Πριν από λίγα χρόνια, ένα βράδυ του χειμώνα που τέλειωνε, στη rue de Lourmel, στο πολυεθνικό και πολύγλωσσο 15ο Διαμέρισμα του Παρισιού, στο λιβανέζικο εστιατόριο al-Wadi, τρεις φίλοι συγγραφείς τρώνε αραβικούς μεζέδες και πίνουν κρασί: ένας αυστριακός πεζογράφος και δύο ποιητές, ένας σύρος και ένας έλληνας. Και οι τρεις ζουν στο Παρίσι, ο Πέτερ Χάντκε έχει από τη μητέρα του σλοβενικές προσμείξεις, ο Αλί Αχμέτ Σαΐντ έχει αποποιηθεί το αραβικό του όνομα για το μυθικό Αδωνις, ο Δημήτρης Αναλις έχει γεννηθεί στην Αθήνα αλλά γράφει στα γαλλικά. Ο Αδωνις και ο Αναλις μιλούν, ο Χάντκε περισσότερο παρακολουθεί. Δεν πρόκειται ακριβώς για έναν διάλογο, αλλά περισσότερο για τους παράλληλους μονολόγους δύο μεσογειακών ποιητών. Και οι δύο όμως οριοθετούνται έναντι του δυτικού κόσμου και, σαν να τον παρατηρούν ο ένας από κάποιο χωριό της Συρίας και ο άλλος από κάποιο νησί των Κυκλάδων, του αντιπαραθέτουν μιαν άλλη αντίληψη για τον χρόνο και την ελευθερία, για την πραγματικότητα και την ποίηση, μιαν αντίληψη διαμορφωμένη κάτω από ένα διαφορετικό φως και με την υποβολή άλλων, χαμένων πολιτισμών. Ο Χάντκε τούς προτείνει να καταγράψουν υπό μορφήν διφωνίας αυτή τη συμπαγή ποιητική ένσταση και έτσι προκύπτει η ανταλλαγή 18 επιστολών από τις 15 Ιουνίου ως τις 15 Σεπτεμβρίου 1998. Ο Χάντκε τις μεταφράζει στα γερμανικά και ο αυστριακός εκδοτικός οίκος Jung und Jung τις παρουσίασε στην 53η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης, προτού καν εκδοθεί το γαλλικό πρωτότυπο, με τον τίτλο Υπό το φως του χρόνου. Αλληλογραφία.
Ηταν μια φθινοπωρινή ημέρα του 1944 στο χωριουδάκι Κασαμπίν της Βόρειας Συρίας. Ενα μικροκαμωμένο δεκατετράχρονο αγόρι, φτωχικά ντυμένο αλλά με μάτια που σπιθίζουν, βλέπει στην άκρη της δημοσιάς μαζεμένο κόσμο. Την ημέρα εκείνη μιλά στους χωρικούς ο πρόεδρος της νεοσύστατης Συριακής Δημοκρατίας Σούκρι αλ Καβάτλι. Ο μπόμπιρας πλησιάζει την εξέδρα και όταν ο πρόεδρος τελειώσει την ομιλία του, εν μέσω των χειροκροτημάτων, σκουντά έναν αστυνομικό. «Θέλω να μιλήσω στον πρόεδρο». «Τσακίσου από ‘δώ», τον αγριοκοιτάζει το όργανο της τάξεως. Ενας από τους συνοδούς του προέδρου πλησιάζει. «Θέλω να χαρίσω στον πρόεδρο ένα ποίημα» επιμένει ο μικρός. Λίγα λεπτά αργότερα, μετά το πρώτο κόμπιασμα, ο Αλί Αχμέτ με αργή, μελωδική φωνή απαγγέλλει το ποίημά του. Ο κόσμος ξεσπά σε επευφημίες. Ο πρόεδρος του σφίγγει το χέρι και τον ρωτά τι δώρο θέλει. «Θέλω να πάω στο σχολείο» είναι η απάντηση. Ο μικρός θα πάει όντως σε λίγο στο γαλλικό γυμνάσιο της Ταρτούς και με το τυχαίο κατ’ αρχήν ψευδώνυμο Αδωνις θα δημοσιεύσει το πρώτο του ποίημα σε μια εφημερίδα της Λατάκιας. Ετσι γεννήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους άραβες ποιητές του 20ού αιώνα, που διατήρησε το ψευδώνυμο Αδωνις (Ασματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού, Αγρα, 1996. Χρόνος, Τόποι, Δοξαστικά, Ινδικτος, 1998) για να υποδηλώνει συνειδητά πια τη μετοχή του στον πολιτισμό των «ειδωλολατρών», πέρα από θρησκευτικά και εθνικά σύνορα. Αγνοώντας το του Κορανίου, ότι οι ποιητές «ακολουθούσιν απάσας τας τρίβους ως άφρονες, τους δε ποιητάς ακολουθούσιν οι πεπλανημένοι».
Εκείνο το φθινόπωρο του 1944, στην άλλη όχθη της ίδιας θάλασσας, ο εξάχρονος Δημήτρης Αναλις, γιος ενός προμηθευτή του στρατού που είχε φυλακιστεί, με τη μητέρα του άρρωστη, βρίσκεται στα χέρια της Ζαν, μιας Γαλλίδας που είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα με τον έλληνα σύζυγό της ελπίζοντας να αποφύγει τον πόλεμο. Ετσι ο Δημήτρης μαθαίνει πρώτα γαλλικά και μετά ελληνικά. Δεν έχει να ξεπεράσει, όπως ο Αδωνις, μια κραταιά θρησκεία, αλλά να αποκοπεί από το κράτος της οικογένειας, από το «σκοτεινό βάρος του πατέρα και της μητέρας», όπως γράφει δεκαετίες αργότερα στην αλληλογραφία του με τον σύρο ομότεχνο. Οχημα αυτής της αποκοπής είναι η ποίηση ως «πράξη ελευθερίας», ποίηση στα γαλλικά, «τη γλώσσα» όπως μας είπε «όχι της πραγματικότητας, αλλά της αλήθειας». Γράφει τα πρώτα του ποιήματα στο γυμνάσιο, σπουδάζει στο Παρίσι και στη Λωζάννη, δημοσιογραφεί και μεταφράζει, ασχολείται με τα δικαιώματα των μειονοτήτων, για ένα διάστημα διατελεί σύμβουλος διεθνών σχέσεων στο υπουργείο Εξωτερικών. Αυτόν τον πλάνητα επαγγελματικό βίο συνοδεύει όμως ένα σταθερό νήμα: η ποιητική δημιουργία. Αν και ως σήμερα ελάχιστα έργα του έχουν αποδοθεί στα ελληνικά (Ποίηση 17, 2001), έχει δημοσιεύσει 11 ποιητικές συλλογές και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Ο Αδωνις και ο Αναλις συνομιλούν για το απηνές φως του νότιου ήλιου, «κάτω από το οποίο το να μιλάς για την ευτυχία ή τη δυστυχία είναι το ίδιο», για τις μεσογειακές πολιτείες, «τα μειονεκτήματα των οποίων είναι ταυτόχρονα και πλεονεκτήματα: φιλοκέρδεια, αλαζονεία και επιπολαιότητα, αλλά και υπομονή και απεριόριστη ικανότητα επιβίωσης», για τους αργούς λαούς αυτής της θάλασσας «που το παρελθόν τούς είχε διδάξει ότι η βραδύτητα σήμαινε να παίρνουν την ίδια κατεύθυνση με τον χρόνο», για την ποίηση που ξεπηδά «σε στιγμές απόλυτης μοναξιάς, όχι επειδή δεν έχεις μιαν αγαπημένη ή φίλους γύρω σου, αλλά επειδή είσαι ανίκανος αυτές τις στιγμές να τους ομολογήσεις ή να παραπονεθείς για το παραμικρό».
Οι διαλογισμοί αυτοί προδίδουν δύο ποιητικές φυσιογνωμίες με συγγενείς καταβολές αλλά και διαφορετικές προδιαθέσεις. Ο Αδωνις εμφορείται από μια συνεσταλμένη ωριμότητα και μια μελαγχολική σωφροσύνη, ο Αναλις από μια αιχμηρή παρατηρητικότητα και μια αισιόδοξη στοχαστικότητα.
Τη στιγμή, π.χ., που ο Αναλις μέσα στον πλημμυρισμένο από εικόνες κόσμο μας, έναν κόσμο «όπου η ταχύτητα συμβαδίζει με την αμνησία», ρωτά πότε θα ξεσπάσει «επιτέλους μια εικονομαχία κατά του εικονικού κορεσμού», ο Αδωνις αναρωτιέται: «Γιατί τα ποιήματά μας, έτσι όπως πετούν κυκλικά στους ουρανούς μας, μοιάζουν με καμπούρηδες πλανήτες;». Οταν οι ελληνικές ταβέρνες θυμίζουν στον Αναλι «τόπους λατρείας, γιατί εδώ η αγιότητα δεν τηρεί αποστάσεις από το εμπόριο», ο Αδωνις διερωτάται: «Πώς είναι δυνατόν να έχει κανείς την όποια σχέση με την τέχνη και την ποίηση όταν είναι σε θέση να πουλά τη θάλασσα και τον ήλιο;». Και όσην ώρα ο ηλιοπότης Αναλις οργίζεται για την προδοσία των αρχαίων θεών για χάρη του ενός σκυθρωπού Θεού πριν από αιώνες, διαισθάνεσαι ότι ο Αδωνις σιωπά γιατί στη δική του περίπτωση η εγκατάλειψη του Θεού υπήρξε προσωπική, επώδυνη πράξη.
Η αλληλογραφία των δύο ποιητών είναι για τον αναγνώστη μια επίπονη αλλά μοναδική ευκαιρία να εντρυφήσει στη σκέψη δύο σημαντικών εκπροσώπων μιας μοντέρνας ποίησης που έλκει την καταγωγή της από τη θάλασσα και τους παλιούς πολιτισμούς της. Και, γιατί όχι, να μάθει τι κάνουν οι ποιητές τις πιο καίριες στιγμές της ημέρας. Μερικές φορές το χάραμα ο Αναλις μετρά ξανά τις λέξεις που έγραψε τις τελευταίες ημέρες, όπως ο βοσκός μετρά τα πρόβατά του, όχι για να ελέγξει την ορθότητά τους αλλά για να δει αν είναι κουρασμένες, ταλαιπωρημένες ή ολοζώντανες στη θέση τους. Μερικές φορές το βράδυ ο Αδωνις εγκαταλείπεται στην κούραση σαν σε ένα είδος προθανάτου που τον εξοικειώνει ακόμη περισσότερο με τη ζωή, το σώμα τινάζει τις αλυσίδες της σκέψης και της λογικής και κολυμπά σε μια θάλασσα γεμάτη ανεξήγητες λιχουδιές, όπως όταν ήταν παιδί, ή γίνεται πεταλούδα που πετά, χωρίς να ξέρει γιατί ή για πού.
Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.