Στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 1981 ο Ζαν-Μαρί Λεπέν δεν είχε κατορθώσει να συλλέξει ούτε τις προαπαιτούμενες 500 υπογραφές εκλεγμένων τοπικών παραγόντων προκειμένου να χρισθεί υποψήφιος πρόεδρος. Στον πρώτο γύρο των αντίστοιχων εκλογών του 2002 ο ίδιος συγκέντρωσε περισσότερες από 4.800.000 ψήφους (ποσοστό 16,9%) και ήρθε δεύτερος υποσκελίζοντας τον τότε πρωθυπουργό Λιονέλ Ζοσπέν. Παρ’ όλα αυτά η εκλογική επιρροή της Ακροδεξιάς γενικά δεν είναι τόσο μεγάλη: με εξαίρεση την Αυστρία και την Ελβετία, όπου τα ακροδεξιά κόμματα έφθασαν να αποσπάσουν το ένα τέταρτο των ψήφων, και την Ιταλία, όπου συμπράττουν με την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, οι ακροδεξιοί δεν βρίσκονται στα κέντρα λήψης των πολιτικών αποφάσεων. Διαβάζοντας όλα αυτά στο βιβλίο του Μιλζά συμπέρανα ότι το πρόβλημα για τη δημοκρατία δεν είναι κυρίως η άμεση πολιτική επιρροή της Ακροδεξιάς. Το πρόβλημα είναι η διείσδυση εθνικιστικών, ρατσιστικών και σεξιστικών, δηλαδή ακροδεξιών, ιδεών στη δημόσια σφαίρα και η προβολή τους εκ μέρους πολλών MME, χάριν της θεαματικότητας ή ακροαματικότητας των σχετικών εκπομπών.
Ο εθνικολαϊκισμός
Στον επιστημονικό χώρο, οι ανωτέρω τάσεις έχουν δώσει έναυσμα για την έκδοση πληθώρας μονογραφιών και άρθρων. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η σχετική ερευνητική τάση εμφανίστηκε ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Στη χώρα μας μεταφράστηκαν εφέτος ένας συλλογικός τόμος που καλύπτει το θέμα από την πλευρά της πολιτικής επιστήμης (Paul Hainsworth I(επιμ.), H ακροδεξιά: ιδεολογία – πολιτική – κόμματα, μετάφραση Θανάσης Αθανασίου, εκδόσεις Παπαζήσης) και το βιβλίο του Πιερ Μιλζά Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης, το οποίο ανήκει στην πολιτική ιστορία. Το βιβλίο του αυτό εκδόθηκε πρώτη φορά στο Παρίσι το 2002 (Librairie Α. Fayard). Ο συγγραφέας είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό από το εισαγωγικό εγχειρίδιο ιστορίας που συνέγραψε μαζί με τον Σερζ Μπερνστίν (Ιστορία της Ευρώπης, Αλεξάνδρεια, 1997). Οι μελανοχίτωνες είναι βιβλίο ογκώδες και εξαντλητικό του θέματός του, αφού καλύπτει τη Βόρεια, την Ανατολική και τη Νότια Ευρώπη. Το πλήθος των λεπτομερειών, ιδιαίτερα στα πρώτα, ιστορικά κεφάλαια, ίσως κουράσει τον μη ειδικό αναγνώστη. Ωστόσο τα τελευταία κεφάλαια για τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ακροδεξιά έχουν γενικότερη πολιτική σημασία και αφορούν όλους.
Σκοπός αυτού του πολύ καλά μεταφρασμένου βιβλίου είναι «να ξέρουμε με ποιον αντίπαλο έχουμε να κάνουμε και να μην εφαρμόζουμε στη σημερινή πολιτική μάχη στρατηγικές του παρελθόντος» (σελ. 708). Οπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, δεν είναι όλες οι εκφάνσεις της Ακροδεξιάς φασιστικές, δηλαδή δεν επιδιώκουν όλες την ανατροπή του κοινοβουλευτισμού, όπως συνέβαινε με τον φασισμό του Μεσοπολέμου. Αντιθέτως, τα ακροδεξιά κόμματα σήμερα έχουν ενσωματωθεί στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα και διακινούν ιδέες διάχυτες και στον φιλελεύθερο πολιτικό χώρο, όπως η περιστολή των κρατικών δαπανών και η μείωση της φορολογίας. Στο παρελθόν η Ακροδεξιά διακρινόταν από τον σφοδρό αντικομμουνισμό της. Σήμερα που ο αντικομμουνισμός δεν έχει αντίκρισμα, η Ακροδεξιά έχει γίνει «εθνικολαϊκιστική», όπως την ονομάζει ο Μιλζά. Ο εθνικολαϊκισμός είναι εθνικιστικός και ξενοφοβικός, αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα με απόλυτα διχοτομικούς όρους («εμείς» και οι «ξένοι») και επιδιώκει κινητοποιήσεις με σκοπό την εκδίωξη των ξένων και την επιτήρηση των μειονοτήτων.
Μεταβολές παρατηρούνται και στο εκλογικό ακροατήριο της Ακροδεξιάς. Για παράδειγμα, στη Γαλλία της δεκαετίας του 1950 η κοινωνική δεξαμενή των ψήφων υπέρ της Ακροδεξιάς (π.χ., υπέρ του λαϊκιστικού κόμματος του Πιερ Πουζάντ) περιελάμβανε μικρομεσαίους επιχειρηματίες, ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες (σελ. 123-125). Σήμερα η δεξαμενή ακροδεξιών ψήφων περιλαμβάνει νέους άνδρες, εργάτες και συνταξιούχους (σελ. 442-443).
Ο «κοινός τόπος»
Εν τούτοις υπάρχει ένας ιδεολογικός μίτος που συνδέει την παλιά με τη νέα Ακροδεξιά. Ετσι, στο «ιδεολογικό κράμα της γαλλικής αντιδραστικής Δεξιάς», το οποίο ο Μιλζά χρονολογεί από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, περιλαμβάνονται οι εξής ιδέες (σελ. 431): «Αντιαμερικανισμός, σεξισμός, απόρριψη του Αλλου, μύθος της συνωμοσίας που εξυφαίνεται σε πλανητική κλίμακα από τα «κοσμοπολίτικα» συμφέροντα, περιφρόνηση των διαφορετικών ταυτοτήτων που έχουν διαμορφώσει την «Ιστορία»». Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα (στην οποία ο Μιλζά αφιερώνει τις σελίδες 513-519) θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί ότι η μετεωρική εμφάνιση και εξαφάνιση της Ακροδεξιάς στις εκλογές του 1977 και τα μάλλον μικρά ποσοστά που τα διάδοχα σχήματά της έλαβαν στις εκλογές του 2004 δεν προοιωνίζονται κάτι το ανησυχητικό.
Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, τα συστατικά του ακροδεξιού κράματος που διακρίνει ο Μιλζά είναι δυστυχώς εξαιρετικά οικεία στο ελληνικό κοινό. Είναι δηλαδή απόψεις γνωστές σε όποιον Ελληνα (ή ξένο που ζει στη χώρα μας) έχει συμμετάσχει στον κοινωνικό σχολιασμό της καθημερινότητας ο οποίος κυριαρχεί στα μέσα μεταφοράς (λεωφορεία και ταξί), σε όποιον έχει παρακολουθήσει δημοφιλείς «ενημερωτικές» εκπομπές στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση (κυρίως την ιδιωτική), σε όποιον έχει ακούσει εκκλησιαστικό κήρυγμα από άμβωνος ή έχει διαβάσει αρκετούς από τους αρθρογράφους και τους επιστολογράφους σε ορισμένες εφημερίδες. Επίσης είναι απόψεις οι οποίες συγκεντρώνουν υψηλά ποσοστά προτίμησης στις έρευνες της ελληνικής κοινής γνώμης.
Εν τέλει, μου φαίνεται ότι πολλές από τις ιδέες τού – κατά τον Μιλζά – ακροδεξιού κράματος που αναφέραμε, οι οποίες σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης θεωρούνται ακραίες από όλους εκτός από τους ακροδεξιούς εθνικιστές-λαϊκιστές, σε ελάχιστες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων (σελ. 679-688) αλλά δυστυχώς και στην Ελλάδα αποτελούν κοινό τόπο.
Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.