Πολυτάλαντος ο Ζ. Παπαντωνίου, με πολυσχιδή δραστηριότητα, μοιρασμένος σε πολλούς τομείς, αντιμετωπίστηκε αποσπασματικά για να περιπέσει μετά τον θάνατό του, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, σε αφάνεια. Χαράς ευαγγέλιον λοιπόν, γι’ αυτόν τον ευρωπαίο Ευρυτάνα, οι δύο μελέτες ώστε να τον γνωρίσουν ακέραιο οι νεότεροι και να τον θυμηθούν οι παλαιότεροι. Μάλιστα το βιβλίο του Μ. Σταφυλά, χάρη στη συνδρομή της «Πανευρυτανικής», θα φθάσει ως και τους Ευρυτάνες της Αμερικής. Τελικά όμως ο αναγνώστης και των δύο βιβλίων αισθάνεται διχασμένος ανάμεσα στον οίστρο του συντοπίτη τού Παπαντωνίου Μ. Σταφυλά και στο φιλολογικό κοσκίνισμα της Κοζανίτισσας Φ. Κεραμάρη. Σε κάθε περίπτωση, ο ζήλος και των δύο μελετητών δεν ανταποκρίνεται στην πάντα μικρή ζήτηση των, έτσι κι αλλιώς, λίγων βιβλίων του Παπαντωνίου.
Πολυγράφος, ωστόσο το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου του παραμένει δημοσιευμένο μόνο στα έντυπα της εποχής, εν μέρει και αθησαύριστο. Αν δεν του τύχαινε ένας θάνατος ξαφνικός (ανακοπή μέσα σε τραμ, καθ’ οδόν προς την Ακαδημία Αθηνών) και μάλλον πρόωρος (1η Φεβρουαρίου 1940, παρά δύο ημέρες 63 ετών), το πιθανότερο να φρόντιζε τα δημοσιεύματά του (από τα δώδεκα βιβλία που ο ίδιος εξέδωσε, επτά έγιναν την τελευταία δεκαετία του βίου του). Επιπροσθέτως φαίνεται πως ερωτοτροπούσε με την ιδέα της αυτοβιογραφίας. Εικασίες που θα έβρισκαν απάντηση αν διασωζόταν τουλάχιστον το αρχείο του. Διαφορετικές οι εκδοχές των δύο μελετητών για την τύχη του αρχείου Παπαντωνίου, το οποίο τελικά παραμένει άφαντο.
Λόγιος και αισθητικός ο Παπαντωνίου. Για τους περισσότερους είναι ο συγγραφέας του βιβλίου Τα ψηλά βουνά· «αυτό το αριστουργηματάκι», όπως το χαρακτήριζε, στις 4 Μαρτίου 1919, ο δάσκαλος στο Κεφαλόβρυσο Τριχωνίου, Δημήτρης Λουκόπουλος, σε επιστολή του προς τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Ενα πρώτο αναγνωσματάριο με μακριά ιστορία, καθώς του έμελλε να εκδοθεί και να επανεκδοθεί, όπως επίσης να καεί στην πλατεία Συντάγματος επί βασιλείας, το 1921, και να αποψιλωθεί επί μονοτονικού, πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, ομού μετά των βιβλίων της Π. Δέλτα. Οσο για τον αισθητικό Παπαντωνίου, τα τελευταία χρόνια που ξαναθυμηθήκαμε τον Γκρέκο, μνημονεύσαμε επί τροχάδην και τον Παπαντωνίου, τον μακρόβιο δεύτερο διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης (1918-1940), στον οποίον, εκτός πλείστων άλλων, οφείλεται και η αγορά του πρώτου Γκρέκο («Συναυλία των Αγγέλων», το 1931).
Διαφορετικής πνοής οι δύο μελέτες, απευθύνονται και στον μη ειδικό αναγνώστη. Εφ’ όλης της ύλης το βιβλίο του Μ. Σταφυλά στοχεύει να παρουσιάσει τον γνήσιο πνευματικό άνθρωπο, ανυποχώρητο και ρωμαλέο. Σε αντίθεση με τη μελέτη της Φ. Κεραμάρη, που περιορίζεται στις επιδόσεις του Παπαντωνίου στον πεζό λόγο (από όπου όμως εξαιρούνται τα παιδικά βιβλία και το θέατρο) και φέρει τα χαρακτηριστικά μιας διατριβής· καθένα κεφάλαιο εκκινεί με θεωρήσεις γενικής φύσεως, όπου αντανακλώνται οι απόψεις των δασκάλων της.
Η οποιαδήποτε βιβλιογραφία συνιστά πολύτιμη προσφορά στη νεοελληνική γραμματεία, που πάσχει από έργα υποδομής. Από αυτήν την άποψη η διατριβή της Φ. Κεραμάρη, όπου στο δεύτερο μέρος γίνεται μια πρώτη απόπειρα για την κατάρτιση βιβλιογραφίας Παπαντωνίου, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Αν και ένας δημοσιογράφος λογοτέχνης, όπως ο Παπαντωνίου, διευκολύνει τον βιβλιογράφο. Η έρευνα περιορίστηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες όπου εργάστηκε ο Παπαντωνίου και στα περιοδικά στα οποία ήταν συνεργάτης. Καταγράφονται 3.276 δημοσιεύματα, συγκεντρωμένα (όπως δείχνουν οι αριθμοί) κυρίως στο «Σκριπ» (1.037), «Το Αστυ» (204), το «Εμπρός» (1.146) και το «Ελεύθερον Βήμα» (591) (θα ήταν βοηθητική για τη συνέχεια η αναγραφή των εντύπων που αποδελτιώθηκαν). Αθησαύριστα παραμένουν τα δημοσιεύματα του Παπαντωνίου σε έντυπα της Εσπερίας (και λόγω της τριετούς παραμονής του στο Παρίσι, 1908-1911), καθώς και της επαρχίας (εξαιτίας του γενέθλιου τόπου αλλά και ένεκα της υπηρεσίας του ως νομάρχου, 1912-1918, όπως δείχνουν ορισμένες παραπομπές του Μ. Σταφυλά).
Το πρώτο μέρος της διατριβής κατανέμεται σε πέντε κεφάλαια μετά επιλόγου, σημειώσεων και ευρετηρίου. Συστηματική εργασία που εκκινεί με τον διηγηματογράφο Παπαντωνίου: Απρίλιο 1895, στην «Εικονογραφημένη Εστία», το πρώτο διήγημα, Ο ψωμάς, και το τελευταίο, Η κοπέλλα στο παράθυρο, 25.12.1938, στο «Ελεύθερον Βήμα». Το σύνολο, 52 διηγήματα, εκ των οποίων 30 συγκεντρώθηκαν σε τρεις συλλογές που μεταθανατίως συνενώθηκαν σε μία. Κατά τη μελετήτρια, το διήγημα του Παπαντωνίου δεν εξελίχθηκε στη διάρκεια της τεσσαρακονταετούς θητείας του σε αυτό. Με μέτρο σύγκρισης τα πρώτα αναστήματα της ελληνικής πεζογραφίας, συνοψίζει πως πρόκειται για «διανοητικές συλλήψεις ενός εγκεφαλικού συγγραφέα με μορφοπλαστική και όχι συνθετική φαντασία». Τόσο απερίφραστα. Λιγότερο απορριπτική δείχνεται για το χρονογράφημα και τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Παπαντωνίου. Οσο για τον λογοτεχνικό κριτικό, ιδιαίτερα τον τεχνοκρίτη, ο οποίος υπήρξε μεν πρωτοπόρος αλλά και αμφισβητούμενος κατά τις σημερινές εκτιμήσεις για ερασιτεχνισμό, περιορίζεται στη συγκέντρωση στοιχείων χωρίς αποφάνσεις.
Για την αποτίμηση του έργου του Παπαντωνίου, η Φ. Κεραμάρη ανακεφαλαιώνει απόψεις άλλων μελετητών. Παρομοίως, ο Μ. Σταφυλάς αφιερώνει ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ανθολόγηση κριτικών, το οποίο δένει με ανθολόγιο του ίδιου του έργου. Επιπλέον, συγκεντρώνει πληροφορίες για τον πατέρα του, τον δημοδιδάσκαλο Λάμπρο Παπαντωνίου, τον τόπο γέννησης, τις δύσκολες μέρες στη νομαρχία Σπάρτης και την υποδοχή στην Ακαδημία. Δυστυχώς, τελικά, οι επικαλύψεις και η εξωραϊστική τάση αδικούν τον ερευνητικό μόχθο του βιβλίου του. Να σημειώσουμε και ένα επαναλαμβανόμενο στα χρονολόγια Παπαντωνίου αβλέπτημα, ξεκινώντας από το αφιέρωμα στο περιοδικό «Διαβάζω»: Στο Παρίσι, ο Παπαντωνίου δεν εστάλη από την εφημερίδα «Εμπρός» του Αριστείδη Κυριακού. Διευθυντής τού «Εμπρός» από της ιδρύσεώς του (1896) και μέχρι του θανάτου του (1921) ήταν ο Δημήτριος Οικονόμου Καλαποθάκης. Πράγματι, ο Αρ. Κυριακός έστειλε τον Παπαντωνίου στο Παρίσι, το πιθανότερο ως ανταποκριτή του «Ταχυδρόμου», που τότε εξέδιδε, δεν στάθηκε όμως συνεπής στις υποχρεώσεις του, οπότε και με την παρέμβαση φίλων ο Παπαντωνίου προσελήφθη στο «Εμπρός».
Εν αναμονή των Απάντων Παπαντωνίου, που είθε να γίνουν με πρωτοβουλία των απανταχού Ευρυτάνων, ας διαβάσουμε τα πεζά του «ελάσσονος» Παπαντωνίου εν παραλλήλω με τα θερινά διηγήματα των εφημερίδων, που υπογράφουν οι μείζονες συγκαιρινοί μας.