Η γαλλίδα συγγραφέας Συλβί Ζερμαίν είναι γνωστή στο ελληνικό κοινό από τα μυθιστορήματά της Το Βιβλίο των Νυχτών και Κεχριμπαρένια Νύχτα (εκδόσεις Εξάντα). Στις Μέρες Οργής η συγγραφέας χρησιμοποιεί το ίδιο πεζογραφικό ύφος αλλά και τα ίδια δομικά στοιχεία με τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά της: ακατέργαστα, δυνατά πάθη, εύστοχες καταδύσεις σε αρχετυπικά πεδία της ψυχής, αναλυτικές περιγραφές του θυμικού άλγους και, πάνω απ’ όλα, μια φύση πρωτόγονη, εξουσιαστική, που η τραχύτητά της καθρεφτίζει την τραχύτητα των προσώπων της.
Σε μια ορεινή περιοχή της Βρετάνης κείται το μικρό χωριουδάκι, οι Λυκοβαλανιδιές, όπου έχει το υποστατικό του ο Βερσελαί με τη γυναίκα του Εντμέ και τη χοντρή κόρη τους, τη Βασίλισσα, που γεννήθηκε από θαύμα της Μεγαλόχαρης. Στο δάσος της Ζαλ, που δεσπόζει του ποταμού Κουρ, βρίσκεται το υποστατικό του Αμβρόσιου Μοπερτουί, που έχει δυο γιους, τον Εφραίμ και τον Μαρσώ, και λίγο πιο ‘κεί το υποστατικό του Βικέντιου Κορβόλ, ιδιοκτήτη των δασών της περιοχής. Αυτός είναι ο χώρος της σκηνής, λιτός και ακατέργαστος, όπου θα παιχθεί το παράφορο δράμα των προσώπων.
Από τη μία άκρη του δάσους ξεκινάει ένα πρωί ο Μοπερτουί για να ποντίσει τους κορμούς των δέντρων στα νερά του ποταμού και από την άλλη ο Κορβόλ, κυνηγώντας την όμορφη γυναίκα του, Κατερίνα, με τα πράσινα μάτια της οχιάς, που τρέχει να προφτάσει το τρένο της Υόν, να ξεφύγει από τον άνδρα της που δεν αγαπά, από τη μιζέρια, να ζήσει τη ζωή της μακριά. Ο Κορβόλ την προφταίνει, παλεύει μαζί της, την παρακαλεί να μείνει στα παιδιά τους, την Κλαυδία και τον καχεκτικό Παρμένο, όμως μάταια. Και έτσι, πληγωμένος, προδομένος, τυφλωμένος από τη ζήλια και το πάθος του, τη σκοτώνει στην ερημική όχθη του ποταμού και τρομαγμένος ετοιμάζεται να φύγει. Τότε ακούει τη φωνή του Μοπερτουί από την άλλη μεριά του ποταμού, μια γιγάντια φωνή, να του λέει πως είδε το έγκλημά του, πως δεν μπορεί να σωθεί πια, είναι καταδικασμένος.
Από τη στιγμή αυτή αρχίζει το ανθρώπινο δράμα. Η συγγραφέας μεγεθύνει τις μυστηριακές στιγμές, που διεγείρουν τον πόθο, την παραφορά, την παραφροσύνη, και εκεί εστιάζει την αφήγησή της. Ο Μοπερτουί, που είναι από τη φύση του μια σκοτεινή ψυχή, θα ζητήσει από τον Κορβόλ να του δώσει όλα τα δάση του, το βιος του, την κόρη του γυναίκα στον γιο του, για να κρατήσει τη σιωπή. Και ο Κορβόλ θα τα αποδεχθεί όλα, γιατί η τιμωρία που του επιβάλλει αυτός ο σκοτεινός άνδρας είναι πιο σκληρή, πιο αποτρόπαιη από την άλλη της δικαιοσύνης. Κι εκείνος μια τέτοια τιμωρία επιζητεί.
Η τρέλα όμως γεννά τρέλα. Και στην παραφροσύνη της στιγμής που ζει ο Μοπερτουί, ένας παράφορος έρωτας γεννιέται μέσα του γι’ αυτή την όμορφη νεκρή γυναίκα με τα μάτια της οχιάς που κρατά στην αγκαλιά του, έτοιμος να τη θάψει στη γη. Και μέσα στο αρρωστημένο μυαλό του σαλεύει ένα ζοφερό όνειρο: να παντρευτεί ο γιος του την κόρη της, για να γεννηθεί μια ίδια ομορφιά, και να υπάρχει μοναδικά για εκείνον.
Καραδοκεί τη στιγμή που θα παντρέψει τον πρωτότοκο γιο του, τον Εφραίμ, με την κόρη της νεκρής. Αυτός όμως αρνείται, γιατί ερωτεύεται την ήρεμη, χοντρή κόρη των Βερσελαί. Ο πατέρας του τον αποκληρώνει με αποτρόπαιη σκληρότητα, γιατί στο νοσηρό μυαλό του υπάρχει μόνον ο πόθος της νεκρής, όμως εκείνος την παντρεύεται, γίνεται ευτυχισμένος και κάνει εννιά γιους. Ετσι η συγγραφέας δίνει μια ευφορία ζωής και γαλήνης, σε αντίθεση με την ταραγμένη και παράλογη ζωή του Μοπερτουί.
Τελικά την κόρη της νεκρής παντρεύεται ο δεύτερος γιος του και από τον γάμο αυτόν γεννιέται η Καμίλη, που είναι ίδια η μητέρα της. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει το δεύτερο μέρος του δράματος. Ο γερο-Μοπερτουί την κρατά έγκλειστη στο υποστατικό του, να υπάρχει μόνο για εκείνον, όμως αυτή, φύση ατίθαση, ερωτεύεται τον μεσαίο γιο του Εφραίμ και φεύγει μαζί του. Η χαρά όμως του νεανικού έρωτα κρατάει μόνο λίγες ώρες. Ο γέρος τούς προφταίνει αξημέρωτα στο ποτάμι και τους σκοτώνει και τους δύο.
Υπάρχει σίγουρα μια υπερβολή στον τρόπο με τον οποίο τα πρόσωπα βιώνουν το πάθος, μια υπερβολή στο μίσος, στην ορμή της εκδίκησης, στην τρέλα, στην οργή. Ωστόσο αιχμαλωτίζει η δυνατή γραφή, που είναι αποκαλυπτική των μύχιων της ψυχής, μια γραφή ποιητική που φτάνει σε αρχέγονες πληγές φθόνου και πόθου, σε αιμομεικτικές ορμές.
Η κυρία Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου είναι συγγραφέας.