Δεν αμφιβάλλουμε ότι υπάρχει μια μερίδα του αναγνωστικού κοινού, ευελπιστούμε σημαντική, που ενδιαφέρεται για μια ιστορική μονογραφία με έντονο τον πατριωτικό παλμό. Μάλιστα τουλάχιστον το εξώφυλλο του βιβλίου δεν αποκλείεται να φανεί γνώριμο σε νεότερους αναγνώστες με καλό μνημονικό. Το λιθογραφικό πορτρέτο του Νικηταρά, βασισμένο σε σχέδιο εκ του φυσικού του Βαυαρού Καρλ Κρατσάιζεν, φιλοτεχνημένο το 1827, βρίσκεται στο βιβλίο ιστορίας της Γ’ γυμνασίου, σε σμίκρυνση, στην κάτω δεξιά γωνία της μοναδικής σελίδας όπου μνημονεύεται ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς, ως ανιψιός του Θ. Κολοκοτρώνη και ως ένας από τους πρωταγωνιστές της μάχης του Βαλτετσίου τον Μάιο του 1821 ­ ανεξάρτητα αν σημειώνεται λανθασμένα στη λεζάντα ότι πρόκειται για τον πίνακα του Δ. Τσόκου, δηλαδή τη γνωστή ελαιογραφία που εικονίζει ηλικιωμένο πια τον Νικηταρά και όχι ακμαίο σαραντάρη, όπως τον είδε ο Βαυαρός. Ποιος όμως θα θυμάται τον Νικηταρά όταν στο σχολικό εγχειρίδιο παραλείπεται έστω και μια συνοπτική αναφορά στη μάχη του Βαλτετσίου και στους 200 άνδρες του Νικήτα που αναχαίτισαν «τους εξακισχιλίους πεζούς και ιππείς» του Μουσταφάμπεη; Μάχη από την οποία προέκυψε και το γνωστό στους παλιότερους παρωνύμιο Νικήτας ο Τουρκοφάγος. Οπωσδήποτε σήμερα παρόμοια παρωνύμια θεωρούνται παρωχημένα ως πολιτικώς μη ορθά.


Φοβόμαστε όμως ότι πολύ περισσότεροι θα είναι εκείνοι οι αναγνώστες που θα θεωρήσουν ένα βιβλίο για τον Νικηταρά, «πρότυπο παλικαριάς και αρετής», θέμα απηρχαιωμένο, που έχει ξεπεραστεί από τον θάλλοντα ευρωκεντρισμό στο λυκαυγές του 21ου αιώνα. Ωστόσο εμείς συστήνουμε τη μονογραφία του Δ. Σταμέλου και σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία αναγνωστών. Ιδίως σε όσους έχουν ζωηρό ενδιαφέρον για τους τρόπους της ιστοριογραφίας αλλά και της αφηγηματικής.


Πολλαπλοί λόγοι, ποικίλλουσας βαρύτητας αλλά και εκφραστικής δύναμης, καλύπτουν την Επανάσταση του ’21. Μέσα από επικαλυπτόμενες αφηγήσεις και αντικρουόμενες μαρτυρίες ανιχνεύονται ο βίος και η δράση οπλαρχηγών και πολιτικών ανδρών της εποχής. Εδαφος κατ’ εξοχήν πρόσφορο για λογοτεχνική ή και ιστορική εκμετάλλευση. Και στις δύο περιπτώσεις η βιογραφία μιας συγκεκριμένης ιστορικής προσωπικότητας έχει ως σημείο εκκίνησης τα ντοκουμέντα. Αλλα όμως ντοκουμέντα ελκύουν τον μυθιστοριογράφο και άλλα προσέχει ο ιστορικός. Και το κυριότερο, ο μυθιστοριογράφος αναπλάθει τα ιστορικά κείμενα και τα πλέκει ελεύθερα αναμεταξύ τους ενώ ο ιστορικός αρκείται στην επιλογή και συρραφή αποσπασμάτων με στόχο την ανασύνθεση της αλλοτινής ιστορικής πραγματικότητας.



Ο Δ. Σταμέλος μέσα από το πολύτομο έργο του φαίνεται ένας αφοσιωμένος Ρουμελιώτης, με πάθος για τη μακρόχρονη περίοδο της Τουρκοκρατίας και το ’21. Ισως λίγο παλιομοδίτικα για τα σύγχρονα γούστα γοητεύεται προπαντός από την παλικαριά. Με γνώμονα τη γενναιότητα και την αρετή ξεχωρίζει κάποιους αγωνιστές και καταπιάνεται με τη βιογραφία τους. Αλλοτε προτιμά την άνεση που προσφέρει η μυθιστορηματική βιογραφία, όπως στην περίπτωση του Κατσαντώνη, του Αντρούτσου πατρός ή του Μακρυγιάννη, και άλλοτε προσκολλάται στην ιστορική αλήθεια, όπως στο πρόσφατο βιβλίο του για τον Νικηταρά. Στην περίπτωση του Αρκάδα Νικήτα Σταματελόπουλου ή και Τουρκολέκα, σύμφωνα με το χωριό της καταγωγής του, το ενδιαφέρον ξεκινά από το διαθέσιμο αρχειακό υλικό.


Κατ’ αρχήν διασώθηκαν σε τρεις εκδοχές τα απομνημονεύματά του. Από αυτές δύο είναι καταγραφή του Γ. Τερτσέτη (γνωστός ζακύνθιος ποιητής του σολωμικού κύκλου και δικαστής στην περιβόητη δίκη των Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα, τον Μάιο του 1834, όπου μειοψηφώντας μετέτρεψε τη θανατική καταδίκη σε ισόβια). Ενθερμος πατριώτης ο Τερτσέτης, με ασθενική όμως κράση, όσες υπηρεσίες αδυνατούσε να παρέχει στο πεδίο των μαχών τις προσέφερε εν τέλει κρατώντας τις αναμνήσεις των αγωνιστών. Κυρίως συνδέθηκε με τους οπλαρχηγούς, τους αφοσιωμένους στον Καποδίστρια, που δεινοπάθησαν μετά τη δολοφονία του, επί Αντιβασιλείας: τον Θ. Κολοκοτρώνη, τον Δ. Πλαπούτα, τον Νικηταρά.


Χειμώνα και άνοιξη του 1836 ο Τερτσέτης καταγράφει καθ’ υπαγόρευση τα απομνημονεύματα του Νικηταρά. Σε αντίθεση με τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά δεν κατόρθωσε να τα εκδώσει. Στα κατάλοιπά του βρέθηκαν δύο μορφές: το πρωτόγραφο, δηλαδή οι βραχυγραφικές σημειώσεις που κρατούσε ενόσω ο Νικηταράς διηγείτο, και μια δεύτερη μορφή, στρωμένη αυτή, σε σχετική αφηγηματική ανάπτυξη. «Ετσι δούλευε ο Τερτσέτης. Για να μη σταματά τον αφηγούμενο χρησιμοποιούσε γενικές φράσεις, απλές λέξεις και διάφορα σημάδια, αριθμούς κτλ. που τον βοηθούσαν ύστερα να καταστρώσει με όλα τα καθέκαστά της, και όσο γίνεται σωστή, την αφήγηση», σύμφωνα με την επεξηγηματική σημείωση του Γ. Βαλέτα που επιμελήθηκε τα Απαντα Τερτσέτη (1953). Για την αναστήλωση όμως του ανέκδοτου και καταχωνιασμένου επί έναν σχεδόν αιώνα έργου του Τερτσέτη ο Βαλέτας στηρίχθηκε σε χειρόγραφα, δοσμένα από τον ζακύνθιο λόγιο Ντ. Κονόμο, ο οποίος, ως φαίνεται, παρακράτησε εκλεκτή μερίδα χειρογράφων για δική του φιλολογική εκμετάλλευση και τελικώς για τα δικά του Απαντα Τερτσέτη που εξέδωσε το 1984. Αποτέλεσμα αυτής της φιλολογικής εμπλοκής, το πρωτόγραφο να δημοσιεύεται στα Απαντα του Βαλέτα και η δεύτερη μορφή στα Απαντα Κονόμου.


Το πρωτόγραφο, ελλειπτικό, με συγκοπές, μόλις που συγκρατεί τα συμβάντα. Αξια όμως ιδιαίτερης προσοχής είναι η δεύτερη εκδοχή που αποκτά τη μορφή νουβέλας υψηλών λογοτεχνικών προδιαγραφών. Πρότυποι οι αφηγηματικοί τρόποι, προσφέρονται για τους μαθητευομένους στο πλάσιμο ή ορθότερα την απομίμηση προφορικού λόγου. Μικροπερίοδη αφήγηση παρατακτικής σύνταξης που συχνά είναι υπαινικτική. Τραγικά συμβάντα εντοπίζονται μόνο σε συνδηλώσεις που αφήνουν περάσματα και πνέει ένας επικός αέρας.


Η τρίτη εκδοχή απομνημονευμάτων του Νικηταρά είναι ένα «Αγνωστο Ιταλικό Χρονικό της Ελληνικής Επαναστάσεως» που μετέφρασε και δημοσίευσε ο καθηγητής Γ. Θ. Ζώρας το 1965. Σύμφωνα με τον Γ. Θ. Ζώρα, ο συγγραφέας του «Χρονικού» θα πρέπει να στηρίχθηκε σε αφήγηση του ίδιου του Νικηταρά ή πιθανώς κάποιου συναγωνιστού του. Σε αντίθεση με την καταγραφή Τερτσέτη το «Χρονικό» έχει διθυραμβικό τόνο και δεν φείδεται επαίνων. Στο αρχειακό υλικό για τον Νικηταρά σώζονται επίσης επιστολές του ιδίου ή και άλλων που αναφέρονται στο πρόσωπό του και στη δράση του καθώς και συναφή ντοκουμέντα. Ωστόσο οι απομνημονευματογράφοι της Επαναστάσεως και οπωσδήποτε οι ιστορικοί παραμένουν η πλουσιότερη πηγή.


Ο Δ. Σταμέλος εντοπίζει και παραθέτει συντομότερα ή εκτενέστερα αποσπάσματα από 15 τουλάχιστον απομνημονευματογράφους ή και χρονογράφους που διαφέρουν ως προς την πνευματική καλλιέργεια. Από τον απαίδευτο στα γράμματα Μακρυγιάννη στον εγγράμματο Φωτάκο και τους πιο μορφωμένους Σπηλιάδη ή Αινιάν. Επίσης, αποκλίνουν ως προς την αντικειμενική ή μη παράθεση των γεγονότων. Από τη μεροληπτική αφήγηση του Κανέλλου Δεληγιάννη ως τη μάλλον απροκατάληπτη ανιστόρηση του Κασομούλη. Στη μονογραφία του Νικηταρά αυτές οι διαφορετικές μαρτυρίες, όπως εντάσσονται στον σκελετό μιας ενιαίας αφήγησης, προσφέρουν εναλλακτικές εικόνες ή και επί μέρους όψεις των ιστορικών συμβάντων. Ωστόσο ο αφηγηματικός σκελετός εμφορείται από υψηλούς τόνους θαυμασμού, που συχνά μπουκώνουν το κείμενο, όταν η ίδια η δράση του Νικηταρά αρκεί για να αποδώσει το πνεύμα και το ήθος του. Ο Δ. Σταμέλος φαίνεται να αναδίφησε εξαντλητικά τα ντοκουμέντα συνοδεύοντας την αφήγησή του με ενδελεχείς σημειώσεις, γλωσσάρι και εκτενή βιβλιογραφία. Μετά την ανιστόρηση του βίου και της πολιτείας του Νικηταρά αναζητεί τα ίχνη του στο δημοτικό τραγούδι, στη νεοελληνική λογοτεχνία και στην εικονογραφία. Σπάνια βρίσκεις σε μονογραφίες εξαντλητική διερεύνηση της εικονογραφίας γύρω από ένα πρόσωπο.