H μεταφορά της μεταφοράς

φιλοσοφία H μεταφορά της μεταφοράς H αποδόμηση μιας κλασικής αντίθεσης H ανθρώπινη αναφορά στην πραγματικότητα είναι (...) προπάντων «μεταφορική». Χανς Μπλούμενμπεργκ (1971) Αν βρίσκουμε πολλές μεταφορές μέσα στα φιλοσοφικά κείμενα είναι γιατί οι φιλόσοφοι είθισται να επιφυλάσσουν σε αυτές τη θέση και τη λειτουργία ενός επουσιώδους, κατά τα άλλα, διακόσμου, ο οποίος όμως βοηθά τον αναγνώστη να διανύσει




H ανθρώπινη αναφορά στην πραγματικότητα είναι (…) προπάντων «μεταφορική».


Χανς Μπλούμενμπεργκ (1971)


Αν βρίσκουμε πολλές μεταφορές μέσα στα φιλοσοφικά κείμενα είναι γιατί οι φιλόσοφοι είθισται να επιφυλάσσουν σε αυτές τη θέση και τη λειτουργία ενός επουσιώδους, κατά τα άλλα, διακόσμου, ο οποίος όμως βοηθά τον αναγνώστη να διανύσει τη στενωπό της εννοιολογικής επιχειρηματολογίας ώστε ακόμη και μέσα από αυτή την επισφαλή παρακαμπτήριο να φτάσει ασφαλώς στον προορισμό του, στο νόημα. Οσο η μεταφορά κάθεται φρόνιμη μέσα στη λογοτεχνία ή στο περιθώριο της φιλοσοφίας, εν είδει λογοτεχνικού επιφαινομένου, η φιλοσοφία τη θαυμάζει, παραδειγματίζεται απ’ αυτή, της αναγνωρίζει μάλιστα μια κάποια ενορατική και ξεκούραστη πρόσβαση στην αλήθεια. Κάθε φορά όμως που φαίνεται να διεκδικεί για λογαριασμό της το δικαίωμα στον στοχασμό, παύει αίφνης η καλή γειτονία και τα σύνορα κλείνουν.


Εν αρχή ην ο μύθος


Υπάρχει εν τούτοις μια ολόκληρη παράδοση η οποία αξιώνει την αποκατάσταση του φιλοσοφικού κύρους της μεταφοράς, επαναφέροντας την εννοιολογία στις μεταφορικές καταβολές της. Σύμφωνα με αυτήν, όλες οι φιλοσοφικές έννοιες έχουν τις ετυμολογικές ρίζες τους στο αισθητό, η χρήση τους μάλιστα ως εννοιών καθίσταται δυνατή μόνον υπό την προϋπόθεση να λησμονηθεί αρχικά η μεταφορική κίνηση που τις απομάκρυνε από το καταγωγικό τους νόημα, ώσπου να λησμονηθεί τελικά κι ίδια η λήθη. Επομένως, ο νοητός κόσμος της μεταφυσικής δεν θα ήταν παρά μια αναλογική μεταγραφή του αισθητού κόσμου της φυσικής. Αποκαλύπτεται έτσι η αυταπάτη της φιλοσοφίας, που όχι μόνο έχει απωθήσει πως ο λόγος της δεν είναι παρά μια αλληλουχία λησμονημένων ή φθαρμένων μέχρι εξαφανίσεως μεταφορών, ένας μύθος μεταξύ άλλων («λευκή μυθολογία που περισυλλέγει και αντικατοπτρίζει τον πολιτισμό της Δύσης»), αλλά πασχίζει επιπλέον να τον επιβάλει ως τον κατ’ εξοχήν Λόγο. Στη Λευκή μυθολογία (1971), ο Ντερριντά, ήδη από το Exergum, δηλώνει απερίφραστα πως δεν συμμερίζεται τις φιλοσοφικές και ρητορικές προϋποθέσεις που συνέχουν αυτή την παράδοση (προνομιοποίηση της διαχρονικότητας σε βάρος της συστηματικότητας, συμβολιστική αντίληψη της γλώσσας, ιστορικιστική αντίληψη της φιλοσοφίας), αλλά προτίθεται να τις οριοθετήσει, να τις αποδομήσει, «για να ξεκινήσει η αποτύπωση του ιστορικοπροβληματικού εδάφους όπου ήταν δυνατόν να ζητούνται συστηματικά από την φιλοσοφία οι μεταφορικοί τίτλοι των εννοιών της».


H Λευκή μυθολογία παραπλάνησε όσους από τους αναγνώστες της δεν έδωσαν τη δέουσα προσοχή στην αυστηρή επιχειρηματολογική δομή της ή δεν τη διάβασαν όπως της πρέπει: όχι ως ένα δοκίμιο για την έννοια της μεταφοράς – η μεταφορά δεν συνιστά καν το κυρίως θέμα της -, αλλά ως ένα κείμενο-σταθμό για τη διαφορά μεταξύ μεταφοράς και έννοιας, και την οικονομία αυτής της διαφοράς. Στο μεγαλύτερό της μέρος διέπεται από έναν τυπικό νόμο που ισχύει για κάθε φιλοσόφημα, τον νόμο της αναπληρωματικότητας μεταξύ έννοιας και πεδίου: η φιλοσοφία δεν μπορεί να κυριεύσει την ολότητα του πεδίου της μέσω μιας από τις έννοιες του αυτού πεδίου – εν προκειμένω, της μεταφοράς. Αυτή η δομή, όπου ένας a priori διατυπωμένος νόμος – ο οποίος ενέχει μια θέση: η μεταφορολογία, είτε ως ρητορική της φιλοσοφίας είτε ως μεταφιλοσοφία, είναι το «τυφλό στίγμα» της φιλοσοφίας -, εκλαμβάνεται ως υπόθεση προς επαλήθευση, δίνοντας το έναυσμα για τις πλέον εμβριθείς και ανατρεπτικές αναγνώσεις θεμελιακών κειμένων της φιλοσοφικής παράδοσης (όπως, στη Λευκή μυθολογία, της Ποιητικής και της Ρητορικής του Αριστοτέλη), δεν προσιδιάζει μόνο στο παρόν δοκίμιο, αλλά αποτελεί διακριτικό γνώρισμα της αποδόμησης.


Το φάντασμα της φιλοσοφίας


Αντιλαμβανόμαστε γιατί οι όροι δυνατότητας κάθε μεταφορολογίας ταυτίζονται με τους όρους αδυνατότητάς της: αν η μεταφορολογία φιλοδοξεί να αποτιμήσει το σύνολο των φιλοσοφικών μεταφορών, μία τουλάχιστον μεταφορά αναγκαστικά θα πλεόναζε ή θα υπολειπόταν. Αυτή η επί πλέον ή επί έλαττον μεταφορά, η μεταφορά «μεταφορά», συνιστά τον «θεσπιστικό» τρόπο κάθε μεταφορολογικού σχεδίου. Ως «πρώτο φιλοσόφημα», η μεταφορά της μεταφοράς, μαζί με άλλους, εξίσου «αρχαϊκούς» τρόπους, συναπαρτίζει ένα σύστημα, το οποίο προσδίδει στις επονομαζόμενες «θεσπιστικές» έννοιες της φιλοσοφίας (θεωρία, είδος, λόγος, κτλ.) την όψη μιας «φυσικής» γλώσσας. Ομως: «Μπορούν ακόμη να λέγονται μεταφορές εκείνοι οι ορίζοντες τρόποι οι προγενέστεροι κάθε φιλοσοφικής ρητορικής και παραγωγοί φιλοσοφημάτων»;


Αυτό που γενικεύεται δεν είναι ούτε το κυριολεκτικό ούτε το μεταφορικό. Το ζητούμενο είναι «ν’ αποτιναχθεί η καθησυχαστική αντίθεση μεταφορικού και κυριολεκτικού όπου το ένα και το άλλο μόνο και μόνο ανακλώνταν και ανέπεμπαν την ακτινοβολία τους το ένα στο άλλο» και να υποκατασταθεί σε αυτή μια άλλη άρθρωση. Ωστόσο η νέα αυτή άρθρωση δεν μπορεί πλέον να κατονομάζεται μέσω φιλοσοφικών ονομάτων, όπως είναι η μεταφορά, ο τρόπος ή το σχήμα, πολλώ δε μάλλον η έννοια, αφού η μεταφορά της μεταφοράς ή γενικότερα οι θεσπιστικοί τρόποι των θεσπιστικών εννοιών δεν είναι πλέον τρόποι, τουλάχιστον με την αυστηρή σημασία του όρου.Ετσι ο Ντερριντά προσφεύγει δανειοληπτικά στις αναλύσεις του Φοντανιέ για την κατάχρηση, προκειμένου να χαρακτηρίσει τις μεταφορές πρώτου βαθμού «νόθες μεταφορές (…) που άνοιξαν την φιλοσοφία».


Αυτές οι «βεβιασμένες μεταφορές», ή καταχρήσεις, δεν είναι παρά βίαιες και δημιουργικές τροπολογικές κινήσεις, οι οποίες, μέσα στη γλώσσα, συγκροτούν την κυριολεξία. H μεταφορά της μεταφοράς είναι εξίσου μια καταχρηστική παραγωγή εννοιών και, ακολούθως, μεταφορών αυτών των εννοιών, μια νόθα μεταφορά, ένα «φάντασμα» που στοιχειώνει τη φιλοσοφία και τις αξίες της.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.