Μια συλλογή από σπαραγμούς

Μια συλλογή από σπαραγμούς Τα τελευταία ποιήματα του αυτόχειρα Παβέζε έχουν αξία μεγαλύτερη από ένα μηχανικό εργαλείο εκλογίκευσης της αυτοχειρίας. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ Ο Τσέζαρε Παβέζε (1908 - 1950), γνωστός στην Ελλάδα κυρίως ως πεζογράφος, στάθηκε μια σημαντική φυσιογνωμία για την ιταλική λογοτεχνία της περιόδου 1935 - 1950. Τα λογοτεχνικά πεζογραφήματά του (δέκα μυθιστορήματα και δύο συλλογές

Ο Τσέζαρε Παβέζε (1908 – 1950), γνωστός στην Ελλάδα κυρίως ως πεζογράφος, στάθηκε μια σημαντική φυσιογνωμία για την ιταλική λογοτεχνία της περιόδου 1935 – 1950. Τα λογοτεχνικά πεζογραφήματά του (δέκα μυθιστορήματα και δύο συλλογές διηγημάτων), μεταφρασμένα τα περισσότερα στη γλώσσα μας, κατέχουν ξεχωριστή θέση στον χώρο του ιταλικού νεορεαλισμού. Συγκεράζουν ρεαλιστικά στοιχεία με την αναγωγή τους στη νοσταλγική ανάκληση της παιδικής ηλικίας και στους μύθους της αγροτικής ζωής και μεταδίδουν την πιστή αλλά και προσωπική εικόνα μιας ταραγμένης εποχής. Ο σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα ολιγογράφος ποιητής Παβέζε, αν και υποδεέστερος του πεζογράφου, δεν είναι ασήμαντος. Το ποιητικό έργο του περιορίζεται στη συλλογή «Η εργασία κουράζει» (1936) και σε δύο μικρές ενότητες ερωτικών ποιημάτων. Η πρώτη, «Η γη και ο θάνατος» (εννέα ποιήματα) γράφτηκε το 1945, ενώ η δεύτερη, «Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου» (δέκα ποιήματα) το 1950. Οι δύο ενότητες συνεκδόθηκαν, με τον τίτλο της δεύτερης, το 1951, μετά τον εθελούσιο θάνατο του συγγραφέα.


Η αυτοκτονία του Παβέζε στις 27 Αυγούστου 1950 έδωσε το σήμα της αφετηρίας· άρχισε ευθύς, για φίλους και εχθρούς, η περιπέτεια της βιογραφικής θήρας και της εξιχνίασης των αιτίων της αυτοχειρίας. Στην περίπτωση του Παβέζε την κύρια αιτία του απονενοημένου διαβήματός του συνόψισε ο βιογράφος του, Ντάβιντε Λαγιόλο: «Αν η γυναίκα δεν είναι η μοναδική αιτία της αυτοκτονίας, είναι αυτή που περισσότερο άμεσα και σταθερά εμπνέει τις σκέψεις του για την αυτοκτονία». Σύμφωνα με αυτό το πρίσμα ερμηνείας της ζωής αλλά και του έργου, ειδικά τα ποιήματα της ενότητας «Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου» ιδώθηκαν ως ένα άμεσο λογοτεχνικό πειστήριο της αναπότρεπτης πορείας προς τον θάνατο. Ο Παβέζε παρασύρθηκε στη δίνη της τελευταίας ερωτικής του απογοήτευσης, πρόλαβε να την εκφράσει σε λιγοστά ποιήματα και στη συνέχεια πρόσθεσε τον εαυτό του διαλεκτό θύμα στον μακρύ κατάλογο των ερωτικά απελπισμένων αυτοκτόνων.


Κατά βάθος όμως τα τελευταία ποιήματα του Παβέζε έχουν αξία μεγαλύτερη από ένα μηχανικό εργαλείο εκλογίκευσης της αυτοχειρίας. Αν συνδέονται με τη ζωή του και το τέλος της, είναι επειδή γραφή τους διακατέχεται από την ανάγκη της τελευταίας ρήσης, ενός λόγου οριακού που στο σώμα του δέχεται τις ανατάσεις και τις πτώσεις ενός ολόκληρου ερωτικού βίου και που στα μέλη αυτού του σώματος διοχετεύει όλες εκείνες τις στιγμές που συνολική συγκομιδή και τελικό τίμημά τους είναι η κατάκτηση μιας ισορροπίας, η ριζική υπέρβαση μιας κορυφαίας αντίθεσης: η γυναίκα είναι γη και θάνατος, φέρνει τον θάνατο και τη ζωή. Αν και τα ποιήματα των δύο ενοτήτων αφορμώνται από συγκεκριμένες ερωμένες, όπως αποκάλυψαν οι απηνείς βιογράφοι του συγγραφέα, απευθύνονται σε μια γυναικεία μορφή που έχει αποβάλει τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου προσώπου και έχει αποκτήσει τη γοητεία και το μυστήριο της γυναίκας εν γένει.


Η μετάφραση των ποιημάτων του βιβλίου «Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου» από τον ποιητή Σωτήρη Τριβιζά ξεπερνά τις αδυναμίες προηγούμενων ελληνικών αποδόσεων. Η διαυγής, νηφάλια διατύπωση, ο ελάσσονος τόνου γλωσσικός αισθησιασμός και η διακριτική ρυθμική εκφορά των κειμένων μαρτυρούν ότι ο Τριβιζάς συντονίστηκε συναισθηματικά και εκφραστικά με τον Παβέζε, τηρώντας τον βασικό όρο επιτυχίας της ποιητικής μετάφρασης, τη βαθύτερη συγγένεια ποιητή – δημιουργού και ποιητή – μεταφραστή.


Στην ενότητα «Η γη και ο θάνατος» τα θεματικά μοτίβα (η γη, η θάλασσα, οι λόφοι, το αμπέλι) συγκροτούν έναν φυσικό γεωγραφικό χάρτη που αναπαριστά το εξοχικό τοπίο των παιδικών χρόνων του ποιητή. Αυτός ο φυσικός γενέθλιος χώρος δεν δημιουργεί όμως απλώς ένα σκηνογραφικό φόντο. Γιατί παράλληλα ανιχνεύεται η μυθική καταγωγή και διάσταση των στοιχείων που συνθέτουν αυτόν τον χώρο, κυρίως της γης, της μητέρας και της γυναίκας, ζωογόνας πηγής αλλά και άγονης σκληρής επιφάνειας. Ο αγροτικός κόσμος αντιπροσωπεύει για τον Παβέζε «τα πράγματα που ποτέ δεν περνούν» και που προσφέρουν στην ανθρώπινη ζωή ένα φυσικό πεδίο δράσης. Στη δεύτερη ενότητα, με περισσότερο έκδηλα τα άμεσα βιωματικά στοιχεία, μεταδίδεται η ατμόσφαιρα της σκληρής μνήμης του πολέμου, ενώ ο χώρος μεταφέρεται από το γενέθλιο τοπίο της εξοχής στο όχι και τόσο άξενο περιβάλλον της ιταλικής μεταπολεμικής πόλης, που πολιορκείται από την άνοιξη.


Και στις δύο ενότητες, η απόλυτη ηρωίδα, η γυναίκα, είναι ιδωμένη σαν κάτι σκοτεινό και ασύλληπτο, βαπτίζει τα πάντα στην ύπαρξη αλλά και επιφέρει τη φθορά τους, είναι μια εξαίσια επίβουλη θεά που ασκεί την εξουσία της πάνω στους ανίσχυρους θνητούς, αντικείμενο λατρείας και προάγγελος θανάτου, ελπίδα και πόνος. Πρόκειται εν τέλει για μια γυναίκα περιβεβλημένη τη σιωπή. Καθώς ο ποιητικός λόγος αδυνατεί να εκπορθήσει το υπέροχο μυστικό της, διχάζεται ανάμεσα στις δύο αντικρουόμενες ερμηνείες της αλλά και τις υπερβαίνει. Η μια ερμηνεία συμπυκνώνεται στον στίχο «ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια του», ενώ η δεύτερη στον στίχο «μια γυναίκα μάς περιμένει στους λόφους».


Στην ελληνική απόδοση του «Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου» ο Τριβιζάς επιτάσσει μεταφρασμένες τις εγγραφές του τελευταίου χρόνου (1950) του ημερολογίου του Παβέζε, «Η τέχνη του ζην». Η ανάγνωση των λιγοστών αυτών ημερολογιακών σελίδων λειτουργεί ως σχολιασμός των ερωτικών ποιημάτων. Γιατί η βιωματικά εναργής και λογοτεχνικά επεξεργασμένη καταγραφή της ταυτόχρονης πορείας προς τον έρωτα και τον θάνατο μάς επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι ο συναισθηματικός βίος του Παβέζε, που, σε κάποιο βαθμό, ορίζει το ψυχολογικό υπόστρωμα των ποιημάτων του, διαπερνάται από μιαν ανυπέρβλητη αντίφαση. Από τη μια ο Παβέζε περιμένει μάταια τη γυναίκα ως απελευθερωτική, λυτρωτική μορφή, ενώ από την άλλη, ως αποτέλεσμα της μάταιης αναμονής, εκδηλώνει την ανάγκη να την εκδικηθεί με ένα είδος προμελέτης και μοχθηρού υπολογισμού. Αραγε η αυτοκτονία αποτέλεσε λύτρωση ή εκδίκηση; Σημασία έχει ότι η λογοτεχνία διαθέτει τη δύναμη να αγλαΐζει τον βίο, μετουσιώνοντάς τον σε δραστικά ποιήματα, «μια συλλογή από σπαραγμούς, ένα θλιμμένο ουράνιο ρόδο». (Τάκης Σινόπουλος).


Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.