Το ελληνικό κοινό διατηρεί μια παλιά σχέση με τον Τσέζαρε Παβέζε (1908-1950), τον μελαγχολικό και τραγικό ποιητή και πεζογράφο της Ιταλίας. Στη δεκαετία του ’70, το «Κοπέλες μόνες» ήταν ένα σιωπηλό μπεστ σέλερ της οδού Σόλωνος. Η πρόσφατη έκδοση ενός ακόμη έργου του («Το σπίτι στο λόφο») επαναφέρει στη βιβλιογραφική επικαιρότητα αυτόν τον ερημίτη των ιταλικών γραμμάτων που κατά κάποιον τρόπο συνδέεται με όλη την πορεία προετοιμασίας της πατρίδας του για το μεγάλο οικονομικό μπουμ της δεκαετίας του ’50. Ο Παβέζε όπως και οι νεορεαλιστές σκηνοθέτες εισχωρεί βαθιά κάτω από την ευμάρεια του Βορρά και την υπανάπτυξη του Νότου για να συνθέσει ένα ενιαίο ψυχογράφημα της Ιταλίας. Αίφνης, το Τορίνο, πόλη του Παβέζε, δεν είναι μια πόλη κοντά στην Ελβετία αλλά ένα αστικό μελίσσι που συνομιλεί με το Παλέρμο και το Λέτσε.


Ο Παβέζε μοιάζει να συμπυκνώνει την κοινωνική διαστρωμάτωση της Ιταλίας· την αριστοκρατία της επαρχίας και τους γεωργούς, τους ευγενείς αστούς και τους βιομηχανικούς εργάτες. Και σαν ένα άλλο «Novecento» (του Μπερτολούτσι) τους νεκρανασταίνει υπαινικτικά πάνω στο σώμα των μικροαστών, των κυρίως πρωταγωνιστών της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Με τον Παβέζε, οι δρόμοι των ιταλικών πόλεων μοιάζουν υγροί και σκοτεινοί, τα χωράφια χρυσαφένια, ο ουρανός λευκό σεντόνι. Η φύση είναι παρούσα: «Την επαύριον στη νοτισμένη καλοκαιρία ανάπνεες τη μυρωδιά της γης. Πέρασα το μισό πρωινό στα δάση, στην κόγχη του μονοπατιού του Πίνο ξαναβρίσκοντας τα βρύα και τους γέρικους κορμούς» (από «Το σπίτι στο λόφο»).


Συχνά ο ήρωας ταυτίζεται με το πρόσωπο του συγγραφέα, μονολογεί και συλλογίζεται. Τα κτίρια, οι καιρικές συνθήκες, μια απρόοπτη σκηνή δρόμου, μια φευγαλέα σκιά, η αναπόληση της αστικής άνεσης και η νοσταλγία της βουκολικής απλότητας μπορεί να γίνουν έναυσμα για να ξετυλιχθεί μια αισθαντική μετουσίωση της καθημερινότητας. Μιας καθημερινότητας που φιλτράρεται μέσα από τις τελευταίες ημέρες του Βιτόριο Εμανουέλε και διοχετεύεται στις μέρες του φασισμού και της μεγάλης κοινωνικής κρίσης.


Η Ιταλία των μεγάλων ανισοτήτων, της μεγαλομανίας και της αποικιοκρατίας, του αέναου κιάρο σκούρο δεν είναι στα μάτια του Παβέζε παρά μια παρένθεση που αποκλείει προσωρινά την αληθινή ζωή. Αν ζούσε λίγο ακόμη και δεν γινόταν αυτόχειρ, θα έβλεπε τη θεαματική μεταμόρφωση της πατρίδας του και την είσοδό της στον πραγματικό 20ό αιώνα από τότε που η Ρώμη πλημμύρισε βέσπες. Τα αυτοκίνητα, η μόδα, ο κινηματογράφος και το τραγούδι της Ιταλίας έγιναν ένας παγκόσμιος έρωτας για τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, που συμβολικά εκπροσωπήθηκαν στην ντόλτσε βίτα της Βία Βένετο. Ο κόσμος του Παβέζε έμοιαζε να ανήκει σε άλλον αιώνα. Τα φωτογραφικά του τεκμήρια όμως γεμίζουν ακόμη οικογενειακά λευκώματα.