Ο Αλόις Μπρούνερ ήταν μαζί με τον Ντίτερ Βισλιτσένι οι επικεφαλής μιας επιτροπής που εστάλη από τον Αντολφ Αϊχμαν στη Θεσσαλονίκη, τον Φεβρουάριο του 1943, με σκοπό την οργάνωση και υλοποίηση της «τελικής λύσης», του εκτοπισμού των εβραίων της πόλης. Μετά τον πόλεμο, ο Μπρούνερ κατόρθωσε να διαφύγει και να βρει καταφύγιο στη Συρία, όπου και έζησε ως το τέλος της ζωής του. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να βρίσκεται ακόμη στη ζωή. Πολλές προσπάθειες έγιναν για την έκδοσή του από τη Συρία. Σε διάφορες χώρες όπου έδρασε, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Τη δράση αυτού του ανθρώπου στη Θεσσαλονίκη έρχεται να συνθέσει αυτό το βιβλίο.


Ενα βιβλίο είναι πάντα ευχής έργο. Οταν όμως πρόκειται για βιβλίο που αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα το θέμα είναι λεπτό. Και αν μεν ο αναγνώστης γνωρίζει το θέμα τότε μπορεί να το κρίνει, αρνητικά ή θετικά. Αν όμως το αγνοεί, τότε μπορεί η γνώση που θα αποκομίσει να είναι ελλιπής, φαλκιδευμένη ή και ψευδής. Το βιβλίο είναι προσεγμένο, καλαίσθητο, ευκολοδιάβαστο και καλά δομημένο. Το κείμενο στο οπισθόφυλλο αναφέρει ότι αποτελεί προϊόν μιας εικοσάχρονης και πλέον έρευνας, η οποία έδωσε απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα.


H πολιτική των κυβερνήσεων


Διαβάζοντας όμως το βιβλίο διαπιστώνουμε ότι: Πρώτον, δεν παρουσιάζει κανένα νέο στοιχείο, ενώ οι πηγές που επικαλείται θεωρούνται παρωχημένες. Δεν αντλεί από έργα σύγχρονων ιστορικών όπως ο Μαζάουερ, η Πιερόν, ή Ρένα Μόλχο, που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Αναπαράγει κυρίως την επιχειρηματολογία του βιβλίου του Μιχαέλ Μόλχο και του Γιοσέφ Νεχαμά, In Memoriam, το οποίο γράφτηκε, εν βρασμώ ψυχής, αμέσως μετά τον πόλεμο – χωρίς όμως να αναφέρει ότι ο ίδιος ο Μιχαέλ Μόλχο αναθεώρησε αργότερα κάποιες από τις θέσεις του – και άλλων μη ιστορικών ή αμφιλεγόμενων βιβλίων (A. Ναρ, Φ. Τομαή-Κωνσταντοπούλου, Ενεπεκίδη κτλ.). Δεύτερον, παρ’ όλο που ο τίτλος του είναι Αλόις Μπρούνερ, το βιβλίο πραγματεύεται κυρίως την ιστορία των εβραίων της Θεσσαλονίκης από το 1912 και μετά, αγνοώντας μια πολύ σημαντική παράμετρο: H πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στους εβραίους μετά την ένταξη της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος στηριζόταν σε μια βασική αρχή – την πολιτισμική τους αφομοίωση ή την ελληνοποίηση της Μακεδονίας (Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Ο Αλλος εν Διωγμώ, Θεμέλιο 1998). Αυτή η ελληνοποίηση είχε κυρίως στόχο τους εβραίους της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσαν το πολυπληθέστερο και δυναμικότερο κομμάτι της πόλης.


H πολιτική αυτή υλοποιήθηκε: α) Με την εκμετάλλευση εξωγενών παραγόντων: την πυρκαϊά του 1917, που έπληξε κυρίως τους εβραίους, στους οποίους δεν επιτράπηκε, στη συνέχεια, να επιστρέψουν στα σπίτια τους αλλά τους παραχωρήθηκε η συνοικία 151 έξω από την πόλη. Την εγκατάσταση εκατό και πλέον χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία στην πόλη και τη δημογραφική της αλλαγή. Την εκμετάλλευση της γερμανικής κατοχής (π.χ. την απαλλοτρίωση του εβραϊκού νεκροταφείου από τους Γερμανούς, έπειτα από αίτηση του γενικού διοικητή της πόλης Σιμωνίδη, και την καταστροφή του από εργάτες του Δήμου). β) Με κυβερνητικές και άλλες πρωτοβουλίες [αντιεβραϊκοί νόμοι, νόμος υποχρεωτικής αργίας της Κυριακής, καινούργιες ρυθμίσεις στο λιμάνι που έδιναν προτεραιότητα στους έλληνες εργάτες, διάφορες εκλογικές ρυθμίσεις που αφορούσαν μόνο τους εβραίους, στήριξη αντιεβραϊκών οργανώσεων (EEE) που τελικά έφεραν το πογκρόμ στο Κάμπελ το 1931], με την υποδαύλιση τοπικών εφημερίδων όπως της «Μακεδονίας».


H καλλιέργεια του μύθου


Σε γενικές γραμμές, το βιβλίο του κ. Κουζινόπουλου αναπαράγει την επικρατούσα άποψη – έναν μύθο, στην καλλιέργεια του οποίου συνεισφέρουν και οι εβραίοι της Ελλάδας. H ευθύνη για τον αφανισμό και την καταστροφή επιρρίπτεται στους ίδιους τους εβραίους. (Υπόθεση του αρχιραβίνου Κόρετς τον οποίον κατηγορούν για αδράνεια και εφησυχασμό, ακόμη και συνεργασία με τους Γερμανούς. Υπόθεση των εβραίων δωσίλογων, οι οποίοι κατόπιν μήνυσης της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης δικάστηκαν και καταδικάστηκαν από Ελληνικό Δικαστήριο, ενώ αντίθετα, σε ό,τι αφορά τους έλληνες χριστιανούς δωσίλογους, στους οποίους το βιβλίο δεν αναφέρεται καν, δεν υπήρξε, ως σήμερα, μήνυση, είτε από το ελληνικό κράτος είτε από τους εβραίους.)


Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας αναφέρεται στον χαρακτήρα των Εβραίων λέγοντας πως δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση στον γερμανό κατακτητή ή δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του EAM επειδή έχουν ιδιαίτερα φυλετικά χαρακτηριστικά, είναι «… κλειστοί και απόμακροι από τη φύση τους…» και ως εκ τούτου δεν εμπιστεύτηκαν τους μη εβραίους συμπολίτες τους. (Ρένα Μόλχο, Αυγή, 29/3/2005).


Οσον αφορά την υπόθεση Μπρούνερ, το βιβλίο δεν αναφέρεται σε σειρά πολυετών ενεργειών που έκανε ο ελληνικός εβραϊσμός για την έκδοσή του στην Ελλάδα ούτε στην άρνηση των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων να αποδεχθούν το αίτημα, με την αιτιολογία ότι: «…η Ελλάδα δεν μπορεί να ζητήσει την έκδοση του γερμανού εγκληματία πολέμου Αλόις Μπρούνερ γιατί με δύο νόμους που ψηφίστηκαν το 1959 ανεστάλη η ποινική δίωξη κατά γερμανών εγκληματιών πολέμου και μεταβιβάστηκε στις γερμανικές δικαστικές αρχές κάθε δικαίωμα της ελληνικής πολιτείας να διώξει και να δικάσει γερμανούς εγκληματίες πολέμου που έδρασαν στο έδαφός της…». Πρόκειται για δύο νόμους που νομοθετήθηκαν με σκοπό την απελευθέρωση από τις ελληνικές φυλακές του εγκληματία πολέμου Μέρτεν, ο οποίος δικάστηκε και καταδικάστηκε από ελληνικά δικαστήρια. Ή ότι: «Δεν κρίνεται σκόπιμη η ανακίνηση ενός τέτοιου θέματος».


Με δυο λόγια, το βιβλίο αποσιωπά τη σκοτεινή πλευρά των σχέσεων της ελληνικής πολιτείας με τους εβραίους, πράγμα που συντελεί, ενδεχομένως ασυνείδητα, στο σβήσιμο της εβραϊκής μνήμης. Μετά τον πόλεμο, εβραίοι στην Ελλάδα δεν υπήρχαν πια. Υπήρχε όμως η μνήμη τους, που έπρεπε προφανώς να εκλείψει κι αυτή. Οι εναπομείναντες ήταν λίγοι, φοβισμένοι και συνεπώς αδύναμοι, με αποτέλεσμα να νιώθουν υποχρεωμένοι να κρατούν «χαμηλό προφίλ», να λένε πάντα «ναι». Οι Ελληνες από την πλευρά τους αποσιώπησαν τον δικό τους ρόλο στον αφανισμό. Τότε όμως ήταν άλλες εποχές. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια διαφορετική Ελλάδα. Δημοκρατική, ελεύθερη. Δεν υπάρχει περιορισμός στην ελευθερία της έκφρασης. Μύθοι που επικράτησαν σε πολλά κεφάλαια της Ιστορίας άρχισαν να αποσαφηνίζονται και να σπάνε.


Ο κ. Ιακώβ Σιμπή είναι ιστορικός και μεταφραστής.