Στις μυστικές κοινωνίες των ποιητών και των συγγραφέων, σε όλο τον κόσμο, πάντοτε υπάρχει ένας κοινός κώδικας επαφής και συνεννόησης. Αδιάφορο αν είναι στη Λάρισα, στο Διακοφτό, στο Κολωνάκι ή στο Μαρούσι, στο Μιζούρι, στην Οζάκα ή στην Παταγονία, οι κοινωνίες των ποιητών έχουν μια κοινή γλώσσα και μια κοινή συμπεριφορά που δεν θα σβήσει με τίποτε, παρά την παγκοσμιοποίηση ακόμη και της λογοτεχνίας. Αυτούς τους κώδικες ανιχνεύει και καταγράφει με αξιοθαύμαστο τρόπο ο Εντμουντ Κίλι στο Επινοώντας τον Παράδεισο, ένα θαυμάσιο βιβλίο για τη νεότερη λογοτεχνική Ελλάδα, με τις μεταφορές της και τις συγκρούσεις της, με την αδιάλειπτη μαγεία της, με τη χαοτική της καθημερινότητα και με τους συνεχείς παραλογισμούς της.
Φίλος και συνεργάτης του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιάννη Ρίτσου, «μπήκε» όσο λίγοι ξένοι στην ψυχή της Ελλάδας. Και «μπήκε» όχι απλώς ως επισκέπτης αλλά ως εντόπιος, μια και γεννήθηκε και μεγάλωσε στην προ- και μετα-πολεμική Θεσσαλονίκη είναι επίτιμος Ελληνας , συγχρωτίστηκε με την ελληνική ποίηση από πολύ νωρίς, έμαθε όλα τα κουσούρια και τις παραξενιές όχι μονάχα των ποιητών αλλά και όλης της συγχορδίας που τους περιέβαλλε, με αποτέλεσμα το υπό συζήτηση βιβλίο του να είναι η ακτινογραφία της ελληνικής δεκαετίας 1937-1947, με όλα τα σημαντικά ιστορικά δρώμενα, με το λογοτεχνικό κέντρο και τον περίγυρο εκείνης της περιόδου και με το άρωμα εκείνης της εποχής.
Στα εννέα κεφάλαια του βιβλίου (Η πρώτη Εδέμ, Σχεδόν ευλογημένο νησί, Οι μυθοποιοί, Ταξιδεύοντας μέσα στο φως, Περί θεών, ημιθέων και δαιμόνων, Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων, Πλέοντας έξω απ’ τον παράδεισο, Φλεγόμενη Εδέμ και Αναδυόμενη από τις στάχτες) παρελαύνουν οι πρώτες επαφές (και ο μετέπειτα έρωτας) με την Ελλάδα των Λόρενς Ντάρελ και Χένρι Μίλερ, τα προκατοχικά χρόνια, η δικτατορία του Μεταξά, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η ιστορία και ο μύθος των Νέων Γραμμάτων με τον πάτρονά τους Γιώργο Κατσίμπαλη και οι ποιητές Αγγελος Σικελιανός, Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Ρίτσος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Εγγονόπουλος, Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Γκάτσος, Δημήτρης Αντωνίου και Νάνος Βαλαωρίτης. Ακόμη εμφανίζονται, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, οι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ανδρέας Καραντώνης, Ιωάννα Τσάτσου, Γιώργος Θεοτοκάς, Πάτρικ Λι Φέρμορ, Τζέιμς Μέριλ, οι παράγοντες της Αγγλοελληνικής Επιθεώρησης και, γενικά, η γενιά του ’30 σε όλο της το φόρτε και το μεγαλείο.
Ο Λόρενς Ντάρελ γνώρισε πολύ καλά δύο Γιώργηδες, τον Σεφέρη και τον Κατσίμπαλη, και στο βιβλίο του Spirit of Place περιγράφει το σπίτι του Κατσίμπαλη στο Μαρούσι ως ανεμοδαρμένα ύψη. Εκεί, τις Κυριακές, μαζευόταν όλη η παρέα (Σεφέρης, Κατσίμπαλης, Μίλερ) και συζητούσαν περί ελληνικής λογοτεχνίας, ώσπου «μάτωνε η καρδιά» του Ντάρελ. Στον δε Κολοσσό του Μαρουσιού ο Χένρι Μίλερ περιγράφει τον Σεφέρη «παθιασμένο με τη χώρα του και με το λαό της, όχι με έναν σοβινιστικό τρόπο αλλά σαν αποτέλεσμα της υπομονετικής ανακάλυψης μετά από τόσα χρόνια ξενιτιάς». Για τον Ντάρελ, πάλι στον Κολοσσό του Μαρουσιού, ο Μίλερ γράφει ότι «βρήκε τις επιστολές του για την Ελλάδα ποιητικές, όμως συγκεχυμένες, ένα μείγμα ονείρου και πραγματικότητας, ιστορίας και μύθου» και ότι «ο κόσμος του ελληνικού φωτός ήταν τέτοιος που δεν ονειρευόταν ποτέ ότι θα τον αντίκριζε». Οταν δε συναντήθηκαν οι Ντάρελ και Μίλερ και κάλεσε ο πρώτος τον δεύτερο να τον επισκεφθεί με την οικογένειά του στην Κέρκυρα, οι δυο τους ούτε που φαντάστηκαν ποτέ ότι σε εκείνη την επίσκεψη έθεταν τον θεμέλιο λίθο μιας στενής φιλίας που θα ανακάλυπτε και θα επινοούσε μια χώρα, την Ελλάδα, που θα τους έδενε για πάντα μαζί της.
Ο Ντάρελ είχε ανακαλύψει τον Γιώργο Κατσίμπαλη το 1935, λίγα χρόνια προτού έρθει στην Ελλάδα ο Μίλερ, και με την άφιξη του αμερικανού συγγραφέα τον Ιούλιο του 1939 τον σύστησε στον κύκλο του Κατσίμπαλη, έναν κύκλο που αποτελούνταν από τον Γιώργο Σεφέρη, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Δημήτρη Αντωνίου, τον γιατρό και βοτανολόγο Θεόδωρο Στεφανίδη και την αδελφή τού Σεφέρη Ιωάννα με τον σύζυγό της Κωνσταντίνο Τσάτσο. Τον Χένρι Μίλερ τον έθελγε ήδη η Ελλάδα προτού έρθει και είχε μάθει μερικά πράγματα για τους κατοίκους της από έναν έλληνα φοιτητή στο κατάστρωμα του πλοίου που τον έφερνε στον Πειραιά. Εμαθε λοιπόν ο Μίλερ ότι οι Ελληνες δεν είναι μόνο ένας «ενθουσιώδης, περίεργος και παθιασμένος λαός», αλλά και «προικισμένος με τις πιο ανθρώπινες ιδιότητες, όπως οι αντιφάσεις, η σύγχυση και το χάος». Ο Μίλερ, όπως και ο Ντάρελ πέντε χρόνια νωρίτερα, είχε βρει τον παράδεισό του. Σε διάστημα ωρών ο Μίλερ έγινε ένας τυπικός Αθηναίος, γράφει ο Κίλι. Και τι τον έκανε τυπικό Αθηναίο; Μα τι άλλο από το να μην επισκεφθεί την Ακρόπολη κάτι που το κάνουν οι μαθητές των δημοτικών σχολείων και οι ερωτευμένοι που θέλουν να χαζέψουν την πανσέληνο και όχι προφανώς οι τυπικοί Αθηναίοι. Το πρώτο βλέμμα που έριξε ο Μίλερ στον ελληνικό παράδεισο ήταν στο Ζάππειο. Γράφει ο Μίλερ: «Παρόμοιο πάρκο δεν υπάρχει στη μνήμη μου. Είναι η πεμπτουσία των πάρκων. Είναι κάτι που σε κάνει να νιώθεις ότι κοιτάς έναν πίνακα ή ότι ονειρεύεσαι ένα μέρος που θα ‘θελες να είσαι αλλά που ποτέ δεν το βρίσκεις». Και στο Ζάππειο είναι που ο Μίλερ μαθαίνει να αγαπά τους Ελληνες και την Ελλάδα, λέει ο Κίλι, βλέποντας τα ζευγαράκια μέσα στο σκοτάδι να ξεδιψούν με νερό και φιλιά. Και εδώ είναι που μαθαίνει τον χαρακτήρα του Ελληνα ο νεοφώτιστος αμερικανός συγγραφέας.
Παρ’ ότι φαίνεται ότι αιτία για το ένα και μοναδικό ταξίδι του Μίλερ στην Ελλάδα ήταν ο ζωγράφος Μαλλιαράκης που έμενε στο Παρίσι και που του είχε πει «Μίλερ, θα σου αρέσει η Ελλάδα. Είμαι βέβαιος» έτσι εικάζεται και από το βιβλίο του Κίλι , εν τούτοις η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αιτία για να έλθει ο Μίλερ στην Ελλάδα ήταν η Μπέτι Γκόρντον (Ελίζαμπεθ Ράιαντ), Αμερικανίδα που ζούσε στο Παρίσι, 18 χρόνων τότε και ερωμένη του Μίλερ, η οποία είχε ήδη αφιχθεί στην Ελλάδα όπου ανδριώτης ξενιτεμένος στη Γαλλία τής είχε διαθέσει το σπίτι του σε χωριό της Ανδρου. Σήμερα η Μπέτι Γκόρντον ζει, σε προχωρημένη ηλικία, σε φτηνό μοτέλ στην Πολιτεία του Νιου Χάμσιρ, παίζει σκάκι με έναν επινοημένο αντίπαλο και αναλογίζεται τις ημέρες δόξας και μεγαλείου με τον Μίλερ στην Ευρώπη. Κρίμα που στο σημαντικό αυτό βιβλίο δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά στην Μπέτι Γκόρντον, τη γυναίκα που έφερε τον Μίλερ στην Ελλάδα και η οποία αναφέρεται σε όλα τα βιβλία του Μίλερ που δεν είναι μυθιστορήματα.
Το Επινοώντας τον Παράδεισο, παρ’ όλο που στα βιβλιοπωλεία της Αμερικής θα το βρει κανείς στα ράφια της λογοτεχνικής κριτικής, δεν είναι μόνο αυτό αλλά είναι πολλά πράγματα μαζί. Κατ’ αρχήν είναι το χρονικό μιας περιόδου που άφησε εποχή. Επειτα είναι ένα προσωπικό απομνημόνευμα, διότι πολλούς από τους πρωταγωνιστές του Παραδείσου τους ήξερε προσωπικά ο Κίλι. Τέλος, είναι μια προσωπική και ταυτόχρονα ιστορική αφήγηση, και εν μέρει μια πλευρά της σημαντικότερης λογοτεχνικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Ολα αυτά δοσμένα με αγάπη, μεράκι, καημό, λατρεία και πασπαλισμένα με τα χρώματα που μόνο ο χρωστήρας του Κίλι θα μπορούσε να επινοήσει.
Στο βιβλίο υπάρχουν αρκετά ιστορικά συμβάντα, υπάρχει άφθονη ελληνική ποίηση μεταφρασμένη στα αγγλικά από τον συγγραφέα, υπάρχει ταξιδιωτική αφήγηση, υπάρχει ένας πραγματικός μύθος που ξετυλίγεται ακούραστα σε ένα τοπίο διαποτισμένο από ένα κλίμα που έθεσε τις βάσεις για τον ελληνικό μοντερνισμό. Πολύ εύστοχες είναι οι παρατηρήσεις του συγγραφέα και για την ελληνική κοινωνία, τις συνέπειες της αστυφιλίας, την ανάλυση του ελληνικού χαρακτήρα και της εν γένει ελληνικότητας.
Προς το τέλος του βιβλίου, κάνοντας έναν απολογισμό εκείνης της εποχής, που συγχρόνως είναι και μια αξιολόγηση της συνεισφοράς των Μίλερ και Ντάρελ στο να γίνει πιο κατανοητή η Ελλάδα στο εξωτερικό, ο Εντμουντ Κίλι γράφει: «Η γενιά των συγγραφέων που ακολούθησαν τον Μίλερ και τον Ντάρελ τους χρωστάει πολλά γιατί άνοιξαν νέους δρόμους για να βλέπουν την Ελλάδα. Η Πελοπόννησος στα βιβλία του Κέβιν Αντριους και του Πάτρικ Λι Φέρμορ είναι ριζωμένη στη σύγχρονη ιστορία του τόπου, στον πόλεμο που φόβισε τα χωριά του, στις ιδιοσυγκρασίες της γλώσσας και των εθίμων. Τα διάφορα πορτρέτα της Ελλάδας από τον Φίλιπ Σέραρντ υπογραμμίζουν τις θρησκευτικές και ποιητικές παραδόσεις που ακόμη καθορίζουν τον ολοζώντανο πολιτισμό της χώρας. Ολοι ετούτοι οι αμερικανοί και βρετανοί συγγραφείς που ήρθαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πολέμου ή αμέσως μετά τη λήξη του ήταν κάτι περισσότερο από επισκέπτες μικρής ή μεγάλης διάρκειας. Για καλό ή για κακό, παντρεύτηκαν τη χώρα, έζησαν μαζί της σε εποχές ρομαντικές και σε εποχές απογοήτευσης και ξανανιώματος και παρέμειναν πιστοί στις δοξασίες τους. Η ιστορία τους είναι μια άλλη ιστορία, εν μέρει και δική μου». Και αυτή την ιστορία της επόμενης γενιάς των φιλελλήνων πρέπει κάποιος να βρεθεί να την καταγράψει, γιατί η ελληνική ποίηση έχει ρίζες που πάνε πολύ βαθιά μέσα στην ιστορία ενώ έχουν και παραφυάδες που απλώνονται σε όλη την οικουμένη.
Το Επινοώντας τον Παράδεισο είναι ένα διαμάντι στο σώμα της ιστορίας της λογοτεχνικής Ελλάδας. Και, όπως ξέρουμε, τα διαμάντια είναι για πάντα.
Ο κ. Ντίνος Σιώτης είναι συγγραφέας και εκδότης του περιοδικού «MondoGreco».