και του Βασιλείου της Ελλάδος στο όνομα της μάχης κατά του «κοινού εχθρού»: του πανσλαβισμού και του κομμουνισμού. Παρά τις πιέσεις των Αμερικανών και των Βρετανών και τη θετική στάση της κυβέρνησης των Αθηνών, η απάντηση της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν κατηγορηματική: για την Ελλαδική Εκκλησία αντίπαλοι δεν ήταν μόνο ο πανσλαβισμός και κομμουνισμός αλλά και ο παπισμός, ο οποίος για αιώνες ακολουθούσε επεκτατική πολιτική κατά των ορθοδόξων.
Γίνεται ακόμη προσπάθεια να φωτισθούν ορισμένα σημεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ουσιαστικότερη ερμηνεία σημαντικών πτυχών της νεότερης ιστορίας μας. Οπως είναι ο ρόλος της οργάνωσης «Ζωή» και οι προσπάθειες για τη δημιουργία και στη χώρα μας ενός χριστιανοδημοκρατικού πολιτικού σχηματισμού στα πρότυπα των ευρωπαϊκών χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων· οι δεσμοί που δημιουργήθηκαν στα χρόνια του Εμφυλίου μεταξύ της Εκκλησίας και των Ενόπλων Δυνάμεων, τότε που οι νεαροί αξιωματικοί, μεταξύ αυτών και οι πρωτεργάτες του απριλιανού πραξικοπήματος, συμμετείχαν στους «Κύκλους» της «Ζωής» μαθαίνοντας για την ανάγκη οικοδόμησης της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών»· ο ρόλος των Αμερικανών στην άνοδο του Αθηναγόρα στον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινούπολης ώστε το Πατριαρχείο να αποτελέσει το κυριότερο εμπόδιο στην αύξηση της επιρροής του Πατριαρχείου της Μόσχας.
Ο συγγραφέας παραθέτει πλήθος ιστορικών στοιχείων αντλημένων από αρχεία, αφηγήσεις πρωταγωνιστών της εποχής, εφημερίδες και περιοδικά μαζί με ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό, βιογραφικά, χρονολόγιο και κείμενα που δίνουν το στίγμα της εποχής.
Ενα υλικό που βοηθάει στην απαραίτητη σήμερα υπενθύμιση της Ιστορίας. Σήμερα που και στη χώρα μας οι ιδέες του «ιντεγρισμού», της δημιουργίας δηλαδή μιας κοινωνίας ταυτισμένης με το περιεχόμενο της θρησκείας, προπαγανδίζονται και από επίσημα χείλη, η γνώση των όσων έγιναν εκείνα τα τραγικά χρόνια είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη.