Δημοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός στην Ελλάδα από τα βιβλία του για την Κύπρο και τα Ελγίνεια Μάρμαρα, ο Κρίστοφερ Χίτσενς αναλαμβάνει στο βιβλίο Μητέρα Τερέζα. Θεωρία και Πράξη να απομυθοποιήσει τη Μητέρα Τερέζα, την αλβανικής καταγωγής μοναχή που για την προσφορά της στους φτωχούς του πλανήτη (κυρίως, αλλά όχι μόνο, στην Ινδία) τιμήθηκε με το Νομπέλ Ειρήνης το 1979. Το κείμενο βασίζεται σε ένα ντοκυμαντέρ του συγγραφέα με τον τίτλο Αγγελος της Κολάσεως που προβλήθηκε από το βρετανικό Channel Four το φθινόπωρο του 1994. Αν και εκδόθηκε πριν από τον θάνατο της Μητέρας Τερέζας το 1997, το βιβλίο κάθε άλλο παρά έχει χάσει την επικαιρότητά του: η οργάνωση που ίδρυσε η Μητέρα Τερέζα, οι Ιεραπόστολοι της Ελεημοσύνης, συνεχίζει το ιεραποστολικό και φιλανθρωπικό της έργο, αριθμώντας περίπου 4.000 μοναχές και 40.000 μη κληρικούς εργαζομένους σε 105 χώρες.


Η κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι ότι για τη Μητέρα Τερέζα η φιλανθρωπική δραστηριότητα δεν ήταν αυτοσκοπός αλλά μέσο για την προπαγάνδιση μιας απόλυτα υποκειμενικής αντίληψης για την ανθρώπινη φύση. «Το ζήτημα [για την καθολική καλόγρια]» τονίζει ο συγγραφέας «δεν [ήταν] η ειλικρινής ανακούφιση όσων υποφέρουν αλλά η διακήρυξη μιας λατρείας που έχει ως ακρογωνιαίους λίθους το θάνατο, τον πόνο και την υποταγή» (σελ. 64). Χρησιμοποιώντας συνεντεύξεις της ίδιας της Μητέρας Τερέζας, ο Χίτσενς υπογραμμίζει ότι κάθε φορά που οι επιταγές του δόγματος συγκρούονταν με τις ανάγκες των φτωχών, οι δεύτερες πάντοτε έρχονταν σε δεύτερη μοίρα (σελ. 69). Η τακτική της οργάνωσης να επιβάλλει στα μέλη της συνθήκες οικονομικής ανέχειας και να χρησιμοποιεί τους σημαντικούς οικονομικούς πόρους της περισσότερο σε θρησκευτικά και ιεραποστολικά έργα παρά στην ουσιαστική ανακούφιση των φτωχών είναι χαρακτηριστική αυτής της αντίληψης. Η Μητέρα Τερέζα, σημειώνει ο συγγραφέας, ενδιαφερόταν λιγότερο για την ιατρική περίθαλψη των αναξιοπαθούντων και περισσότερο για την προώθηση του καθολικού δόγματος και ­ σε τελευταία ανάλυση ­ για τη δική της αγιοποίηση. Ας σημειωθεί ότι σε αντίθεση με τους φτωχούς που πέθαιναν χωρίς επαρκή περίθαλψη στο «Σπίτι των Ετοιμοθανάτων» που διατηρούσε η οργάνωση στην Καλκούτα, η ίδια η Μητέρα Τερέζα νοσηλεύθηκε σε μερικές από τις καλύτερες και ακριβότερες κλινικές της Δύσης όταν αντιμετώπισε προβλήματα με την καρδιά της λόγω προχωρημένου γήρατος. Σε μια συνέντευξή της, η Τερέζα επανέλαβε τα λόγια που απηύθυνε σε κάποιον ετοιμοθάνατο ασθενή που υπέφερε από αβάσταχτους πόνους. «Υποφέρεις» του είπε «όπως ο Χριστός στο Σταυρό. Οπότε ο Χριστός πρέπει να σε ασπάζεται αυτή τη στιγμή». Και χωρίς να έχει επίγνωση των λόγων της, παρέθεσε και την απάντηση του βασανισμένου ασθενή: «Πείτε του, σας παρακαλώ, να σταματήσει να με ασπάζεται» (σελ. 64).


Από πλευράς αποδεικτικού υλικού, ίσως το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου είναι η παρουσίαση δύο επιστολών. Η πρώτη, γραμμένη από τη Μητέρα Τερέζα, απευθύνεται στον δικαστή Λανς Ιτο και ζητεί επιείκεια για τον συλληφθέντα μεγαλοαπατεώνα Τσαρλς Κίτινγκ γιατί «υπήρξε πάντοτε ευγενικός και γενναιόδωρος με τους φτωχούς του Θεού». Η δεύτερη επιστολή είναι γραμμένη από τον αναπληρωτή γενικό εισαγγελέα του Λος Αντζελες, Πολ Τάρλεϊ, και απαντά στην επιστολή της Μητέρας Τερέζας. Αφού σημειώσει ότι «ο κ. Κίτινγκ έκλεψε 252.000.000 δολάρια», ο Τάρλεϊ καλεί την καθολική καλόγρια να επιστρέψει «την κλεμμένη περιουσία στους νόμιμους κατόχους της». Ο Χίτσενς σημειώνει ότι ο αναπληρωτής γενικός εισαγγελέας δεν έλαβε ποτέ απάντηση στο γράμμα του.



Ο συγγραφέας ασκεί δριμύτατη κριτική στην άποψη της Μητέρας Τερέζας ότι «δεν ανακατεύεται στην πολιτική», τονίζοντας ότι οι σχέσεις της με δικτάτορες όπως ο Ζαν-Κλοντ Ντυβαλιέ της Αϊτής και ο Εμβέρ Χότζα της Αλβανίας αποδεικνύουν το αντίθετο. Αναμφίβολα πολιτική είναι και η στάση της όταν επισκέπτεται το Μποπάλ μετά τη φοβερή καταστροφή που προκάλεσε η διαρροή τοξικών αερίων από το εργοστάσιο της Γιούνιον Καρμπάιντ το 1984 για να συμβουλέψει τους συγγενείς των θυμάτων επαναλαμβάνοντας την ίδια λέξη τρεις φορές: «Συγχωρέστε, συγχωρέστε, συγχωρέστε» (σελ. 116). Πάνω απ’ όλα όμως, η επίμονη αντίθεσή της στον έλεγχο των γεννήσεων και στις εκτρώσεις την έφεραν σε σύγκρουση με το διεθνές κίνημα για τον οικογενειακό προγραμματισμό. «Ο «ειρηνιστικός» ανθρωπισμός και η ελεημοσύνη της Μητέρας Τερέζας» γράφει με ειρωνεία ο Χίτσενς «μεταφράζονται άμεσα στην εντολή προς τους πιστούς να αναπαράγονται ανεμπόδιστα, στην υποχρέωση των υπολοίπων να ζουν σύμφωνα με νόμους που δεν επέλεξαν και σε μια κατά μέτωπον επίθεση ενάντια στην έννοια του ανεξίθρησκου κράτους» (σελ. 84).


Πολλοί πολιτικοί και επιχειρηματίες χρησιμοποίησαν τη Μητέρα Τερέζα για να προβάλουν τον εαυτό τους. «Οπως πάντα» σημειώνει ο Χίτσενς «η πραγματική αποστολή του ιεραποστόλου είναι προς την ικανοποίηση του σπόνσορα και του «ευεργέτη» και όχι προς τις ανάγκες των καταπιεσμένων» (σελ. 72-73). Η ακραία πτέρυγα του Βατικανού, επισημαίνει ο συγγραφέας, θεωρούσε τη Μητέρα Τερέζα χρήσιμη σε δύο μέτωπα: πρώτον, ως διαφήμιση των καλών πράξεων της Καθολικής Εκκλησίας για τους μη Καθολικούς και, δεύτερον, ως εργαλείο ηθικής πίεσης για τους ήδη πιστούς (σελ. 79).


Το βιβλίο Μητέρα Τερέζα. Θεωρία και Πράξη δεν είναι τόσο μια βιογραφία της μοναχής όπως παρουσιάζεται στην ελληνική έκδοση αλλά μια κριτική των «αγιοποιητικών» βιογραφιών που έχουν εκδοθεί στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Υπ’ αυτήν την έννοια και καθώς, σε αντίθεση με τις πολλές δεκάδες «αγιογραφίες» που υπάρχουν στα αγγλικά, στα ελληνικά υπάρχει μόνο μια βιογραφία της Μητέρας Τερέζας (Κάθριν Σπινκ, Μητέρα Τερέζα, Αθήνα, Εκδόσεις Τζιαμπίρης – Πυραμίδα, 1998), το βιβλίο κινδυνεύει να δώσει στον έλληνα αναγνώστη μια στρεβλή και μονομερή εικόνα για μια γυναίκα που, παρά τις αρνητικές πλευρές της, έκανε πολλά για τους «κολασμένους της γης». Το βιβλίο του Χίτσενς προϋποθέτει μια εξοικείωση με το έργο της καθολικής καλόγριας που το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού αναγνωστικού κοινού δεν διαθέτει. Ωστόσο η ανάγνωσή του είναι χρήσιμη για όλους όσοι ενδιαφέρονται για τον ρόλο της Εκκλησίας σε κοινωνικά θέματα αλλά και για τη σχέση φιλανθρωπίας και πολιτικής στον σύγχρονο κόσμο. Δυστυχώς, η μετάφραση είναι βιαστική και αδικεί το ιδιαίτερα καλογραμμένο πρωτότυπο. Ακόμη, δεν λείπουν τα ορθογραφικά και τυπογραφικά λάθη. Για παράδειγμα, στη σελίδα 109, ο εθνικός ήρωας των Αλβανών Σκεντέρμπεου (ή Σκεντέρμπεης επί το ελληνικότερον) αποδίδεται ως «Σκάντεμπεργκ».


Οταν η ίδια η Μητέρα Τερέζα ρωτήθηκε για τις απόψεις του Χίτσενς, η αντίδραση ήταν αναμενόμενη: «Τον συγχωρώ» είπε. Και η απάντηση του συγγραφέα ήταν επίσης αναμενόμενη: «Υπάρχουν ακόμη» γράφει «ευσυνείδητοι Χριστιανοί που θα έλεγαν ότι το δικαίωμα της άφεσης, όπως και η αυστηρότητα της εκδίκησης, είναι προνόμιο της ανώτερης δύναμης» (σελ. 117).


Ο κ. Αστέρης Χουλιάρας είναι διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης και ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.