Κανονικά για να καταλάβει κανείς το Φισκάρδο πρέπει να το δει απ’ τη θάλασσα, πληροφορούμαστε. Ετσι το είδε το 1086 ο νορμανδός πολεμιστής Ροβέρτος Γουισκάρδος, που αποφάσισε να τερματίσει εκεί τις θαλασσινές του περιπέτειες και να χαρίσει σ’ αυτό το αγκυροβόλιο στο βόρειο άκρο της Κεφαλλονιάς το θρυλικό όνομά του: Φισκάρδο ή Πισκάρδο ή Porto di Guiscardo.


Και πώς αισθάνονται οι Φισκαρδιώτες, οι κάτοικοι αυτού του αποτραβηγμένου χωριού και κολπίσκου για γαλέρες, βαπόρια, κρουαζιερόπλοια όλων των εποχών; Είναι Κεφαλλονίτες, βέροι νησιώτες, άνθρωποι με πατρίδα τους τα πλοία; Εναν Φισκαρδιώτη με σάρκα και οστά έχουμε προς το παρόν μες στο λεύκωμα, τον Παναγή Δενδρινό, και είναι διατεθειμένος να μας αραδιάσει τα ντοκουμέντα όσων είδε κι έμαθε απ’ την αρχή, προτού ξεχαστούν και σβήσουν με την ξέφρενη πρόοδο. Τα προσωπικά βιώματα συνδυάζονται με την έρευνα σε αρχεία, τις συζητήσεις με παλιούς συντοπίτες του, τις σπάνιες φωτογραφίες που συγκέντρωσε στη διάρκεια ετών. H προφορική ιστορία του Φισκάρδου, όπως την αφηγούνται Φισκαρδιώτες και «ξένοι συγχωριανοί» απ’ όλο τον κόσμο, συντίθεται από έναν γείτονα του Ιονίου πελάγους, τον Πατρινό Νίκο Μπακουνάκη, που έχει δημοσιεύσει αντίστοιχες έρευνες για την πόλη του, και κατ’ επέκτασιν για τον πολιτισμό των Επτανήσων.


Ερευνητής και συγγραφέας μοιράζονται την αγάπη και νοσταλγία για τις ρίζες της κοινωνίας τους, με επιστέγασμα μια εμπειρία μεταπτυχιακών σπουδών στη Δύση, προτού επιστρέψουν, Διεθνούς Οικονομίας στα Πανεπιστήμια του Χιούστον και της Νέας Υόρκης ο Δενδρινός, Ιστορίας και Πολιτισμών στην Ecole des Hautes Etudes του Παρισιού ο Μπακουνάκης. Ισως χρειάζεται να φύγει κανείς για λίγο για να καταλάβει τι θησαυρό άφησε πίσω του και να πει: Δεν θ’ αφήσω να χαθούν αυτές οι εικόνες!


Αλλωστε το Φισκάρδο παραμένει στην ίδια θέση που είχε όταν γοήτευσε τον νονό του, εξακολουθεί να έχει ανοιχτούς μπροστά του τους δρόμους επικοινωνίας της θάλασσας, και οι κάτοικοί του παραμένουν αυτάρεσκα στραμμένοι προς τα έξω. Μπορούμε άνετα να παρατηρήσουμε από κοντά φυσιογνωμίες, βλέμματα, στάσεις, σε φωτογραφίες της αρχής και των μέσων του 20ού αιώνα, όταν φωτογράφος σήμαινε απόστολος της τέχνης. Αρκούν οι κοφτές λεζάντες μερικές φορές για να ψυχανεμιστούμε την ατμόσφαιρα που τις περιβάλλει. «Ενας φιλικός εισβολέας» διαβάζουμε κάτω απ’ την εικόνα πλοίου που πλησιάζει φάτσα κάρτα τα παράθυρα των σπιτιών της προκυμαίας. Ακόμη κι ο σεισμός του 1953, που προκάλεσε σοβαρές ζημιές σε όλη την Κεφαλλονιά, σεβάστηκε το Φισκάρδο.


H πρώτη από τις τρεις ενότητες του λευκώματος σκιαγραφεί τον χαρακτήρα του χωριού που θα γνωρίσουμε. «Φισκάρδο, χωριό της Κεφαλλονιάς. H ανθρωπολογία μας νησιώτικης κοινωνίας» λέει ο τίτλος. Πληροφορίες αναπάντεχες από τον Θοδωρή Τσελέντη, Κεφαλλονίτη και θρύλο του Φισκάρδου, με επώνυμο – τυπικά κεφαλλονίτικο – που δείχνει την υπεροχή (Τσελέντης από excellenza): «Στο Φισκάρδο δεν υπήρχαν λεφτά. Και όλα τα παιδιά έφυγαν. Ναυτικοί, μετανάστες. Και στέλνουν λεφτά στην οικογένειά τους. Μέχρι και στη Γη του Πυρός βρήκα Κεφαλλονίτη. Στη Χιλή, είχε μπαρ». «Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε» παίρνει τον λόγο παρακάτω ο Μπακουνάκης «ότι στις αρχές του 20ού αιώνα το Φισκάρδο, με τα σαράντα σπίτια και τους εκατόν ενενήντα πέντε κατοίκους (εκατόν πέντε άρρενες και ενενήντα θήλεις, σύμφωνα με την απογραφή του 1889), ήταν η αγορά όλης της χερσονήσου της Ερίσου και ότι από το λιμάνι του, προστατευμένο από τους αέρηδες (ευαίσθητο μόνο στον ευραπηλιώτη άνεμο, δηλαδή τον σιροκολεβάντε), έφευγαν τα πλοία και τα πλοιάρια με τα προϊόντα και τους ανθρώπους όλης της περιοχής».


H λογοτεχνική υπόσταση του Φισκάρδου, οι επιχειρηματικές και οικονομικές δραστηριότητες, το εμπόριο, το ψάρεμα, η κτηνοτροφία, η κινητικότητα, φυγή και επιστροφή, εικονογραφούνται στο πρώτο μέρος του λευκώματος που αναφέρεται στις αρχές του αιώνα. Οπότε μπορούμε να περάσουμε στις επόμενες δύο ενότητες εικόνων που επιγράφονται «Το τοπίο» και «Οι άνθρωποι» και προέρχονται κυρίως από τις φωτογραφίες που τράβηξε το 1963 και το 1970 ο Μάικλ Τζέικομπ, ένας μποέμ που ήρθε στο Φισκάρδο στις αρχές του ’60 σε ηλικία 23 ετών και έμεινε. Ποιος τον φώναξε κι από πού ήρθε είναι άλλη μια ιστορία πολυεθνική, οικουμενική, με επίκεντρο το Φισκάρδο.


Ας σταματήσουμε το αργόσυρτο ξεφύλλισμα σε μια φωτογραφία ανθρώπων που μοιάζουν να μας αποχαιρετούν. H λεζάντα γράφει «Παιδιά των λουλουδιών στην κορυφή του Φάρου. Οι χαροκόποι της ζωής στο ασάλευτο καράβι». Οι χίπις φαίνεται πως εκτίμησαν δεόντως την ποιότητα των Φισκαρδιωτών. Ενα διεθνές φαινόμενο, παρά τη μικροσκοπική τοπική του διάσταση.