Ο νέος Δαρβίνος και τα γονίδια


Είναι γνωστό ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούνται κάθε είδους μεγάλοι και, ποικίλων διαβαθμίσεων, πομπώδεις τίτλοι όταν πρέπει οι κοινοί θνητοί να συνειδητοποιήσουν πόσο πέτυχε κάποιος με αυτό με το οποίο καταπιάστηκε. Για παράδειγμα, στον κόσμο των επιχειρήσεων έχουμε τον Βασιλιά της Ρέγγας, του Ντοματόζουμου και της Γαλατόσκονης, στα πολιτιστικά φτιάχνονται αγάλματα για να τιμηθεί οÖ Ντόναλντ Ντακ ενώ υπάρχουν και μερικοί επιστήμονες που καταφέρνουν το ακατόρθωτο για τους περισσότερους συναδέλφους τους, να αναδειχθούν σε πρώτης γραμμής αστέρια των μέσων ενημέρωσης, όπως ο γνωστός σε όλους αστροφυσικός Καρλ Σάγκαν.


Τον Ιούνιο του 1996 το περιοδικό «Time» κατέτασσε τον θεωρούμενο αυθεντία στη μελέτη των κοινωνιών των μυρμηγκιών Εντουαρντ Οσμπορν Γουίλσον ανάμεσα στους 25 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Αμερική. Τώρα, μετά τον θάνατο του Σάγκαν, ίσως ο Γουίλσον να είναι ο πιο διάσημος επιστήμονας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εχοντας κατακτήσει δύο βραβεία Πούλιτζερ, απέκτησε πρόσφατα και τον τίτλοÖ Δαρβίνος ο Δεύτερος, που του απένειμε μάλιστα ο συγγραφέας των τάσεων και των νοοτροπιών Τομ Γουλφ.


Είναι αυτονόητο ότι σε μια χώρα σαν τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορείς να αποκτήσεις τόση επιρροή μόνο και μόνο από τις γνώσεις σου για τα μυρμήγκια, όσο πολλές και αν είναι αυτές. Ο Γουίλσον, όμως, βασιζόμενος στις πλούσιες εμπειρίες του από τον κόσμο των ζώων και στις γνώσεις του γύρω από τη βιολογία, προσπάθησε να συνδέσει τις φυσικές επιστήμες με τις κοινωνιολογικές δημουργώντας έτσι στον ενδιάμεσο χώρο καινούργιες θεωρίες που συγκροτούν ό,τι σήμερα αποκαλείται κοινωνιοβιολογία.


Φύση και αλτρουισμός



Με το βιβλίο του «Sociobiology» ο Γουίλσον δημιούργησε μεγάλη αναταραχή, από το 1975 κιόλας. Στις 697 μεγάλου σχήματος σελίδες του βιβλίου, πλήρεις από μετρήσεις και άλλα δεδομένα, συνόψισε όσα οι άνθρωποι γνώριζαν ως τότε για τη σχέση μεταξύ της βιολογίας και της κοινωνικής συμπεριφοράς των ζώων αλλά και των ανθρώπων. Το απόσταγμα αυτής της μελέτης ήταν η εκπληκτική για την εποχή εκείνη διαπίστωση ότι διάφορες μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς είναι γενετικά προγραμματισμένες σε πολλά έμβια είδη και στον άνθρωπο. Ο Γουίλσον στάθηκε ιδιαίτερα στο θέμα του αλτρουισμού, εντυπωσιασμένος από αυτή την «αυτοκαταστροφική συμπεριφορά που αποβλέπει στο καλό των άλλων».


Η θεωρία του Δαρβίνου για τη φυσική επιλογή μάς λέει ότι ο οργανισμός που επιζεί είναι αυτός που διαθέτει τα προσόντα για να αντεπεξέλθει στις αντιξοότητες του περιβάλλοντος. Τότε όμως πώς κάτι που συμπεριφέρεται αλτρουιστικά, άρα πεθαίνει, αφήνοντας λίγους σχετικά απογόνους, μπορεί να διαιωνίσει την ύπαρξή του; Θα έπρεπε, δηλαδή, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να έχουν εξαφανισθεί τα γονίδια και κατά συνέπεια όλοι οι οργανισμοί που δείχνουν αυτή τη βλαβερή (;) τάση για πράξεις αλτρουισμού;


Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 οι θεωρίες και τα βιβλία του Γουίλσον δημιούργησαν αναστάτωση όχι μόνον στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Σε μια συνεδρίαση του AAAS, του μεγάλου κύρους Αμερικανικού Συνδέσμου για την Πρόοδο της Επιστήμης, εξαγριωμένοι αντιρατσιστές πέταξαν ένα μπουκάλι νερό στον Γουίλσον και στη συνέχεια τον χλεύασαν δημιουργώντας ένα επεισόδιο μοναδικό στα χρονικά αυτών των συνεδριάσεων. Ο Γουίλσον ήταν από τότε στο στόχαστρο της όποιας αμερικανικής Αριστεράς, ιδιαίτερα των διανοουμένων που είχαν συσπειρωθεί γύρω από τη μεγάλου κύρους επιθεώρηση «The New York Review of Books». Σήμερα είναι αλήθεια ότι και οι υπερσυντηρητικοί τα έχουν βάλει με τον Γουίλσον διότι έχουν ενοχληθεί από τις προοδευτικές ιδέες του για το πόσο σπουδαίο αλλά και «αντιαναπτυξιακό» είναι να υπάρχουν όσο το δυνατόν περισσότερα είδη επάνω στη Γη· ταυτόχρονα υποψιάζονται ότι επηρεάζει και τον Κλίντον.


Το 1978 παρουσιάζεται το βιβλίο του «Για την ανθρώπινη φύση» που δημιουργεί μεγάλη αίσθηση και αποσπά το Βραβείο Πούλιτζερ αφού, εκτός από τα άλλα προσόντα του, είναι και καλογραμμένο. Εκεί, μεταξύ άλλων, ο Γουίλσον ασχολείται με τις διαφορές των φύλων που θεωρεί δεδομένες. Βέβαια το χειρότερο, κατά τον Γουίλσον, είναι το κόστος που πρέπει να αναλάβουν όσοι θα θελήσουν να εξομαλύνουν αυτές τις διαφορές.


Υπάρχει κάτω από όλα αυτά μια εντελώς διαφορετική θεώρηση ακόμη και των σεξουαλικών σχέσεων. Αφού και αυτή η ερωτική πράξη στο βιβλίο «Για την ανθρώπινη φύση» δεν θεωρείται ότι έχει σκοπό της την τεκνογονία αλλά τη δημιουργία δεσμών μεταξύ των ανθρώπων!!! Μόνο έτσι θα μπορέσουν οι άνθρωποι να μεγαλώσουν τους απογόνους τους αρμονικά, να δημιουργήσουν στέρεες κοινωνικές δομές, καταρρίπτοντας ταυτόχρονα την ιουδαιοχριστιανική άποψη που συμπυκνώνεται στο «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε». Κατά τον Γουίλσον, μια τέτοια νοοτροπία βοηθάει στην εκρηκτική εξάπλωση των πληθυσμών αλλά όχι στη σταθερότητα των κοινωνιών που προκύπτουν.


Στο πλαίσιο αυτών των συλλογισμών η ομοφυλοφιλία, όπου και εκεί δημιουργούνται δεσμοί, δικαιούται πιο πολύ την ανοχή των ανθρώπων και καθόλου την έχθρα τους που έμπρακτα μερικές φορές εκδηλώνεται με καταπίεση, δήθεν θεραπείες και απαγορεύσεις. Η κοινωνιοβιολογία, κατά τον Γουίλσον, επιτρέπει ακριβώς μια τέτοια στάση, που δεν βασίζεται στη διαίσθηση και στις καλές προθέσεις αλλά σε δεδομένα βιολογικά, που δικαιολογεί συμπεριφορές χρησιμοποιώντας στοιχεία της γενετικής και της ζωολογίας και που μας βοηθάει να πάρουμε αποφάσεις για ζητήματα όπου το βάρος της ηθικής μετράει καθοριστικά. Μας βοηθάει επίσης να διακρίνουμε τι είναι φυσικό και τι όχι αλλά δεν κάνει αποδεκτή την υπεραπλουστευτική στάση των νατουραλιστών πως ό,τι είναι φυσικό είναι και καλό.


Ο προσεκτικός αναγνώστης του βιβλίου «Για την ανθρώπινη φύση» μπορεί να παρατηρήσει ότι από τον τρόπο της έκθεσης των απόψεων του Γουίλσον δεν λείπουν οι αντιφάσεις. Από τη μια υποστηρίζει ότι οι κοινωνίες πρέπει να αναλάβουν το κόστος της εξομάλυνσης των διαφορών μεταξύ των φύλων και από την άλλη επιμένει ότι η ομοφυλοφιλία πρέπει να αναγνωρισθεί όχι μόνο ως κατάσταση αλλά και ως δικαιώματα που θεμελιώνει η κατάσταση αυτή. Λίγο πιο κάτω, εξετάζοντας το φαινόμενο της επιθετικότητας, φθάνει στο επικίνδυνα παρεξηγήσιμο σημείο να δέχεται ότι έχει και τις θετικές πλευρές της. Η προσφορά όμως της κοινωνιοβιολογίας για έναν τεχνοκράτη και αναγωγιστή όπως ο Γουίλσον είναι ότι μπορεί να μας πει βάσει στοιχείων από τη γενετική ποιες είναι οι προδιαθέσεις μας, τι παίρνουμε από μια συγκεκριμένη συμπεριφορά και επιπλέον ποιο θα είναι το κόστος για την αντιμετώπιση της συμπεριφοράς αυτής. Ισως σε αυτή την τελευταία βασική υπηρεσία της κοινωνιοβιολογίας να οφείλεται η φήμη του Γουίλσον ότι συναναστρέφεται τους κατόχους της εξουσίας συμβουλεύοντάς τους ταυτόχρονα.


Εννοείται ότι όλα αυτά δεν γίνονται δεκτά χωρίς αντιδράσεις. Αριστεροί επιστήμονες, όπως ο διάσημος βιολόγος Ρίτσαρντ Λιουόντιν, πνέουν μένεα εναντίον του Γουίλσον γιατί επιμένουν ότι η κοινωνιοβιολογία με τους ισχυρισμούς και τις διαπιστώσεις της είναι βαθιά αντεπαναστατική και σαφώς συντηρητική. Τους είναι ανυπόφορη η ιδέα ότι η ανθρώπινη ύπαρξη ελέγχεται από το DNA της.


Προβλέψεις και επιθυμίες


Στο πρώτο βήμα της η κοινωνιοβιολογία περιγράφει το τι συνιστά τελικά την ανθρώπινη φύση, τι δίνει στον άνθρωπο την ιδιαιτερότητά του. Στο δεύτερο βήμα κατατίθεται η άποψη ότι όλα αυτά τα γενικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά έχουν μια παγκοσμιότητα και διαχρονικότητα επειδή είναι κωδικοποιημένα στα γονίδιά μας. Στο τρίτο βήμα των συλλογισμών αυτών ισχύει ότι μέσα από τη φυσική επιλογή και την αναπαραγωγή διαφορετικών οργανισμών φθάσαμε σε αυτά τα χαρακτηριστικά, που έχουν όμως και την ευθύνη για τη διαμόρφωση της κοινωνίας. Αν, λοιπόν, ισχυρίζεται αγανακτισμένος ο Λιουόντιν στο βιβλίο του «Το δόγμα του DNA», είναι σωστά όσα γράφει ο Γουίλσον στην «Κοινωνιοβιολογία» του, ότι μετά από τρία δισεκατομμύρια χρόνια εξέλιξης έχουμε καταλήξει να είμαστε αυτό που ήμασταν, τότε τι περιθώρια μένουν για να πιστέψουμε ότι έστω και εκατό ημέρες επανάστασης θα μας αλλάξουν;


Ο Γουίλσον όμως έχει έτοιμη τη δική του απάντηση για όλες αυτές τις κατηγορίες. Οι σεξουαλικοί δεσμοί μας, η αγάπη μας για τα σπορ και τα θεάματα, η βιοφιλία μας, δηλαδή η ευχαρίστηση που αντλούμε από το να είμαστε μαζί με έμβια όντα, όλα αυτά καταλαμβάνουν την ύπαρξή μας κάνοντάς μας ιδιαίτερα ανθρώπινους. «Αυτό είναι το παν στο βιβλίο μου» λέει. «Είμαστε μοναδικοί στην ανθρωπινότητά μας αν γίνει σύγκριση με άλλα ζωικά είδη χάρη σε προσαρμογές που κατορθώσαμε να κάνουμε από πολύ νωρίς. Δεν πρόκειται για τις γνωστές αντιστοιχίες μεταξύ των γονιδίων και της συμπεριφοράς μας που με κατηγορούν ότι προωθώ ως θεωρία. Αυτό θα ίσχυε για ένα μυρμήγκι ή για ένα κουνούπι αλλά για εμάς είναι η προδιάθεση να μάθουμε αυτό και όχι εκείνο, διότι είμαστε προγραμματισμένοι να μαθαίνουμε». Εδώ, δηλαδή, ο Γουίλσον, αν και ισχυρίζεται ότι έχει κάποια συγγένεια πνευματική με τους προσωκρατικούς, συναντά τον Αριστοτέλη στο γνωστό ότι o άνθρωπος «φύσει ορέγεται του ειδέναι». Στην τελευταία πάντως σελίδα του βιβλίου υπάρχει ένα μικρό απόσπασμα από τον «Προμηθέα» του Αισχύλου που ταιριάζει μάλλον και στον ίδιο τον συγγραφέα:


Χορός: Μήπως προχώρησες πιο πέρα από ό,τι μας είπες;


Προμηθέας: Εσβησα από τους θνητούς τον φόβο του θανάτου.


Χορός: Τι γιατρικό τους έδωσες για τούτη την αρρώστια;


Προμηθέας: Τους έδωσα τυφλές ελπίδες.


Στο τέλος του βιβλίου «Για την ανθρώπινη φύση» υπάρχουν σημειώσεις και ένα πολύ χρήσιμο γλωσσάρι που έχει εμπλουτισθεί από τους επιμελητές της προσεγμένης ελληνικής έκδοσης. Συνολικά πρόκειται για μια χρήσιμη σύνοψη των ιδεών του Εντουαρντ Γουίλσον, που είναι άλλωστε απαραίτητη για την κατανόηση του επόμενου βιβλίου του (ήδη μεταφράζεται στα ελληνικά) με τον τίτλο «Consilience». Θέμα του είναι η δύναμη επιστημονικών θεωριών που, όταν εφάπτονται περισσότερων κλάδων όπως έχουμε στην περίπτωση της φυσικής με τη χημεία ή της χημείας με τη βιολογία, η αληθοφάνειά τους ενισχύεται περισσότερο.


Ενας από τους βασικούς στόχους του Γουίλσον στο καινούργιο αυτό βιβλίο είναι η θρησκεία, θέμα που είχε θίξει και στην «Ανθρώπινη φύση». Τώρα φαίνεται σαν να θέλει να κλείσει οριστικά με αυτό αδιαφορώντας για το τίμημα. Διότι πολλοί θα αγανακτήσουν διαβάζοντας ότι θέλει να δημιουργήσει ένα ηθικό σύστημα τεχνητό που θα του προσδώσει, κατόπιν κοινής συμφωνίας, το κύρος θρησκευτικού δόγματος με την ευγενή, είναι η αλήθεια, πρόθεση να σταματήσουν οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις που κατοχυρώνονται μέσα από την υπεράσπιση θρησκευτικών δογμάτων. Φθάνει μάλιστα στο σημείο να αντιστρέψει τη φράση του Μεγάλου Εξεταστή στους «Αδελφούς Καραμαζόφ» και να γράψει: «Αν υπάρχει Θεός, τότε τα πάντα επιτρέπονται» υπονοώντας τους πολέμους και τις γενοκτονίες με θρησκευτική κάλυψη. Φυσικά τα επιχειρήματά του θα ήταν εύκολη λεία για έναν άνθρωπο της Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά το δύσκολο με τον Γουίλσον είναι ότι αυτά που πιστεύει μπορεί να υιοθετηθούν, γενναία παρερμηνευμένα, από τους κατόχους της εξουσίας. Μαθαίνοντας για τις ιδέες του λοιπόν μαθαίνουμε ίσως το πώς θα ενεργήσουν οι άνθρωποι της Δύσης στο μέλλον.