Η ανθηρή δεκαετία του 1960 πρόσφερε ένα δώρο στις επιστήμες του ανθρώπου: επανέφερε στο προσκήνιο τη θεωρητική σκέψη της ρωσικής πρωτοπορίας του αρχόμενου 20ού αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό, τη μερίδα του λέοντος είχαν οι λεγόμενοι ρώσοι φορμαλιστές, ανθολογημένοι λαμπρά από τον νεαρό Τζβετάν Τοντορόβ, στην κλασική γαλλική έκδοση του 1965, προλογισμένη από τον Ρόμαν Γιάκομπσον. Τα ίδια πάνω-κάτω χρόνια η Τζούλια Κρίστεβα, προωθώντας τις «σημαναλυτικές» έρευνές της, αποκαλύπτει στη Δύση το αστέρι του επίσης λησμονημένου Μιχαήλ Μπαχτίν (1895-1975) και γίνεται η κυρίως υπεύθυνη για τη θεαματική εξάπλωση του μπαχτινικής λογικής όρου διακειμενικότητα. Για την ιστορική ακρίβεια, πρέπει βεβαίως να διευκρινιστεί πως ο Μπαχτίν βγαίνει από την παρατεταμένη αφάνεια και στην πατρίδα του, όταν νεαροί ρώσοι ερευνητές ανακαλύπτουν με έκπληξη ότι βρίσκεται ακόμη εν ζωή και τον πείθουν να επανεκδώσει το 1963 σε βελτιωμένη μορφή τη μονογραφία του για την ποιητική του Ντοστογιέφσκι, που ήδη είχε δημιουργήσει αίσθηση όταν πρωτοεπανεμφανίστηκε (1929).
Ακολουθεί το 1965 η μονογραφία του για τον Ραμπελαί και τον λαϊκό πολιτισμό του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, που ως διδακτορική διατριβή είχε περάσει από τα καυδιανά δίκρανα των καχύποπτων κριτών της το 1946 και παρέμενε ανέκδοτη. Για τον ταλαιπωρημένο και αδίκως περιθωριοποιημένο Μπαχτίν τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του είναι περίοδος αναγνώρισης, έστω και καθυστερημένης, έστω και μερικής: ένας πανηγυρικός τόμος (1973), φιλοτεχνημένος στο μακρινό Σαράνσκ, πόλη μακρόχρονης διαμονής του, από φίλους και μαθητές για τα 75χρονα του βίου και τα 50χρονα της ερευνητικής και εκπαιδευτικής δραστηριότητας, η μετάφραση στη Δύση των δύο μονογραφιών για τον Ντοστογιέφσκι και τον Ραμπελαί καθιστούν επίκαιρο το όνομα του Μπαχτίν στους επιστημονικούς κύκλους του τόπου του και στο εξωτερικό. Κατά τη δεκαετία του 1970, οι μελετητές του έργου του προσπαθούν να διακρίνουν περαιτέρω τα όρια της συγγραφικής παραγωγής και δραστηριότητάς του, εφόσον η σταδιακή αποκάλυψη πολλών ψευδωνύμων δημοσιευμάτων που διεκδικούν την πατρότητά του φανερώνει αυταπόδεικτα την ύπαρξη «κύκλου Μπαχτίν». Από τα 1980 και εφεξής οι «μπαχτινικές σπουδές» προωθούνται σταθερά, και αναγνωρίζεται παγκοσμίως το κύρος της πρωτεϊκής αυτής προσωπικότητας για τα ζητήματα της αισθητικής και, ειδικότερα, της ποιητικής του μυθιστορήματος.
Η μελέτη για τον Ντοστογιέφσκι, καρπός πολύχρονης προετοιμασίας, εμφανίζεται το 1929 ως Ζητήματα του έργου του Ντοστογιέφσκι. Η τρίτη μοσχοβίτικη έκδοση (1972), την οποία παρακολουθεί η παρούσα μετάφραση, αναπαράγει βασικά τη δεύτερη (1963), «διορθωμένη και συμπληρωμένη σε σημαντικό βαθμό», ακόμη και στον τίτλο (Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογιέφσκι). Βασική θέση του Μπαχτίν είναι ότι διαμορφώνουμε την προσωπικότητά μας μιλώντας μια γλώσσα ήδη προικισμένη με πολλές φωνές μια γλώσσα κοινωνική και όχι ιδιωτική, ατομική. Εξαρχής είμαστε πολύγλωσσοι, χειριζόμενοι μια ποικιλία κοινωνιοδιαλέκτων που κληρονομούμε από την οικογένεια, το περιβάλλον, το σχολείο, τον επαγγελματικό χώρο, τη θρησκεία, τη χώρα μας: μιλάμε μια χορεία γλωσσών, η πολυφωνία μας είναι δεδομένη. Η μόνη λογοτεχνική μορφή που μπορεί να αποδώσει και να ενισχύσει κάπως αυτή τη δυναμική πολυφωνία είναι, κατά τον Μπαχτίν, το μυθιστόρημα και η κορυφαία στιγμή αυτής της διαδικασίας επιτυγχάνεται με το πολυφωνικό μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, ο οποίος αφήνει τους ήρωές του να ομιλούν όχι ως φερέφωνά του, αλλά με λόγο δικό τους, αυτεξούσιο, χειραφετημένο από την αυθεντία του συγγραφέα.
Η μελέτη χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια, αλλά χονδρικά τη διατρέχει μια τριμερής λογική: εν πρώτοις η έκθεση και ανάπτυξη μιας ιδιότυπης άποψης για το μυθιστορηματικό σύμπαν του Ντοστογιέφσκι, σε πλαίσιο θεωρητικό, όπου πλειοδοτούν οι φιλοσοφικοί όροι· κατά δεύτερο λόγο, η γενολογική παράδοση της ντοστογιεφσκικής γραφής ανιχνεύεται σε παλαιότερα ήσσονα λογοτεχνικά είδη, τους σωκρατικούς διαλόγους, τη μενίππεια σάτιρα και τον μεσαιωνικό καρναβαλικό λόγο· και, τέλος, μια τρίτη ενότητα αφιερώνεται σε υφολογικές παρατηρήσεις που παραπέμπουν σε συγκεκριμένα χωρία του ντοστογιεφσκικού έργου.
Ο Μπαχτίν βλέπει στην ντοστογιεφσκική γραφή μια διαλογική δεσπόζουσα, μια ετερολογία, τη συνεχή αντίστιξη, τη διηνεκή λεκτική αντιπαράθεση του «εγώ» με το «έτερο», που δημιουργεί την αίσθηση του ονειρικού κόσμου: διατήρηση της αντίφασης, συνύπαρξη του υψηλού με το ποταπό, της αρετής με τη φαυλότητα, του ψεύδους με την αλήθεια, του ιερού με το βέβηλο. Σε αυτή την ανοιχτή και απεριόριστη ονειρική λογική, ο ήρωας, το πρόσωπο δεν είναι παρά μια λεκτική στάση του «εγώ» που προσδιορίζεται μέσω ενός άλλου «εγώ»· ένας λόγος σε διάλογο με τον λόγο του άλλου. Ο Ντοστογιέφσκι δεν κατασκευάζει πρόσωπα, ιδιοσυγκρασιακούς τύπους, λέει ο Μπαχτίν, αλλά τον λόγο του προσώπου για τον εαυτό του και για τον κόσμο. Πρόκειται για μια «καθαρή φωνή» που αποκτά υπόσταση μέσω του λόγου της και του λόγου του άλλου. Πρόκειται επίσης για την κονιορτοποίηση του αναπαραστατικού συστήματος: η διαλογικότητα και η πολυφωνία αντιπαρατίθενται ακριβώς στον μονολογισμό, στη μονολιθικότητα του λόγου της αναπαράστασης, στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Τα κείμενα του Ντοστογιέφσκι δεν «αναπαριστούν» τίποτε αναλύουν τη σχέση του υποκειμένου με τον λόγο του.
Η υπονόμευση του μονολογισμού, της αναπαραστατικής λογικής, γίνεται μέσω του διαβρωτικού γέλιου που παραβαίνει ακριβώς τα όρια: από την παράδοση της μενίππειας σάτιρας και το Σατυρικόν του Πετρώνιου έως τη μεσαιωνική καρναβαλική τέχνη και τον κόσμο του Ραμπελαί, το γέλιο φέρνει στο προσκήνιο μια γραφή καλειδοσκοπική, φαντασμαγορική και πληθυντική. Αυτόν τον δυναμισμό της ανατρεπτικής μενίππειας γραφής κληρονομεί πρωτίστως το πολυφωνικό μυθιστόρημα που δεν γνωρίζει νόμους και ιεραρχίες μήτε όρια και χαρακτηρίζεται από μια πολλαπλότητα γλωσσικών στοιχείων σε διαλογική σχέση. Η «κλειστή», μονολογική, επική αφήγηση λογοκρίνει αυτόν τον μενίππειο, καρναβαλικό και πολυσυλλεκτικό λόγο και δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι το μυθιστόρημα αντιμετωπίστηκε επί μακρόν ως κατώτερο λογοτεχνικό είδος (από τον κλασικισμό και τα αυταρχικά καθεστώτα), στο περιθώριο της επίσημης κουλτούρας. Το μυθιστόρημα παρωδεί τα άλλα είδη, καταγγέλλει τη συμβατική τους γλώσσα, αναδιατυπώνει τη λογική τους και τα ενσωματώνει στο χρονοτοπικό του σύστημα, τα «μυθιστορηματοποιεί», συμβάλλει στην ανανέωσή τους, τα συμπαρασύρει στη δική του εξέλιξη. Η παρωδία είναι το απλούστερο δείγμα της «δίφωνης» γλώσσας και, ενσωματωμένη στο μυθιστόρημα, μετατονίζει τη στατικότητα του επικού ή λυρικού σύμπαντος (ο Δον Κιχώτης εικονίζει λαμπρά αυτόν τον μηχανισμό, αλλά και ο Ντοστογιέφσκι, που είχε περί πολλού το μυθιστόρημα του Θερβάντες, προίκισε με αρκετούς σωσίες τα έργα του, αποβλέποντας επίσης στη θεαματική μείξη του τραγικού με το κωμικό). Το μυθιστόρημα είναι μάλλον ένα αντι-είδος, πάντα ημιτελές, ατελεύτητο, που αναπτύσσεται πάνω στα ερείπια των κλειστών, «μονολογικών», δογματικών, επίσημων ειδών, τα οποία σταδιακά αφομοιώνει.
Κατ’ αυτή την έννοια, η μελέτη του Μπαχτίν για το πολυφωνικό μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι είναι μια πλήρης θεωρία του μυθιστορήματος, εφάμιλλη εκείνης του Λούκατς (αν και ριζικά διάφορη ως προς την περί έπους αντίληψη). Μετά την αποκατάσταση του περιφρονημένου αυτού είδους και την ενθρόνισή του στο γενολογικό σύστημα των Νεότερων Χρόνων από τους γερμανούς ρομαντικούς, πρόκειται ίσως για την πιο συγκροτημένη και αξιόλογη πρόταση για το μυθιστόρημα και είναι πολύ σημαντικό που τη διαθέτουμε επιτέλους στα ελληνικά, έστω και με καθυστέρηση πολλών δεκαετιών. Στην καλαίσθητη σημερινή έκδοση της Ποιητικής του Ντοστογιέφσκι ιδιαίτερα κατατοπιστικό είναι το μεγάλο «μπαχτινολογικό» επίμετρο του Δ. Τζιόβα. Η μικρότερη μελέτη του Μπαχτίν Επος και μυθιστόρημα (Πόλις, 1995), καθώς και τα παλαιότερα Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής (Πλέθρον, 1980), που εν πολλοίς άπτονται επίσης του μυθιστορηματικού λόγου, συμπληρώνουν για τον έλληνα αναγνώστη μια καλή εικόνα της πολυσχιδούς αυτής μορφής του αιώνα μας, στην οποία πολλά οφείλουν οι λογοτεχνικές, γλωσσολογικές, φιλοσοφικές, αλλά και οι νεόκοπες «πολιτισμικές» σπουδές.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι επίκουρη καθηγήτρια της Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.