Είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς τι ακριβώς είναι το Ράβελσταϊν, το 13ο μυθιστόρημα του Σωλ Μπέλοου: Πρόκειται για ένα μικρό κομψοτέχνημα περιγραφής της καθημερινότητας ή μήπως είναι τα αναμασήματα σε πρώτο πρόσωπο μιας αυτοβιογραφικής νουβέλας ενός γέρου συγγραφέα, όπου εν παρόδω ξεκαθαρίζει και ορισμένους ανοιχτούς λογαριασμούς, που επαναλαμβάνει μερικά πράγματα συχνά (όπως, π.χ., έξι-εφτά φορές τον χαρακτηρισμό του τηλεφώνου του Ράβελσταϊν ως «κέντρου ελέγχου») με μια αφηγηματική τεχνική που παριστά την άνοια; Ο γερο-Μπέλοου, παλιός και καλός μετρ του είδους, φαίνεται πως δημιούργησε ένα περίεργο, σχοινοτενές έργο, όπως υπαινίσσεται και ο τίτλος (ravel= περιπλέκω), το οποίο στα 80 του χρόνια όφειλε να γράψει διότι ακριβώς τούτη εδώ η ασχολία ­ μαζί με τη νεαρή δεύτερη σύζυγό του ­ του κρατούσε το ενδιαφέρον για τη ζωή.


Ο,τι και να είναι, πρόκειται για ένα βιβλίο κομμένο στα δύο. Στο πρώτο μέρος κυριαρχεί ο Εϊμπ Ράβελσταϊν, ένας εκκεντρικός, πληθωρικός καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας, ο οποίος έχει κατασκευάσει το δικό του πλανητικό σύστημα για να περιστρέφονται γύρω του οι φίλοι του, οι πρώην και οι νυν μαθητές του, οι θαυμαστές και οι εραστές του και να τους «τσιτάρει» πλατωνικούς διαλόγους, αριστοτελικά αποφθέγματα και γαλλικές παρόλες. Στο δεύτερο μέρος ο Μπέλοου αφηγείται μια δική του πραγματική περιπέτεια υγείας ­ που παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή και που μικρή σχέση έχει με τον Ράβελσταϊν, μόνο σαν μια ισχνή κλωστή που τον διατηρεί στη ζωή ­ προκειμένου να γράψει τη βιογραφία του Ράβελσταϊν (το ανά χείρας, θα έλεγε), μια χάρη που του είχε ζητήσει ο Ράβελσταϊν λίγο προτού πεθάνει.



Α, ο Ράβελσταϊν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ηταν ο Αλαν Μπλουμ, φίλος του Μπέλοου, ο οποίος, γράφοντας κατά προτροπή του αφηγητή-συγγραφέα το βιβλίο The Closing of the American Mind, ένα ανελέητο συντηρητικό «κατηγορώ» για την κακή ποιότητα της εκπαίδευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες και για τη ροκ μουσική, «ένα θολό ρέμα, όπου μόνο τέρατα μπορούν να κολυμπήσουν», εκτοξεύθηκε από τα δανεικά στα πλούτη και στη δόξα: Ποτέ πριν ο Ράβελσταϊν (αλλά και ο Μπλουμ) δεν είχε φανταστεί πως θα έβγαινε για πάντα από τη μιζέρια και την ένδεια και θα μπορούσε να φοράει και να κηλιδώνει αδιάφορα σακάκια αγορασμένα από του Lanvin έναντι πέντε χιλιάδων δολαρίων. Αν έχει ενδιαφέρον αυτό το διήγημα, είναι διότι περιγράφει διαπεραστικά και αισιόδοξα την παραδοξότητα της ύπαρξης, επιλέγοντας έναν όχι και τόσο τυπικό εκπρόσωπο του είδους, ιδωμένης από έναν άνθρωπο που είναι πολύ κοντύτερα στο τέλος παρά στην αρχή.


Ο Ράβελσταϊν πεθαίνει από AIDS, αλλά ούτε φοβάται ούτε σκέφτεται τόσο πολύ τον θάνατο. Και, όταν ρωτάει τον γέρο αφηγητή ­ που κατατρύχεται από τον φόβο του θανάτου ή μάλλον από την ανυπαρξία της μέλλουσας ζωής ­ πώς φαντάζεται τον θάνατο, το επέκεινα, μια και τον θεωρεί χωρίς φθόνο τον πιο πιθανό επόμενο στην πορεία για τον Αδη, εκείνος απαντά: «Φαντάζομαι πως οι εικόνες θα σταματήσουν». Οσο όμως οι εικόνες τρέχουν, ο αφηγητής προλαβαίνει να επιτεθεί στη μυθιστορηματική πρώτη γυναίκα του (και δι’ αυτής στην πραγματική), μια σκληρή Ρουμάνα, διαπρεπή φυσικό του Χάους, με την οποία χώρισε επεισοδιακά, με μεγάλο ψυχικό και υλικό κόστος, κάτι που βεβαίως συνέβη και στον πραγματικό Μπέλοου. Ετσι είναι: Οταν ο άνθρωπος πλησιάζει στο τέλος, νιώθει πως κάποιοι λογαριασμοί πρέπει να κλείσουν και ο καθένας επιλέγει τον προσφορότερο τρόπο.


Στη νουβέλα υπάρχουν επίσης πολύ συχνές αναφορές στους Εβραίους, στο Ολοκαύτωμα, στους ναζιστές και στους βαλκάνιους δωσίλογους συνεργούς τους, καθώς και σε εκείνο που κατά τον συγγραφέα αποτελεί μια συγκλονιστική αδιαφορία για το ζήτημα και για τις σύγχρονες επιπτώσεις του. Η σύγχρονη ζωή της αφθονίας, «αυτή η μερική απελευθέρωση από την πάλη για επιβίωση… μας κάνει αφελείς και μαλθακούς… νεκρώνει τη δύναμη της κρίσης μας» λέει και, φυσικά, πάλι, έτσι είναι διότι όποιος ζει βυθισμένος στην ευδαιμονία του υπερκαταναλωτισμού δεν ενδιαφέρεται να σκαλίσει πληγές.


Ομολογουμένως η γενική αφηγηματική τεχνική είναι πολύ καλή, ιδιαίτερα όταν ανεπαίσθητα και όχι χοντροκομμένα και τεχνητά, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, η μια διήγηση μπαίνει μέσα στην άλλη και μετά ξανά σε μια άλλη, σαν μια φούγκα του Μπαχ, όπου το τύλιγμα ­ ravel ­ είναι το ίδιο αριστοτεχνικό με το ξετύλιγμα της σύνθεσης. Αν θέλουμε να διακρίνουμε την κύρια αδυναμία του μυθιστορήματος (και έναν από τους λόγους για τους οποίους δεν διαβάζεται εύκολα), θα πρέπει να αναφέρουμε τη χαλαρότητα της πλοκής. Δεν υπάρχουν σημαντικές κορυφώσεις ούτε αναπόδραστα διλήμματα και οι χαρακτήρες εμφανίζονται τόσο αυτοβιογραφικοί ­ ακόμη και ένας εστιάτορας στην Καραϊβική ­ που δεν μοιάζουν πλασμένοι απ’ τον μύθο του ιστορήματος. Ο αναγνώστης συνεχίζει την ανάγνωση διότι μπορεί εκεί μέσα, στο κάπως ανιαρό κείμενο, να βρίσκονται θαμμένες κάποιες αναπάντεχα οξυδερκείς παρατηρήσεις για τη ζωή και τον θάνατο.


Αν λοιπόν κάποιος είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής στο βιβλίο, αυτός δεν είναι ο Ράβελσταϊν, αλλά ο θάνατος και όλα τα υπαρξιακά ζητήματα που τον τριγυρίζουν. Πώς είναι ο θάνατος; «Οταν σταματούν οι εικόνες». Πως πεθαίνει κανείς; «Με αδιαφορία και αξιοπρέπεια». Γιατί αξίζει να ζει κανείς, ακόμη και στα 85; «Για να τελειώσει ένα έργο που έχει αναλάβει». Ποια είναι η πραγματική αγάπη; «Αυτή που σε νοιάζεται». Γιατί νιώθουμε τον χρόνο να περνά ολοένα και πιο γρήγορα καθώς γερνάμε; «Γιατί παραγινόμαστε οικείοι με τα δεδομένα της εμπειρίας». Υπάρχει αντίδοτο; «Η τέχνη είναι μια λύτρωση από αυτή τη χαοτική επιτάχυνση. Το μέτρο στην ποίηση, το τέμπο στη μουσική, η μορφή και το χρώμα στη ζωγραφική». Κεφαλαιώδη υπαρξιακά ερωτήματα, ιδωμένα υπό το πρίσμα του θανάτου, για τα οποία ο Μπέλοου νιώθει πως οφείλει να πει αυτό που θα μπορούσε να ήταν η τελευταία λέξη.


Είναι όμως απαισιόδοξο το βιβλίο; Μάλλον όχι, ιδιαίτερα όταν παρακολουθεί κανείς τον Ράβελσταϊν να πεθαίνει και να μη δίνει δεκάρα γι’ αυτό, αλλά να πασχίζει να ικανοποιήσει τα μικρά του πάθη, όπως όταν ανάβει ένα τσιγάρο πέντε λεπτά μετά την έξοδό του από την εντατική και ενώ με δυσκολία μπορεί να κουνήσει τα χέρια του.


Διαβάζοντας το Ράβελσταϊν, ο αναγνώστης μένει με μια γλυκόπικρη γεύση. Δεν έχει ζήσει μεγάλες εξάρσεις και συγκινήσεις, δεν τον έχουν απασχολήσει, μαζί με τους ήρωες του μυθιστορήματος, τρομερά αγωνιώδη διλήμματα, αλλά έχει δει, με την πολύ διεισδυτική ματιά του Μπέλοου, διάσημους και άσημους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους, να ζουν και να πεθαίνουν. Ο Μπέλοου δικαιώνει έτσι τον Φελίνι, που έλεγε πως «μετά τα 50 θα σκέφτεσαι συνεχώς τον θάνατο», ενώ παράλληλα προσπαθεί με κάθε τρόπο να «αδράξει τη μέρα», έστω λιγότερο αδρά από παλιά, διότι «μόνο το παρόν είναι πραγματικό ­ το εδώ και τώρα».


Ο κ. Γιώργος Ναθαναήλ είναι σύμβουλος Πληροφορικής.